Η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως μετά την υπογραφή του Συμφώνου Tittoni-Βενιζέλου


Οἱ ἰταλικὲς δυνάμεις ἐκκένωσαν καὶ τὴν βόρεια Ἤπειρο, τὴν ὁποία δεσμεύονταν βάσει τοῦ Συμφώνου Tittoni – Βενιζέλου, νὰ παραχωρήσουν στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Βενιζέλος δίστασε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὴν εὐνοϊκὴ συγκυρία καὶ νὰ διατάξει τὴν ὁριστικὴ ἀπελευθέρωση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό, περιμένοντας τὴν τυπικὴ ἔγκριση τῶν Συμμάχων. Δυστυχῶς γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἡ ἔγκριση αὐτὴ οὐδέποτε ἐδόθη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀλβανικὲς ἀνταρτικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες (δίχως νὰ ἐμποδιστοῦν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῆς Ρώμης) ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὸ κενό. Μάλιστα, οἱ Ἰταλοὶ τοὺς ἄφησαν καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ὁπλισμοῦ τους. Ἡ Ρώμη ἀξιοποίησε κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τοὺς δισταγμοὺς τῆς Ἀθήνας καὶ προτίμησε νὰ ἐνισχύσει τοὺς «ἀχάριστους» (ὅπως τοὺς χαρακτήριζε ὁ ἰταλικὸς Τύπος) Ἀλβανοὺς ἀπὸ τὸ νὰ τιμήσει τὴν ὑπογραφή της καὶ νὰ δικαιώσει τὸν βορειοηπειρωτικὸ ἑλληνισμό. Ἡ Ἀθήνα διαμαρτυρήθηκε ἀλλὰ κατόπιν ἑορτῆς. Ἡ κατάσταση εἶχε πλέον μεταβληθεῖ de facto εἰς βάρος της.

Αὐτὸ διεφάνη κι ἀπὸ τὴν αἰφνίδια μεταστροφὴ τῆς βρεταννικῆς πολιτικῆς ἐπὶ τοῦ θέματος. Ἀπὸ τὴν ἄνοιξη τοῦ 1920, κατέστη προφανὲς ὅτι τὸ Λονδίνο δὲν εὐνοοῦσε πλέον τὴν προσάρτηση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἕνα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἁρμοδίου τμήματος (Central European and Persia Department) ὀνόματι Λῆπερ (Leeper) συνέταξε ἕνα ὑπόμνημα, στὸ ὁποῖο συνιστοῦσε τὴν ἀπόρριψη τοῦ γαλλικοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν ἀπόδοση στοὺς Ἕλληνες τῆς Κορυτσᾶς. Σύμφωνα μὲ τὰ βρεταννικὰ ἔγγραφα, ἡ ἄποψή του αὐτὴ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸ Foreign Office καὶ ἀπετέλεσε τὴν ἐπίσημη βρεταννικὴ θέση ἐπὶ τοῦ ζητήματος, γιὰ τὴν ὁποία ἐνημερώθηκε καὶ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση. Δὲν πρέπει νὰ παροραθεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Παρίσι εἰδοποίησε ἐγκαίρως τὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν πρόθεσή του, ὅπως ἀποσύρει τὶς δυνάμεις του ἀπὸ τὴν Κορυτσά. Ὁ Βενιζέλος παρεκάλεσε τοὺς Γάλλους νὰ καθυστερήσουν τὴν ἐκκένωση τῆς περιοχῆς ἕως ὅτου ἑτοιμαστεῖ ἕνα εἰδικὸ στρατιωτικὸ σῶμα πρὸς κατάληψή της. Τὴν ἴδια περίοδο, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς πολεμοῦσε στὴν Μ. Ἀσία καὶ δὲν ὑπῆρχαν διαθέσιμες δυνάμεις. Οἱ Γάλλοι ἐξέφρασαν τὴν κατανόησή τους καὶ δήλωσαν ὅτι θὰ ἱκανοποιοῦσαν τὸ ἑλληνικὸ αἴτημα.

Κατὰ παράδοξο τρόπο, ἡ ἑλληνικὴ ἀξίωση ἔγινε ἀποδεκτὴ καὶ ἀπὸ ἰταλικῆς πλευρᾶς. Ἡ Ρώμη, ὅμως, διεμήνυσε στὴν Ἀθήνα ὅτι ἡ θέση τῆς αὐτὴ ἦταν ἀνεπίσημη, προφανῶς διότι δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ δυσαρεστήσει τοὺς Ἀλβανούς. Ἕως τὰ τέλη Μαΐου, εἶχε συγκροτηθεῖ μία ταξιαρχία γιὰ τὴν ὁριστικὴ (ὅπως ἐλπιζόταν) ἀπελευθέρωση τῆς βόρ. Ἠπείρου. Τὴν 24η Μαΐου, ὁ Γάλλος διοικητὴς τῆς Κορυτσᾶς (ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε ἀπὸ καιρὸ μία «προσωπικὴ» πολιτικὴ) ἐνημέρωσε τοὺς ἐλαχίστους Ἀλβανοὺς τῆς πόλεως γιὰ τὴν ἐπικείμενη κατάληψή της ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Στρατό. Οἱ Ἀλβανοὶ κινητοποιήθηκαν ἄμεσα καὶ ξεκίνησαν τὴν συγκρότηση ἐνόπλων τμημάτων. Τὴν ἑπομένη, ὁ Βενιζέλος διέταξε τὴν «προσωρινὴ» ἀναβολὴ τῆς ἀπελευθερωτικῆς πορείας τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων. Ὁ πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος θεώρησε σωστὸ νὰ λάβει τὴν ἔγκριση τοῦ Λονδίνου προτοῦ προχωρήσει σὲ μία τέτοια κίνηση. Ἐντούτοις, ἡ βρεταννικὴ κυβέρνηση δὲν ἀνταποκρίθηκε θετικὰ καὶ συνέστησε στὸν Βενιζέλο νὰ περιμένει προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὴν πρόκληση μίας ἔνοπλης σύγκρουσης μὲ τοὺς Ἀλβανούς. Μάλιστα, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1920, ὁ Βρεταννὸς ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν ζήτησε ἀπὸ τὸν πρεσβευτή του στὴν Ἀθήνα νὰ ἐνημερώσει τὸν Βενιζέλο ὅτι τὸ Λονδίνο τὸν ἐμπιστευόταν προσωπικὰ γιὰ τὴν μὴ κατάληψη τῆς βορείου Ἠπείρου ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα πρὶν ἀπὸ τὸν ὁριστικὸ διακανονισμὸ τῶν συνόρων της Ἀλβανίας ἀπὸ τὸ Ἀνώτατο Διασυμμαχικὸ Συμβούλιο. Ο Lord Curzon ἐπανῆλθε λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ζητώντας ἀπὸ τὸν πρεσβευτή του νὰ ἐνημερώσει τὸν πρωθυπουργὸ τῆς Ἑλλάδος ὅτι τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα ἔπρεπε νὰ τηρήσουν ἀμυντικὴ στάση στὴν περιοχὴ ἀκόμη καὶ ἂν ἐδέχοντο ἐπίθεση.  

Δυστυχῶς γιὰ τὸν βορειοηπειρωτικὸ ἑλληνισμό, ὁ Βενιζέλος ἐναρμονίστηκε μὲ τὰ κελεύσματα τοῦ Λονδίνου, καθὼς θεωροῦσε ἀναγκαία τὴν ὑποστήριξή του στὴν Μ. Ἀσία. Μάλιστα, ἔσπευσε νὰ ὑπογράψει καὶ τὸ Σύμφωνό της Καπεστίτσας, τὴν 28η Μαΐου. Αὐτὸ προέβλεπε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν παραχώρηση τῆς Κορυτσᾶς στοὺς Ἀλβανούς, ὑπὸ τὸν ὄρο τῆς διασφαλίσεως ὅλων τῶν δικαιωμάτων τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Στὸ ἄκουσμά του, οἱ Ἕλληνες κάτοικοι τῆς πόλεως ἀντέδρασαν ἔντονα καὶ ἀπείλησαν μὲ τὴν σύσταση ἐνόπλων σωμάτων γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τῆς ἐφαρμογῆς του. Στὴν Ἑλλάδα, ὁ Βενιζέλος δέχθηκε σφοδρὴ κριτικὴ γιὰ τὴν πολιτική του στὸ βορειοηπειρωτικό, ἡ ὁποία χαρακτηρίστηκε ἀπὸ πολλοὺς προδοτική. Μάλιστα, ἔχει γραφεῖ ἀπὸ ἔγκυρους μελετητὲς ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία ποὺ οἱ δύο ἀπόστρατοι ἀξιωματικοὶ (Γεωργ. Κυριάκης καὶ Ἀποστ. Τσερέπης) ἀπεπειράθησαν νὰ τὸν δολοφονήσουν στὸ Παρίσι, ἐπιθυμώντας νὰ σώσουν τὸν βορειοηπειρωτικὸ ἑλληνισμό. Συμπτωματικά, τὴν ἴδια περίπου περίοδο, ἡ Γερουσία τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ἀπεφάσισε ὁμοφώνως νὰ ἀποδοθεῖ ἡ βόρ. Ἤπειρος στὴν Ἑλλάδα (Resolution 324, 17/5/1920). (συνεχίζεται)

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Θεσσαλονίκη: ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)

Φώτο: Ἡ ἀπόπειρα δολοφονίας τοῦ Ἔλ. Βενιζέλου στὸν σταθμὸ τῆς Λυὼν (Gare de Lyon) τῶν Παρισίων, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1920 σὲ λαϊκὴ λιθογραφία τῆς ἐποχῆς.