Ο Αυτονομιακός Αγώνας - μέρος Α΄


Λίγες ἡμέρες μετά τήν ὑπογραφή τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας (τόν Δεκέμβριο τοῦ 1913), ἀνεκλήθη στήν Ἀθήνα ὁ Ἠπειρωτικῆς καταγωγῆς διοικητής τοῦ Ε΄ Σώματος Στρατοῦ Ἀντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, κατόπιν ἀξιώσεως τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν Ὑποστράτηγο Ἀναστάσιο Παπούλα. Σημειωτέον ὅτι ὁ Τύπος εἶχε δημοσιεύσει τήν εἴδηση περί παραιτήσεως τοῦ Δαγκλῆ ἀπό τίς τάξεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ προκειμένου νά ἀναλάβει τόν ἀγώνα στήν βόρεια Ἤπειρο, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας ἦταν ἀποφασισμένοι νά ἀντισταθοῦν ἐνόπλως στίς ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων (τήν 22α Νοεμβρίου).

Ἀργότερα, ἡ Ἀθήνα κοινοποίησε μέ ἐγκύκλιο τῆς Γενικῆς Διοικήσεως Ἠπείρου πρός τούς Διοικητικούς Ἐπιτρόπους Περιφέρειας, τίς ἀκόλουθες ὁδηγίες γιά τήν ὁμαλή ἐκκένωση τῆς βορείου Ἠπείρου ἀπό τόν Ἑλληνικό Στρατό: α. νά ἐπιδιωχθεῖ, ἐάν ἦτο ἐφικτόν, ἡ συνδιαλλαγή τῶν δύο στοιχείων (ἑλληνικοῦ καί ἀλβανικοῦ), β. νά σταματήσει ὁ ἀφοπλισμός τῶν Ἀλβανῶν καί νά ἐπιστραφοῦν ὅσα εἴδη εἶχαν ἀφαιρεθεῖ, γ. νά ἀπαγορευθεῖ ἡ κυκλοφορία ἀτάκτων καί νά ἀφοπλιστοῦν οἱ ἤδη ὑπάρχοντες, δ. νά καταδιωχθεῖ ὁποιαδήποτε παράνομη ἐνέργεια κατά τῶν Ἀλβανῶν, ε. νά ἀπαγορευθεῖ ἡ εἴσοδος ἀνταρτῶν ἤ ἐθελοντικῶν σωμάτων στήν Ἤπειρο. Οἱ ὁδηγίες αὐτές προκάλεσαν ἰσχυρούς κλυδωνισμούς τόσο στήν Ἀθήνα, ὅσο καί στήν Ἤπειρο.

Ἐνδεικτικό πρός τοῦτο εἶναι τό τηλεγράφημα διαμαρτυρίας τοῦ πολιτικοῦ καί στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Χειμάρρας Σπύρου Σπυρομήλιου πρός τόν ἀναπληρωτή διοικητή τοῦ Ε’ Σώματος Στρατοῦ, μέ ἡμερομηνία 25 Ἰανουαρίου 1914: «Πρό 15 μηνῶν, μέ διαταγή τῆς Κυβερνήσεως ἐπανεστάτησα τήν ἐπαρχίαν καί μέχριν σήμερον ἔμεινεν ὑπό τά ὄπλα πολεμοῦσα εἰς τό πλευρόν τοῦ Στρατοῦ. Ἀκόμη καί χθές μετ’ αὐτοῦ ἐβάδισε κατά Μπολένας πρός ἐκδίκησιν τῶν φονευθέντων ἐν ἐνέδρα στρατιωτῶν. Ἐάν Εὐρώπη δέν ἐγκρίνη ἐνωθῶμεν μετά μητρός πατρίδος καί αὐτή δέν δύναται νά μᾶς προστατεύση, τουλάχιστον ἄς μᾶς ἀφήση ὄπλα μας, ἀμυνθῶμεν μόνοι. Ἐνδεχομένη διαταγή Κυβερνήσεως πρός ἀφοπλισμόν ἀτιμάζει φυλήν. Στρατός δέ, παραδίδων ἀόπλους συστρατιώτας καί ἀδελφούς εἰς ἐχθρούς σφαγεῖς, γίνεται δήμιος καί παρουσιάζει πρωτοφανές εἰς τήν ἱστορίαν παράδειγμα. Ἐν ὀνόματι Θεοῦ καί Ἑλληνισμοῦ, ἐγκαταλείψατέ μας, ἀλλά μή μᾶς ἀφαιρεῖτε μέσα ἀμύνης. Φονεύσατέ μας ἀλλά μή δεχθῆτε νά γίνετε συνεργοί δημίων. Ὁ Ἑλληνικός Στρατός, ὁ δοξασθεῖς εἰς δύο πολέμους, ἄς μή παρουσιάσει ἠθικόν ἴσον καί κατώτερον μέ ἀλβανικᾶς ὀρδᾶς. Ἐνθυμηθεῖτε τό Ἔθνος. Ἐνθυμηθεῖτε τόν Βασιλέα». (σ.σ. τόν δολοφονηθέντα Βασ. Γεώργιο Α΄)

Στήν βόρειο Ἤπειρο, ἡ κατάσταση εἶχε ἐκτραχυνθεῖ, καθώς ἀλβανικές συμμορίες (ὀργανωμένες ἀπό Ὀλλανδούς ἀξιωματικούς) συνεπλάκησαν καί ἑλληνικές δυνάμεις, στίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1914. Ἡ «Ἐπιτροπή Ἐθνικῆς Ἀμύνης τοῦ Ἀργυροκάστρου» (μέ πρόεδρο τόν Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο), ἀπεφάσισε τήν σύγκληση Πανηπειρωτικοῦ Συνεδρίου. Τήν 23η Ἰανουαρίου (π. ημ.), κοινοποίησε τήν ἀπόφασή της μέ ἐγκύκλιο πρός ὅλες τίς Ἐπιτροπές Ἐθνικῆς Ἀμύνης τῆς Ἠπείρου καί τίς κάλεσε νά στείλουν τριμελῆ ἀντιπροσωπεία στό Ἀργυροκάστρο. Ἐκεῖ, τήν 30η Ἰανουαρίου 1914 (π. ημ.), θά ἄρχιζε τίς ἐργασίες τοῦ τό συνέδριο γιά τήν ἐξέταση τῆς καταστάσεως καί τήν λήψη ἀποφάσεων σχετικά μέ τό βορειοηπειρωτικό ζήτημα.

Τήν 9η / 22α Φεβρουαρίου, τό Ε΄ Σῶμα Στρατοῦ διέταξε τήν σύλληψη τοῦ Σπυρομίλιου καί προχώρησε στήν λήψη μέτρων γιά τήν ματαίωση τοῦ συνεδρίου. Ἡ διαταγή γιά τήν σύλληψη τοῦ Σπυρομίλιου ἀνεκλήθη λίγο ἀργότερα. Τελικῶς, τό συνέδριο πραγματοποιήθηκε κανονικά μέ τήν συμμετοχή πλήθους ἀντιπροσώπων ἀπό κάθε γωνιά τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ, τήν 31η Ἰανουαρίου / 13η Φεβρουαρίου ἀνεκοινώθη ἐπισήμως στήν ἑλληνική κυβέρνηση τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας.  Στό Ἀργυροκάστρο ἀπεφασίσθη ἡ ἔνοπλη ἀντίσταση στίς ἀποφάσεις τῶν ξένων. Πρός τοῦτο ἀπαιτεῖτο ἡ συγκρότηση στρατοῦ 10.000 ἕως 12.000 ἀνδρῶν, 80 ἀξιωματικῶν καί 50 ὑπαξιωματικῶν. Ἡ δύναμη τῶν Ἱερῶν Λόχων ὅλης της Ἠπείρου ἦταν 5.000 ἄντρες (3.000 ἀπό τίς βόρειες ἐπαρχίες καί 2.000 ἀπό τήν ἐλεύθερη Ἤπειρο) καί τῆς Χειμάρρας 1.400. Οἱ ἄντρες πού εἶχαν καταταγεῖ στά Τάγματα Κατοχῆς (τῶν δύο μεραρχιῶν VIII καί IX) ὑπολογίζονταν σέ 8.000 μέ 9.000. Ἑπομένως 2.000 μέ 3.000 ἄντρες ἦταν ἀρκετοί γιά νά συμπληρωθεῖ ἡ ἀπαιτούμενη δύναμη. Ἡ συντήρηση τῆς δυνάμεως αὐτῆς θά ἀπαιτοῦσε οἰκονομική κάλυψη 2.000.000 δραχμῶν τήν τριμηνία. Ὡς ἐκ τούτου, 1.000.000 δραχμές θά ἀρκοῦσε νά συντηρήσει τόν ἀγώνα ἐπί ἕναν τουλάχιστον μήνα. Ἀπεφασίσθη ὅπως τά χρήματα αὐτά συγκεντρωθοῦν ἀπό τίς συνεισφορές τῶν κατοίκων τῆς Ἠπείρου, τά κληροδοτήματα, τίς δωρεές καί τίς καταθέσεις τῶν εὐεργετῶν καί τῶν ἀπόδημων Ἠπειρωτῶν. Ἡ στρατιωτική ἡγεσία προσεφέρθη διαδοχικῶς στούς Δαγκλή καί Κουντουριώτη, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀρνήθηκαν νά τήν ἀποδεχθοῦν.

Τελικῶς, οἱ Βορειοηπειρῶτες δημιούργησαν μία δική τους κυβέρνηση (μέ ἐπικεφαλῆς τόν Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο καί μέλη τούς Μητροπολίτες Δρυϊvoυπόλεως Βασίλειo, Βελλᾶς καί Kovίτσης Σπυρίδωvα, Κoρυτσᾶς Γερμαvό, τόν Ἀλεξ. Δoύλη ὡς ὑπoυργό Στρατιωτικῶν καί τόν Ἰωάν. Παρμενίδη ὡς ὑπoυργό Οἰκovoμικώv) μετά τήν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων ἀπό τίς τότε προσφάτως ἀπελευθερωθεῖσες περιοχές. Ἡ Ἀθήνα ἀρνήθηκε νά ἐνισχύσει στρατιωτικῶς ἤ μέ ὁπλισμό τό αὐτονομιστικό κίνημα (τηρώντας στό ἔπακρο τίς διεθνεῖς ὑποχρεώσεις της) καί διέταξε τόν ἀποκλεισμό τοῦ λιμένος τῶν Ἁγίων Σαράντα γιά νά ἀποτραπεῖ ὁ ἀνεφοδιασμός τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Στήν Ἀθήνα, μία ὀλιγομελής ἐπιτροπή Βορειοηπειρωτῶν ἐπεσκέφθη τόν Βενιζέλο, ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τήν βεβαιότητά του γιά τήν διατήρηση τῆς ἑλληνικότητος τῆς περιοχῆς καί ὑπό τήν ἀλβανική διοίκηση. Συνεβούλεψε δέ τά μέλη της νά μήν ἀντισταθοῦν στίς ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων διότι μία τέτοια ἐνέργεια θά εἶχε δυσάρεστα ἀποτελέσματα τόσο γιά τήν Ἤπειρο ὅσο καί γιά ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα.

Μολαταύτα, ὁ Βασ. Κωνσταντῖνος «παραβλέπων τάς ἐπιταγᾶς τῆς διπλωματίας καί τάς συστάσεις τοῦ πρωθυπουργοῦ του ἐκάλει τόν Ἐπιτετραμμένον τῆς Αὐστροουγγαρίας καί τοῦ ἔλεγεν: “οἱ πληθυσμοί τῆς βόρ. Ἠπείρου εἶναι ἀπολύτως ἀποφασισμένοι νά ἀντισταθῶσι μέχρις ἐσχάτων κατά τῆς προσαρτήσεως των εἰς τήν Ἀλβανίαν. Ἄν ὁ Βενιζέλος δέν τούς ὑποστηρίξη θά τόν παύσω καί θά καλέσω ἄλλον ὑπουργόν. Καί ἄν ἐφθάνομεν εἰς τά ἄκρα, θά παραιτηθῶ τοῦ θρόνου καί θά ἔθετον ἑαυτόν ἐπί κεφαλῆς τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς χώρας των”». (συνεχίζεται)

(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Θεσσαλονίκη : ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)