ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 1878 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ


Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ  Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ
Νομικός - Διεθνολόγος
καθηγητής Σχολῆς Ἐθνικῆς Ἀμύνης

Τό συνέδριο τοῦ Βερολίνου (13 Ἰουνίου – 13 Ἰουλίου 1878)

 

 

Ἡ Ἤπειρος εἶναι μία περιοχή, ἡ ὁποία κατοικεῖται ἀπό τήν ἀρχαιότητα. Ἡ πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ὑπῆρξε ἀδιατάρακτη στό διάβα τῆς ἱστορίας. Ἐντούτοις, ἀπό τήν ὑπογραφή τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (τό 1878) ἕως σήμερα ὁρισμένοι προσπαθοῦν νά ἀμφισβητήσουν τήν ἑλληνικότητα τῆς περιοχῆς, ὠθούμενοι ἀπό ἐξωγενεῖς παράγοντες καί δυνάμεις εὐρισκόμενες μακράν καί πέραν τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου. Τά γεγονότα αὐτά θά περιγραφοῦν σέ μία σειρά ἄρθρων, τά ὁποία βασίζονται ἐν πολλοῖς σέ πολυετῆ ἔρευνα σέ στρατιωτικά καί ἄλλα ἀρχεῖα, καθώς καί σέ δευτερογενεῖς πηγές γιά τήν συγγραφή τοῦ δίτομου ἔργου ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949»,_ τό ὁποῖο προλόγισε ὁ ἀρχηγός ΓΕΕΘΑ Στρατηγός κ. Μιχαήλ Κωσταράκος.

 

            Ἡ περιοχή τῆς Ἠπείρου ἀποτελοῦσε τμῆμα τῆς ἐπικράτειας τοῦ Σουλτάνου ἐπί ἀρκετούς αἰῶνες. Μολαταύτα, ἦταν μία περιοχή ἡ ὁποία οὐδέποτε προσήλκυσε τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῶν Ὀθωμανῶν ἀξιωματούχων. Ὡς ἐκ τούτου, ἐτέθη στό στόχαστρο τοῦ νεοσύστατου ἰταλικοῦ κράτους ἀπό τήν ἐπαύριο τῆς ἱδρύσεώς του, τό 1861. Ἡ ἀνατολική ἀκτή τῆς Ἀδριατικῆς ἀπετέλεσε ἕνα προσφιλῆ στόχο γιά τούς Ἰταλούς λόγω τῆς γεωγραφικῆς ἐγγύτητας μέ τήν χώρα τους, τοῦ κυρίαρχου ρόλου τῆς Βενετίας καί τῆς Γένοβας στήν περιοχή κατά τούς προηγούμενους αἰῶνες καί τῆς προφανοῦς ἀδυναμίας τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως ἀνταποκριθεῖ στίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς. Τόν ἑπόμενο χρόνο, ὑπεγράφη μία διμερής σύμβαση μεταξύ τοῦ Ἕλληνα ὑπουργοῦ Στρατιωτικῶν Δημητρίου Μπότσαρη καί τοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ Ἰταλοῦ βασιλέως Stefano Turr. Ἡ σύμβαση αὐτή προέβλεπε τήν ἀποστολή ἰταλικῶν στρατευμάτων στήν Ἤπειρο μέ τήν ταυτόχρονη ἐξέγερση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῶν περιοχῶν Μακεδονίας, Θεσσαλίας καί Ἠπείρου. Εὐτυχῶς γιά τόν ἑλληνισμό τῆς τελευταίας περιοχῆς, ἡ σύμβαση αὐτή οὐδέποτε ἐφαρμόσθηκε. Ἔδωσε, ὅμως, τό ἔναυσμα στή Ρώμη γιά νά ξεκινήσει μία προσπάθεια διεισδύσεως στήν Ἤπειρο.

 

            Ἡ δράση τῶν πρακτόρων της ἐξέλαβε μεγάλες διαστάσεις τά ἑπόμενα χρόνια. Τό γεγονός αὐτό ἀνησύχησε σφόδρα τόν Χαρίλαο Τρικούπη, ὁ ὁποῖος δέν ἐδίστασε νά δηλώσει στόν Αὐστριακό πρεσβευτή στήν Ἀθήνα ὅτι θά προτιμοῦσε «χίλιες φορές νά δεῖ στήν περιοχή ἐγκατεστημένους τούς Αὐστριακούς παρά τούς Ἰταλούς». Ἡ πραγματική ὑφή τῆς ἰταλικῆς πολιτικῆς στήν Ἤπειρο διεφάνη πρίν καί κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τοῦ Συνεδρίου τοῦ Βερολίνου, τό θέρος τοῦ 1878. Ἡ Ἀθήνα ἦταν βέβαιη γιά τήν συμπαράσταση τῆς Ρώμης στήν προσπάθειά της γιά τήν ἐνσωμάτωση τῆς συγκεκριμένης περιοχῆς στόν ἐθνικό κορμό. Πρό τῆς ἐνάρξεως τῶν ἐργασιῶν του, ὅμως, ἡ ἰταλική κυβέρνηση ἔστειλε στήν Ἤπειρο τόν γνωστό συγγραφέα τῆς στρατιωτικῆς γεωγραφίας Συνταγματάρχη Giovanni Sironi. Αὐτός ἦρθε σέ ἐπαφή μέ διαφόρους Τούρκους ἰθύνοντες τῆς περιοχῆς καί ἡ γνωμοδότησή του ἐνίσχυσε τήν κοινή ἰταλό-τουρκική προσπάθεια γιά τή μή ἀπόδοση στήν Ἑλλάδα τῆς παραλίας, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Κέρκυρα. Ὁ δέ Ἰταλός πρόξενος στήν Πρέβεζα συνέταξε ἕνα ὑπόμνημα ἐκ μέρους τῶν Ἀλβανῶν ἐναντίον ἑνός τέτοιου ἐνδεχομένου. Κατά τήν διάρκεια τοῦ συνεδρίου, οἱ Ἰταλοί διπλωμάτες ἀντετάχθησαν σθεναρῶς σέ οἱανδήποτε ἐκχώρηση τμήματος Ἠπειρωτικοῦ ἐδάφους στήν Ἑλλάδα. Ἡ στάση τους αὐτή συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἀπελευθέρωση μόνον τῆς Ἄρτης. Οἱ ὑπόλοιποι Ἠπειρῶτες θά ἔπρεπε νά περιμένουν 35 ἀκόμη χρόνια ἕως ὅτου ἀναπνεύσουν καί αὐτοί τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας…

 

            Μετά τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου, ἡ Ρώμη ἐθέσε σέ ἐφαρμογή ἕνα πρόγραμμα διαδόσεως  τῆς ἰταλικῆς παιδείας καί αὐξήσεως τῶν ἐμπορικῶν τῆς δραστηριοτήτων στήν περιοχή μέσω τῶν κατά τόπους διπλωματικῶν ἀντιπροσωπειῶν της. Ἐπίσης, ἐπέτυχε τήν εἰσαγωγή τῆς διδασκαλίας τῆς ἰταλικῆς γλώσσης στό ρουμανικό σχολεῖο τῶν Ἰωαννίνων. Ἐπιπλέον, διάφοροι ἰταλικοί σύλλογοι ἐνίσχυσαν ποικιλοτρόπως τήν λειτουργία τῶν ἀλβανικῶν σχολείων_ (π.χ. μέ τή διανομή δωρεάν βιβλίων καί ρούχων σέ ἀπόρους μαθητές). Τέλος, ἡ Ρώμη ἀνέπτυξε μία πολύπλευρη οἰκονομική δραστηριότητα στήν περιοχή, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου νά ξεπεράσει τίς ἀντίστοιχες δραστηριότητες οἱασδήποτε ἄλλης Μεγάλης Δυνάμεως καί τῆς ἰδῖας της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας συμπεριλαμβανομένης!

 

Ταυτόχρονα, ἄρχισε νά ἐξετάζεται καί ἡ στρατιωτική λύση. Τό 1887, ἡ ἰταλική πολιτικοστρατιωτική ἡγεσία συνεκέντρωσε 45.000 ἄνδρες στό Μπάρι γιά νά καταλάβει αἰφνιδιαστικά τόν Αὐλώνα καί τήν νῆσο Σάσσωνα. Τά σχέδιά της, ὅμως, οὐδέποτε ἐφηρμόσθησαν ὕστερα ἀπό δυναμική παρέμβαση τῆς βρεταννικῆς κυβερνήσεως. Τό 1903, τό ἰταλικό ἐπιτελεῖο ἐξήτασε τό ἐνδεχόμενο καταλήψεως τῶν ἐδαφῶν τῆς σημερινῆς Ἀλβανίας στό πλαίσιο μίας γενικευμένης ἐπεμβάσεως τῶν Μεγάλων Δυνάμεων στά Βαλκάνια πρός διευθέτηση ὅλων τῶν ἐκκρεμοτήτων. Τά ἐκπονηθέντα σχέδια ἔμειναν στά χαρτιά, καθώς δέν εὐνοοῦσε τό διεθνές κλίμα. Εἶναι δέ εὐρέως γνωστόν ὅτι ἡ ἰταλική διπλωματία ἀπέδιδε διαχρονικά μεγάλη σημασία στό διεθνές περιβάλλον…

 

            Ἡ ἐκμετάλλευση τῶν περιστάσεων της εἶχε ἤδη δώσει τήν δυνατότητα νά κατοχυρώσει συμβατικά δικαίωμα λόγου ἐπί τῶν τεκταινομένων στήν Ἤπειρο, ἀρχικῶς μέ τήν συμφωνία τῆς «Μεσογειακῆς Συνεννοήσεως» (τῆς 12ης Φεβρουαρίου 1887), κατόπιν μέ τήν Συνθήκη τοῦ Βερολίνου (τῆς 20ης Φεβρουαρίου 1887), τήν ὁποία ὑπέγραψε μέ τή Βιέννη καί τέλος μέ τή συμφωνία τῆς Monza (1897) καί τίς συμφωνίες Tittoni-Aehrenthal (1907-1908 καί 1909). Πέραν τῶν προαναφερθεισῶν συμφωνιῶν, οἱ κυβερνήσεις τῆς Ἰταλίας καί τῆς Αὐστροουγγαρίας εἶχαν ὑπογράψει καί τό Σύμφωνο τῆς Βιέννης, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1899. Σύμφωνα μέ αὐτό, ἐδεσμεύοντο ὅτι θά ἐσέβοντο τό καθεστώς στήν περιοχή τῆς Ἠπείρου καί τῆς σημερινῆς Ἀλβανίας, ἀπέχοντας ἀπό οἱαδήποτε ἐνέργεια θά μποροῦσε νά μεταβάλει τήν κατάσταση ὑπέρ τῆς μίας ἤ τῆς ἄλλης δυνάμεως. Πρός τοῦτο καί ἀπεκλήθη «σύμφωνο ἀνιδιοτέλειας» ἤ ὑπόσχεση ἀπραξίας (Promessa di non Fare). Ὁ δέ Ἰταλός ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Emilio Visconti-Venosta δέν ἐδίστασε νά ἐκφράσει γιά πρώτη φορᾶ ἀνοικτά τίς βλέψεις τῆς Ρώμης γιά τήν συγκεκριμένη περιοχή ἀπό τό βῆμα τοῦ ἰταλικοῦ Κοινοβουλίου, τήν 18η Δεκεμβρίου τοῦ 1900. Τήν ἑπομένη, ὁ γνωστός πολιτικός κόμης Francesco Guicciardini ἐδήλωσε ὅτι τά κυριότερα συμφέροντα τῆς χώρας του εὐρίσκοντο στή Μεσόγειο καί ἀφοροῦσαν τήν Τριπολίτιδα καί τήν Ἀλβανία. Προσέθεσε δέ ὅτι ἡ αὐτονομία τῆς δεύτερης ἀποτελοῦσε μία ἀληθῆ καί δίκαιη λύση τοῦ ζητήματος· ἀληθῆ διότι ἦταν ἐναρμονισμένη μέ τήν ἀρχή τῶν ἐθνοτήτων καί δίκαιη διότι οὐδεμία ἐκ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων (οἱ ὁποῖες εἶχαν συμφέροντα στήν Βαλκανική καί τήν Μεσόγειο) ἐζημίωνε.

 

(συνεχίζεται)