Σταῦρος Γκοῦτζος, ὁ δραπέτης…


Μία ἀπέραντη φυλακὴ ἦταν ἡ Ἀλβανία τοῦ Χότζα, γι’ αὐτὸ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο καὶ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ αὐτή….Ἀκόμα πιὸ δύσκολη ἦταν ἡ ὑπόθεση «Ἐλευθερία», γι’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὰ κάτεργα – φυλακὲς ἢ στὰ στατόπεδα συγκέντρωσης.

Ἔγινε ὅμως καὶ κεῖ τὸ ἀκατόρθωτο, δυστυχῶς μὲ ἄδοξο τέλος….Ἕνα παλικάρι τῆς Δερβιτσιάνης ὁ Σταρος Γκοτζος (φωτ 1) στὴν προσπάθειά του νὰ δραπετεύσει πρὸς τὴν Μάνα Ἑλλάδα, πιάστηκε στὰ σύνορα….Τὸν μετέφεραν στὴ Βόρεια Ἀλβανία, στὸ Spac, (φωτ 2, 3)- φυλακὴ κάτεργο γιὰ τὴν ἐξόρυξη χαλκοῦ καὶ χρωμίου σὲ ὑψόμετρο πάνω ἀπὸ τὰ 1000 μέτρα -.Ἕνα τέτοιο λιοντάρι ἦταν ἀδύνατο ὅμως νὰ μείνει στὸ κλουβί…..

«Τσιάβο, ξέχνα τό, ξν ν χεις φτερά…» τοῦ εἶπε ὁ καρδιακὸς καὶ ἔμπιστος  φίλος του Ἡρακλῆς. Καὶ κεῖνος ἄρχισε νὰ ψάχνει τὴν εὐκαιρία. Λίγες μέρες πρίν, κουβεντιάζοντας μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐμπιστευόταν καὶ μοιράζονταν τὰ ἴδια βάσανα, τὴν ἴδια σκέψη εἶχε καὶ ὁ Μανώλης Κυρίτσης, ἕνας ἄλλος λεβέντης ἀπὸ τὴν Κλεισούρα. Ἔτσι, μαζί, πῆραν τὴν γενναία ἀπόφαση πρὸς τὸ ἄγνωστο….9 Δεκεμβρίου 1977.

Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «…Ἐκεῖνο τὸ βράδυ εἶχε ἀνεμοστρόβιλο, φυσοῦσε δυνατὰ καὶ ἔβρεχε πολύ…Πάω στὸν Μανώλη καὶ τοῦ λέω «ἢ τώρα ἢ ποτέ»….Αὐτὸς ταράχτηκε κι ἄρχισε νὰ τρέμει….Ἕνα κουτάλι τὴν προηγούμενη μέρα τὸ εἶχα κάνει μαχαίρι, «ξύριζε» ἂν χρειαζότανε….Εἶχα ζητήσει τὴν μέρα κείνη νὰ μὲ πᾶνε ἀπὸ τὸν τομέα 2 στὸν τομέα 1 γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ κοντὰ στὰ σύρματα….Πρὶν μπῶ στὴ γαλαρία (φωτ 4), εἶχα περάσει ἀπὸ τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ ἐργαλεῖα καὶ πῆρα κάτι ροῦχα καὶ καπέλα γιὰ καμουφλὰζ καθὼς καὶ ἕνα τσεκούρι. Ἔπιασα τὸν Μανώλη, ἄντε τοῦ λέω…. ἐγὼ φεύγω…θὰ ἔρχεσαι πίσω μου, ἀφοῦ ντυθήκαμε, μὲ τὸ κεφάλι κάτω στὸ κοκκινόχωμα, θὰ βλέπεις μόνο τὰ παπούτσια μου ἕρποντας….Πέσαμε κι ἀρχίσαμε νὰ προχωρᾶμε….Στὰ 30 μέτρα ἔβλεπα τὸ φρουρὸ μὲ τὸν προβολέα, ἔφεγγε τόσο, ποὺ ἔβλεπες βελόνα….Κάθε φορὰ ποὺ γύριζε σὲ ἄλλη θέση προχωρούσαμε ἕνα μὲ τὸ χῶμα…μέχρι ποὺ φθάσαμε σχεδὸν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ πυργάκι ὕψους 10 μέτρων (φωτ 5 ). Περάσαμε τὸ πυργάκι καὶ φθάσαμε στὰ σύρματα…μὲ τὸ ψαλίδι ποὺ εἶχα πάρει τὰ ἔκοψα καὶ βγήκαμε ἔξω …ποὺ ὅμως, δὲν ξέραμε….Βουνὰ παντοῦ τριγύρω….ἀρχίσαμε νὰ ἀνεβαίνουμε τὸ βουνὸ πρὸς τὸ Νότο….Θα’ χὲ πάει ἡ ὥρα 3 τὰ μεσάνυχτα…Τὸ πρωὶ πρὶν ξημερώσει, ἀκούγαμε τὶς σειρῆνες στὸ στρατόπεδο καὶ βλέπαμε νὰ λάμπει ὁ οὐρανὸς πρὶν χαράξει ἀπὸ τὶς φωτοβολίδες ποὺ ἔριχναν μιᾶς καὶ εἶδαν στὴν πρωινὴ βάρδια ὅτι κάποιοι  ἔλειπαν….Ἀμόλησαν τὰ σκυλιὰ νὰ μᾶς ψάχνουν.Ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμασταν 2-3 km πιὸ μακρυά…Ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχιζε νὰ ξημερώνει….Κρυφτήκαμε γιὰ λίγο στὸ δάσος ἀλλὰ σκεφτήκαμε ἂν μέναμε κεῖ θὰ μᾶς ἔβρισκαν τὰ σκυλιά….Κατεβήκαμε πιὸ κάτω ποὺ βαθαίνει τὸ ρέμα ποὺ φέρνει τὸ χαλκὸ ἀπὸ πάνω ποὺ τὸ βγάζαμε (φωτ 6)…Ἐκεῖ δὲν θὰ μᾶς ἔβρισκαν…Ἔλα ὅμως ποὺ ὁ Μανώλης δὲν ἤξερε μπάνιο…τοῦ δίνω μία ἀπὸ τὴ γέφυρα (φωτ 7) καὶ πέφτω καὶ γῶ καὶ περιμέναμε κρατώντας τον μὴ πνιγεῖ….Ἔτσι μπορέσαμε καὶ ξεφύγαμε κι ἀπομακρυνθήκαμε τὴν ἄλλη  μέρα, κρυβόμασταν στὰ βουνὰ καὶ περπατούσαμε  τὴν νύχτα….» (φωτ 8).

Στὰ Τίρανα εἶχε σημάνει συναγερμὸς γιὰ τὴν ἀπόδραση ἀπὸ τὸ Spac…Στὸ στρατόπεδο πῆραν ἀμέσως τοὺς κολλητοὺς φίλους του γιὰ ἀνακρίσεις, ξύλο, εἰδικὰ κελιά, γιὰ νὰ πάρουν πληροφορίες….Λεβέντες ὅμως στάθηκαν καὶ ὁ Ἡρακλῆς κι ὁ Κώστας κι Μιχάλης, μόνο προσεύχονταν νὰ ‘χεῖ γλυτώσει ὁ Σταῦρος κι ἂς ὑπέφερναν αὐτοί….8 μέρες κράτησε ἡ φυγὴ μὲ λίγο ζάχαρη ποὺ εἶχαν μαζί τους καὶ ἀγριάδες - λαχανίδες τοῦ βουνοῦ σὲ θερμοκρασία -15, βρεγμένοι, ρακένδυτοι, ξεσκισμένοι σὲ χέρια καὶ πόδια νὰ αἱμορραγοῦν, μισοπεθαμένοι στὸ σῶμα, ἀδούλωτοι καὶ ζωντανοὶ ὅμως στὴν ψυχὴ … Ὅταν βγῆκαν στὸ δρόμο τὸν κεντρικὸ μπᾶς καὶ μποῦν σὲ κανένα φορτηγὸ κρυφά, «ἔπεσαν» πάνω σὲ μία ὁμάδα μὲ τεχνίτες-μηχανικοὺς ποὺ βλέποντάς τους, κάλεσαν τὸ Sigurimi …..Στὴν ἀνάκριση πέρασε γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ ἀπὸ  τὴν κόλαση … Πρὶν τὸν ξαναστείλουν  στὴ φυλακή, στὸ Burrel τώρα γιὰ νὰ εἶναι ἥσυχοι ὅτι δὲν θὰ ξαναφύγει, ὁ ἀνακριτὴς – δήμιος πῆρε τὴν πληρωμένη ἀπάντηση:  «γράψε ,τι θέλεις στ χαρτ πού μού ‘φερες κι πόγραψέ το μόνος σου….σς νίκησα κα κάντε με ὅ,τι θέλετε….»

Υ.Γ.  ὁ σπιοῦνος ποὺ κάρφωσε καὶ «ἔχωσε» τὸν Μανώλη φυλακὴ Γ. Τ, ἀστυνόμος στὴ Δερβιτσιάνη, μετὰ τὸ ’90 «ἔπεσε» στὰ χέρια τοῦ Σταύρου στὴν πλατεία στὰ Γιάννενα, καὶ ἔφαγε τὸ «ξύλο τῆς χρονιᾶς του»….εὐτυχῶς  ἐπαινέβη ἡ ἀστυνομία….Τὴ γλύτωσε τότε ὁ πατέρας, τὴν πλήρωσε ὅμως τὸ παιδὶ τοῦ ἀργότερα…. « τὸ φύσσαγε  καὶ δὲν κρύωνε….» Ἀπ’ τὴ φύτρα αὐτή, μπῆκαν ἄδικα ἄνθρωποι στὴ φυλακή….Κακὴ ρίζα…. καὶ τότε χαφιέδες ἀνθέλληνες, καὶ σήμερα «ἀντιφασίστες».