O Μητροπολίτης Σεβαστιανός μέσα από τη διαθήκη του


Τοῦ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ . Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Λέκτορα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Ἀθηνῶν - Δικηγόρου

-Α-

Σὲ μιὰ Ἑλλάδα πού συνεχῶς ἀλλοτριώνεται ἀπὸ τὶς μικρότητές της, ἀλλὰ καὶ φτωχαίνει ἀπὸ τὶς ἀπουσίες τῶν μεγάλων εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀπόδοση εὐγνωμοσύνης στὰ πρόσωπά τους καὶ ἐπιβεβλημένος ὁ ἀναβαπτισμὸς στὰ ἀκατάλυτα καὶ αἰώνια πρότυπα τους2. Καὶ τοῦτο, ἰδιαιτέρως τὴ σημερινὴ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ἱερουργεῖται στὸν ἱερὸ τοῦτο ναὸ τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ ἡ φθαρτότητα τῆς γῆς συναντᾶται μὲ τὴν αἰωνιότητα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ σκέψη μας στρέφεται ὀφειλετικῶς σὲ ἐκείνους ποὺ «ἔφυγαν» ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, τοὺς «ἐν πίστει ἀναπαυμένους»·σὲ ἐκείνους ποὺ τὸ πέρασμά τους ἀπὸ τὴ γῆ ἄφησε βαθιὰ τὰ ἀποτυπώματά του στὴν Ἱστορία σὲ ἐκείνους ποὺ ἐνέπνεαν μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ παράδειγμά τους, μιλοῦσαν ὅμως καὶ μὲ τὴ σιωπή τους σὲ ἐκείνους, τέλος, ποὺ ἐνέγραψαν τὸν Χριστὸ στὰ δίπτυχα τῶν ψυχῶν, καθὼς ζοῦσαν διαρκῶς μέσα στὴν ἁγιαστικὴ χάρι καὶ τὴν εὐλογία τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποία καὶ σφράγισαν τὸ διαβατήριο τῆς ἐξόδου τους ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων.

-Β-

Δὲν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸς Σεβαστιανὸς [Οἰκονομίδης] ὑπῆρξε μία τέτοια προσωπικότητα, ποὺ ἀναβίβασε σὲ ἰδανικὰ ὕψη τὴν ἀρχιερωσύνη, «ἀναδειχθεῖς, ἐν τέλει, ἄξιος - σέμνωμα, ἀληθῶς, καὶ ἀγλάϊσμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους»3. Γιὰ αὐτό, ὅταν στὶς 06:35 τὸ πρωὶ τῆς 12ης Δεκεμβρίου 1994 ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ δωμάτιο 42 τῆς Α/ πτέρυγας τῆς παθολογικῆς κλινικῆς τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Νοσοκομείου τῶν Ἰωαννίνων, ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία ἔγινε φτωχότερη. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔσπασε τοὺς φραγμοὺς τῆς ἐπιγειότητας, τοῦ «νῦν» καὶ τοῦ τώρα καὶ πέρασε στὴ σφαίρα τῆς αἰωνιότητας, τοῦ «ἀεὶ» καὶ τοῦ πάντα·ξέφυγε ἀπὸ τὴ μιζέρια καὶ τὴ μικρότητα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ εἰσῆλθε στὴν ἀπεραντοσύνη τῶν θεϊκῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων·ξεπέρασε τὰ πεπερασμένα ὅρια τῆς χρονικότητας καὶ ἐλεύθερος πιὰ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τὴ στενότητα τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς ἀπολαμβάνει τώρα τὴν παραδεισένια χαρὰ τῆς θεϊκῆς παρουσίας.

-Γ-

Ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανός, κατὰ κόσμον Σωτήριος Οἰκονομίδης, γεννήθηκε τὸ 1922 στὰ Καλογρηανὰ Καρδίτσας. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀναγνωρίζει μέσα του τὰ ἴχνη τῆς θεϊκῆς κλήσεως, γιὰ αὐτὸ φοιτᾶ στὸ τότε ἱεροδιδασκαλεῖο Κορίνθου, ἀνακηρύσσεται δὲ πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸν Δεκέμβριο 1949. Στὶς 30 Αὐγούστου 1956 ὁ ἤδη μοναχὸς Σεβαστιανὸς δέχεται τὴ χάρι τοῦ μυστηρίου τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη τότε Λήμνου [μετέπειτα Τρίκκης καὶ Σταγῶν] Διονύσιο [Χαραλάμπους]. Ὡς ἱεροκήρυκας στὴν πόλη τῶν Ἰωαννίνων, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ καθαυτὸ καθήκοντά του, διδάσκει ἐπὶ δεκαετία θεολογικὰ μαθήματα στὸ κατώτερο ἐκκλησιαστικὸ φροντιστήριο τῆς Βελλᾶς, καθὼς καὶ τὸ μάθημα τῆς Θρησκειολογίας καὶ τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης στὴν Παιδαγωγικὴ Ἀκαδημία Ἰωαννίνων. Τὸν Ἰούνιο 1967 ἐκλέγεται, παρὰ τὴ θέλησή του, Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης4.

-

Εἶναι γεγονὸς ὅτι γιὰ τὸν πολύκλαυστο Ἱεράρχη Σεβαστιανὸ ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ καὶ εἰπωθεῖ ἀκόμα περισσότερα ἀπὸ πολλούς, ἰδιαιτέρως ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀφουγκράστηκαν τὴν ἀνάσα τῆς ποιμαντικῆς του ἀγωνίας καὶ ἀκολούθησαν ταπεινὰ καὶ ἀθόρυβα τὸν βηματισμὸ τῆς ἀρχιερατικῆς του πορείας. Γιὰ αὐτό, σκέφθηκα ὅτι θὰ ἦταν σήμερα προτιμότερο νὰ ἀφήσουμε τὸν ἴδιο νὰ μιλήσει·ὄχι ὅμως μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν πολυάριθμων ὁμιλιῶν, ἐγκυκλίων καὶ συνεντεύξεών του, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς περιλάλητης διαθήκης του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τῆς τελευταίας βουλήσεώς του.

Ἔτσι, τὸ ζεστὸ πρωινό της 27ης Αὐγούστου 1994, ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης, νοιώθοντας νὰ πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, συντάσσει «ἰδίαις χερσὶ» τὴ σύντομη διαθήκη του, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ψηλαφητὴ ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του καὶ τῆς βαθιᾶς πνευματικότητας ποὺ ἦταν χαραγμένη σὲ κάθε ἔκφραση του5. Στὸ λιτὸ καὶ ἀπέριττο κείμενο ποὺ ἔγραψε ὁ Σεβαστιανὸς ἀποτυπώνεται, μεταξὺ ἄλλων βεβαίως, τὸ ἀνύστακτο καὶ διαρκὲς ἐνδιαφέρον του γιὰ τοὺς Βορειοηπειρῶτες, καθὼς καὶ ἡ ἑκούσια πτωχεία, ἀκτημοσύνη καὶ ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητά του.

-Ε-

Γράφει ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης: «…στ) τί δὲ νὰ εἴπω διὰ τοὺς προσφιλεῖς μου ἀδελφοὺς καὶ πονεμένους Βορ/τες, τοὺς ὁποίους τόσο πολὺ ἠγάπησα καὶ ἠγωνίσθην μὲ ὅλες μου τὶς δυνάμεις, διὰ τὰ δικαιώματά τους; Λυποῦμαι μόνον πικρά, διότι τὸ ἐπίσημον κράτος δὲν ἔδειξε τὸ ἁρμόζον ἐνδιαφέρον, ὁπότε τὰ πράγματα θὰ ἤσαν σήμερα πολὺ καλύτερα εἰς τὴν πολυπαθῆ Β. Ἤπειρον».

Ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανὸς ἔχει ἐγγραφεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ὡς ἐκεῖνος ποὺ ἀνάστησε τὸ βορ/κὸ ζήτημα καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου δικαίως χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ «σηματωρὸς καὶ κήρυκας τῶν δικαιωμάτων τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ἑλληνισμοῦ»6. Καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας ἀγωνίστηκε νὰ ἀποδειχθεῖ συνεπὴς στὴν ὑπόσχεση ποὺ εἶχε δώσει ἤδη ἀπὸ τὶς 29 Ἰουνίου 1967 στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτήν, καθ’ ἤν τὸ πρῶτον ἀνέρχομαι εἰς τὸν θρόνον τοῦτον, στρέφεται ὁ νοῦς μου πρὸς τοὺς ἀλυτρώτους ἀδελφούς τῆς Βορείου Ἠπείρου, τοὺς στενάζοντας ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς πικρᾶς δουλείας, διὰ νὰ τοὺς διαβεβαιώσωμεν, ὅτι ὄχι μόνον αἳ προσευχαί μας θὰ τοὺς συνοδεύουν καθημερινῶς, ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ δυνατὸν θὰ πράξωμεν, ὅπως λυτρωθοῦν τῶν δεσμῶν τῆς δουλείας καὶ ἐπανέλθουν εἰς τοὺς κόλπους τῆς Μητρὸς Ἑλλάδος»7.

Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ λεχθεῖ ὅτι ὁ ἀείμνηστος Ἱεράρχης διαμόρφωσε γιὰ τρεῖς σχεδὸν δεκαετίες τὴν Ἱστορία τοῦ βορ/κοῦ ζητήματος. Ἀντλώντας νομιμοποίηση ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα τμῆμα τῆς μητροπολιτικῆς του ἐπαρχίας στέναζε κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς θρησκευτικῆς ἀνελευθερίας, θεώρησε χρέος ὀφειλετικὸ καὶ καθῆκον ἱερὸ νὰ μὴν κλειστεῖ στὸ καβούκι τῆς ἔνοχης σιωπῆς καὶ τῆς ἐφάμαρτης συγκάλυψης, ἀλλὰ νὰ ὑψώσει φωνὴ διαμαρτυρίας καὶ νὰ μεταφέρει ὅπου γῆς τὸ δράμα καὶ τὸ κλάμα τῶν ἀδελφῶν τῆς Β. Ἠπείρου. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτόν, ἔκανε ἑκατοντάδες ὁμιλίες ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς Ἑλλάδας, φτάνοντας μέχρι καὶ τὸ Κογκρέσο τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς ἔγραψε σχετικὰ βιβλία, ἐξέδωσε ἐγκυκλίους καὶ ἀπέστειλε ὑπομνήματα πρὸς κάθε κατεύθυνση κάθε Φεβρουάριο, ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῆς Αὐτονομίας τῆς Β. Ἠπείρου τὸ 1914, διοργάνωνε «τριήμερον πένθους καὶ προσευχῆς», τὸν δὲ δεκαπενταύγουστο τελοῦσε ἀγρυπνία στὸ μοναστήρι τῆς Μολυβδοσκέπαστης, τὴν ὁποία ἀφιέρωνε στὰ ἐθνικά μας θέματα διοργάνωσε ὀγκώδη συλλαλητήρια στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας καὶ σὲ ἄλλες ἐπαρχιακὲς πόλεις, ἐνῶ τὸ 1982 ἵδρυσε τὴ Συντονιστικὴ Φοιτητικὴ Ἕνωση Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα, ἡ ὁποία συνεχίζει μέχρι καὶ σήμερα μὲ ἄλλα βεβαίως μέσα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια πιστότητα σὲ ἀξίες καὶ ἰδανικὰ τὸν ἀγώνα του.

Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ δρόμος ποὺ διάλεξε νὰ βαδίσει ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανὸς δὲν ἦταν πάντοτε στρωμένος μὲ τὰ ροδοπέταλα τῆς ὁλοπρόθυμης ἀποδοχῆς οὔτε βεβαίως συνοδευόταν ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ καὶ τὶς ἐπευφημίες τοῦ ἀκροατηρίου. Δὲν ἔλειψαν ἔτσι οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ ἐκφοβισμοί, καθὼς καὶ οἱ ἀντιδράσεις κυρίως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προσπάθησαν νὰ προσδώσουν κομματικὴ ταυτότητα στὸν ἀγώνα του ποὺ ἐπιχείρησαν νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεών του καὶ τὴν ἀνιδιοτέλεια τῶν κινήτρων του καὶ ἐπεδίωξαν νὰ φορτώσουν μὲ ἀδιέξοδα τὴν πορεία του. Ὅμως, «ἡ Δρῦς ποτὲ δὲ λύγισε σὰν πέρναγαν τυφῶνες […] ποτὲ δὲν ἔσκυψε στοὺς κεραυνοὺς τῆς λάσπης καὶ τοῦ φόβου, μόνο τὰ χέρια ὕψωνε καὶ μύριζε οὐρανός…»8 .

ΣΤ-

Ὡστόσο, τὸ κείμενο τῆς διαθήκης μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ ἕναν ἄλλο, λιγότερο ἴσως γνωστό, Σεβαστιανό·ἐκεῖνον ποὺ εἶχε συντονίσει τὴ βιοτή του στὴ λογική τοῦ ἀπολύτως ἀπαραίτητου καὶ τοῦ στοιχειωδῶς ἀναγκαίου. Οὐδόλως ξενίζει ἔτσι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης ὁμολογεῖ μὲ τὴ διαθήκη του τὴν ἑκούσια πτωχεία καὶ ἀκτημοσύνη του: «… θ) Περιουσίαν ἀτομικὴν κινητὴν ἢ ἀκίνητην δὲν ἔχω νὰ ἀφήσω. Οὔτε ἐκληρονόμησα, οὔτε ἀπέκτησα μὲ τὴν Ἱερωσύνην μου. Ὅ,τι χρήματα εὑρεθοῦν εἰς τὸ γραφεῖον μου, γνωρίζουν οἱ στενοί μου συνεργᾶται ὅτι ἀνήκουν εἰς φιλανθρωπικοὺς σκοπούς».

1. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, σᾶς προκαλῶ νὰ μεταφερθοῦμε νοερῶς στὴν ἀκριτικὴ Κόνιτσα, ἕνα παγερὸ ἀπόγευμα τῆς 17ης Δεκεμβρίου 1991. «Ὁ Μητροπολίτης Σεβαστιανὸς ἀφήνει τὸ φτωχὸ γραφεῖο του, μὲ τὶς παμπάλαιες καρέκλες καὶ τὴν ξυλόσομπα, πηγαίνοντας στὸν ραδιοσταθμὸ τῆς Μητροπόλεως, ποὺ τὸν ἐφτιαξε μὲ κόπους καὶ θυσίες […]. Ἐνῶ ὁ φλογερὸς Δεσπότης εἶναι στὸ στούντιο […] ἔξω χιονίζει. Τελειώνει τὴν ἐκπομπὴ καί, ἀφοῦ ἐξετάζει καὶ μερικὰ ἄλλα φλέγοντα ζητήματα μὲ τοὺς συνεργάτες του, ἀνοίγει τὴν πόρτα γιὰ νὰ φύγει. Βλέποντας τὸ χιόνι, σταματάει ἀπότομα. Γυρίζει πίσω καὶ κάθεται σὲ καρέκλα, ὅπου μένει σκεπτικὸς γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, χωρὶς νὰ μιλάει. Ἕνας συνεργάτης του νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ρωτήσει τί συμβαίνει καὶ δὲν φεύγει. Τότε ὁ ἀσκητικὸς Δεσπότης, τοῦ ἀπαντάει: - «Εἰδοποιήσατε, παρακαλῶ, ἂν εἶναι εὔκολο κάποιον νὰ ἔλθει μὲ αὐτοκίνητο γιὰ νὰ μὲ πάρει, γιατί εἶναι ἀδύνατον νὰ περπατήσω μέσα στὸ χιόνι». Τὴν αἰτία ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βαδίσει στὸν χιονισμένο δρόμο δύσκολα τὴν φαντάζεται κάποιος. Οἱ σόλες τῶν παπουτσιῶν του εἶναι γεμάτες τρύπες. Μάλιστα, ἀπὸ τὰ χέρια του περνοῦσαν ἑκατομμύρια γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς, ὅμως τίποτε δὲν κρατοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸν μισθὸ του τὸν διέθετε γιὰ τοὺς ἄλλους»9.

2. Στὸ σημεῖο αὐτό, ἐπιτρέψτε μου τὴν κατάθεση μίας προσωπικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία μαρτυρᾶ τὴν ἀρχοντικὴ ἁπλότητα καὶ ταπεινότητα τοῦ Μητροπολίτη Σεβαστιανοῦ.·Λίγοι γνωρίζουν ὅτι τὸ μητροπολιτικὸ «μέγαρο» τῆς Κόνιτσας, στὸ ὁποῖο ὁ πολιὸς Ἱεράρχης ἀναπαυόταν ἀπὸ τοὺς νυχθήμερους κόπους τῆς πολυεύθυνης ποιμαντορίας του, ἦταν παμπάλαιο. Πεισμόνως ἀρνεῖτο κάθε ἐπισκευή, ποὺ ὄχι μόνο θὰ γεννοῦσε τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Δεσπότης διάγει βίο πολυτελῆ, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐκείνην ποὺ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε τοὺς στοιχειώδεις ὅρους ἀσφαλοῦς διαμονῆς. Ἡ ξύλινη σκάλα ποὺ ἕνωνε τὸ Ἰσόγειο μὲ τὸν ἐπάνω ὄροφο ἔτριζε σὲ κάθε μας βῆμα. Θαρρεῖς καὶ δὲν ἄντεχε τὸ βάρος τῆς ἀπρόσκλητης παρουσίας μας… Τὸ καλοκαίρι 1992 τὸν ἐπισκέφθηκα σὲ αὐτὸ τὸ μητροπολιτικὸ ἐρείπιο. Ἐκεῖ γνώρισα ἕναν «ἄλλον» Σεβαστιανό. Ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ μοῦ ἐκφράσει τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του. Χωρὶς ἐπιτηδειότητα καὶ ἴχνος κοσμικῆς ἁβροφροσύνης, ἀλλὰ μὲ γνήσια, αὐθεντικὴ συμπεριφορά, ποὺ ἀποτελοῦσε ψηλαφητὴ ἀπόδειξή του ὅτι ἀναγνώριζε στὸ πρόσωπο τοῦ συνομιλητῆ του τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, στὸ ὁποῖο ἀντικρυζε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κάποια στιγμή, κι ἐνῶ εἶχε μεσιάσει ἡ συνομιλία μας, μοῦ ζήτησε συγνώμη ποὺ δὲν φρόντισε νὰ μοῦ προσφέρει κάτι. Σηκώθηκε ἀμέσως ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν καρέκλα, διάβηκε τὸν διάδρομο μὲ ἀνάλαφρα βήματα καὶ κατευθύνθηκε στὸ μικρὸ κουζινάκι. Λίγα λεπτὰ ἀργότερα, ἐπέστρεψε στὸν χῶρο τοῦ γραφείου του καὶ ἀκούμπησε πάνω σὲ ἕνα μικρὸ τραπεζάκι ἕνα ποτήρι νερὸ κι ἕνα γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ. - Αὐτὰ εἶναι γιὰ σένα, μοῦ εἶπε καί, ἀφοῦ γεύτηκα τὴ γλυκύτητα τῆς χειρονομίας του, συνεχίσαμε τὴν κουβέντα μας.

-Ζ-

Αὐτὸς ἦταν ὁ Σεβαστιανός· ὁ φλογερὸς ὑπερασπιστὴς τῶν δικαίων τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ συνάμα ὁ ἑκουσίως πτωχὸς Δεσπότης·ὁ ἁπλός, προσηνὴς καὶ καταδεκτικὸς συνομιλητής. Ἀπαλλαγμένος πλέον ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τὴ συμβατικότητα ποὺ αὐτὲς ἐπιβάλλουν ὁ ἀείμνηστος Ἱεράρχης Σεβαστιανὸς ἀναπαύεται σήμερα στὰ ἁγιασμένα χώματα τῆς Μολυβδοσκέπαστης, μέσα σὲ ἕνα λιτὸ καὶ ἀπέριττο μνῆμα –τὴν τελευταία ἐπὶ τῆς γῆς κατοικία του. Θαρρεῖς καὶ ἔχασε τὴ μάχη μὲ τὸ ἀδυσώπητο·λὲς καὶ ὑποτάχθηκε στὴν ἄφευκτη μοίρα τῶν θνητῶν. Ὅμως ἐκεῖνος, κέρδισε τὴν αἰωνιότητα. Ἐκπληρώθηκε ἔτσι ἡ τελευταία ἐπιθυμία του, ποὺ ἦταν συγχρόνως παράκληση καὶ ἱκεσία, μὲ τὴν ὁποία κατακλείνει τὴ διαθήκη του: «Καὶ τώρα, Σὺ Κύριέ μου, τὸν ὁποῖον, παρὰ τὴν ἐν γένει ἁμαρτωλότητά μου, Σὲ ἠγάπησα, Γενοῦ Ἴλεως εἰς τὴν ἁμαρτωλήν μου ψυχὴν καὶ ἀξίωσον με μετὰ τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ τῆς ἐπουρανίου σου Βασιλείας». Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ φωνὴ του εἰσακούστηκε καὶ βρῆκε παρρησία ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ κατάλυμα διαμονῆς στὰ φωτοπάλατα τοῦ οὐρανοῦ. Γιὰ αὐτό, «δὲν πέθανε […] ζεῖ καὶ βασιλεύει ἐκεῖ γιὰ πάντα, ὁ μέγας Ἱεράρχης. Τῶν πονεμένων ὁ Πατέρας, ὁ Σεβαστιανός»10

 Ὑποσημειώσεις
1. Ὁμιλία ποὺ ἐκφωνήθηκε στὶς 18.12.2011 στὸν Ι. Ναὸ Ἄγ. Νικολάου Πευκακίων (Ἀθήνα) κατὰ τὴν τέλεση θρησκευτικοῦ μνημοσύνου τοῦ ἀειμνήστου Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης Σεβαστιανοὺ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως 17 ἐτῶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του.
2.  Βλ. ἐφημ. «Ἐλεύθερος», 13.12.1994, σ. 16.
3. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανὴς καὶ Κονίτσης Ἀνδρέας [Τρεμπέλας], Λόγος τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας, πέρ. «Ἐκκλησία», ἔτ. 1995 [15 Ἀπριλίου - 1 Μαίου 1995], ἀριθ. 7, σσ. 304-312, ἐδῶ σ. 304.  
4. Συνοπτικὴ παράθεση βιογραφικῶν στοιχείων βλ. σὲ ἐφημ. «Βορειοηπειρωτικὸν Βῆμα», περίοδος Β/, ἀριθ. φύλλου 1 (36), Ἰαν. - Φεβρ. 1995, σ. 7.   
5.  Βλ. Γ. Ἃ[νδρουτσόπουλου], «Μητροπολίτης Σεβαστιανός: ἡ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Β. Ἠπείρου», σὲ ἐφημ. «Βορειοηπειρωτικὸν Βῆμα», περίοδος Δ/, ἀριθ. φύλλου 15 (95), Μάιος. - Ἰουν. 2010, σ. 6.
6. Ἔτσι ὁ [τότε] Μητρ. Δημητριάδος [μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν] Χριστόδουλος [Παρασκευαϊδης], Ὁμιλία στὸ Δημαρχεῖο Κονίτσης, 14.12.1997.
7. Βλ. τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ στὸν τόμο: Σεβαστιανός: Γιὰ τὴν ἀνάσταση τῆς Β. Ἠπείρου, ἔκδ. Ι. Μητρ. Δρυϊνουπόλεως, Κόνιτσα, Δεκέμβριος 1995.
8. Ἔτσι Ἀλέξανδρος Σταυράτης, «Ἰδιόμελον μνήμης», πέρ. «Ἡ Δράσις μας», ἔτ. ΛΔ/, τεύχ. 325, Φεβρουάριος 1995, σ. 53.
9. Βλ. Χρίστου Δεληνικοπουλου, «Σεβαστιανὸς καὶ Βόρειος Ἤπειρος», ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἔτ. ΛΕ/, ἀριθ. φύλλ. 1118/17.3.1995, σ. 1· βλ. καὶ Ἠλία Μάκου, Φτερωτὸς Ἄγγελος, ἔκδ. Ἁρμός, 2006. 
10. Βλ. Στ. [ἀνωνύμου], «Δὲν ὑπάρχουν πλέον σύνορα γι’ αὐτόν»,  πέρ. «Ἡ Δράσις μας», ἔτ. ΛΔ/, τεύχ. 325, Φεβρουάριος 1995, σ. 55.