Να γνωρίσουμε τα χωριά της Βορείου Ηπείρου: Καλύβια Πασά


Το χωριό Καλύβια Πασά απλώνεται πάνω σ’ ένα λόφο από τον οποίο φαίνεται όλο το λεκανοπέδιο του Δελβίνου, το Ιόνιο Πέλαγος και μέχρι το νησί της Κέρκυρας,  σε υψόμετρο 290μ. και 12,5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Αγ. Σαράντα και γύρω στα 2 χιλιόμετρα αριστερά του οδικού άξονα Δέλβινο- Κονίσπολη.

Το χωριό απαρτίζεται από τρεις συνοικίες: Μαχαλάς, Σταυρονάτες και Καλτσάτες (το σημερινό Καλτσάτι), με μια δημογεροντία, μία εκκλησία και ένα νεκροταφείο. Μετά το 1925 η συνοικία Καλτσάτες έγινε αυτόνομο χωριό.

Η ονομασία του Καλύβια  από την ελληνική (καλύβες). Αυτό επειδή  αργότερα όταν έγινε κτήμα, πήρε το όνομα: Καλύβια του Πασά. Το όνομα αυτό το πήρε από τον άρχοντα του Δελβίνου, ο οποίος προσπάθησε να το έκανε δικό του τσιφλίκι αλλά βρήκε την σθεναρή αντίσταση των κατοίκων και το μόνο που κατόρθωσε, να δώσει το όνομα:   ΚΑΛΥΒΙΑ ΠΑΣΑ.

Είναι αρχαιοκατοικημένο. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν τον XII-XIV αιώνα, ερχόμενοι από ένα χωριό κοντά στο σημερινό Καινούργιο. Το χωριό αυτό καταστράφηκε. Μερικοί έφυγαν για Ελλάδα, μερικοί στη Δίβρη και άλλοι σήκωσαν καλύβες στο σημερινό χωριό. Αυτό το αποδεικνύουν τα ερείπια μιας εκκλησίας στα Καλύβια του ΧV αιώνα. Αναφέρεται με 79 σπίτια από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό που πέρασε από κει την δεκαετία του 70 του XVIII αιώνα.

Οι οικιστές είχαν καλυβόσπιτα και ήταν κτήμα κάποιου Πασά (ίσως του Δελβίνου).

Στις στατιστικές του 1852 αναφέρεται ως τσιφλίκι με 20 οικισμούς. Στον Στατιστικό  Πίνακα του Ελληνόγλωσσου πληθυσμού   Μουτεσσαριφλικίου (Υποδιοίκηση) Αργυροκάστρου (Βιλαετίου Ιωαννίνων), του έτους 1888, αριθμούνται 50 οικογένειες και 250 κάτοικοι. Το 1896 αριθμεί 60 οικογένειες. Το 1913 έχει 320 κατοίκους, το 1927 φτάνει τους 349 και το 1937  αριθμεί 82 οικογένειες με 416 κατοίκους. 

Οι κάτοικοι του είναι  ελληνικής καταγωγής και χριστιανοί ορθόδοξοι.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία  λειτουργούσε σχολείο πριν από το 1700. Δίδαξαν ιερείς από το χωριό και διδάσκαλοι από Δρόβιανη, Τσαμαντά, Λάκα Δελβίνου κι άλλα μέρη. Στην πάροδο του χρόνου από το χωριό χειροτονήθηκαν 12 ιερείς. Σπάνια να έβρισκες άντρα από τα Καλύβια που να στερούνταν γραφή και ανάγνωση.

Στην Έκθεσιν Σχολικού έτους 1928-1929 μετά σχετικών Πινάκων του εν Ιωαννίνοις Επιθεωρητού Σχολείων Βορείου Ηπείρου κ. Αθανασίου Ναθαναήλ αναφέρεται: «Διδάσκαλος 1. Κωνσταντίνος Μπούτρης, Έλλην κοινοτικός, μη προσοντούχος. Το Σχολείον έχει 4 τάξεις, μαθητάς 36 εξ ων 27 άρρενες και 9 θήλεις. Η διδασκαλία γίνεται εν τη Ελληνική».

Το 1934 η κυβέρνηση του Ζώγκου θέλησε ν’ αλβανοποιήσει το σχολείο. Οι μαθητές δεν δέχτηκαν να φοιτήσουν στο σχολείο. Το 1935 ξαναάνοιξε με δάσκαλο τον Μήτσιο  Κονόμη και Κώτση Μπούντρη, όπου ο αριθμός των μαθητών ξεπερνούσε τους 100.

Στην Αναλυτική Έκθεσιν Σχολικού Έτους 1936- 1937 του εν Αργυροκάστρω Αλβανού Επιθεωρητού Ιδιωτικών (Κοινοτικών) Σχολείων της Μειονότητος κ. Κολ Κότσι αναφέρεται: «Πεντατάξιον μικτόν. Εγγεγραμμένοι μαθηταί: Άρρενες 41, θήλεις 16  με δύο διδασκάλους: Δημήτρης Τσάγκας,  αλβανόφωνος, εκ Σωπικίου, απόφοιτος Ριζαρείου Σχολής Αθηνών. Στέφανος Ζήσης, ελληνόφωνος, εκ Κάτω Λεσινίτσης, απόφοιτος Γυμνασίου Κέρκυρας. Οικογένειαι 82, κάτοικοι 416.  Βεβαιωθέντες κατά το 1935 φόροι εις φράγκα χρυσά: Οικοδομών 157, επί των ζώων 586. Οι κάτοικοι  γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Αι γαίαι είναι τσιφλίκι. Λίαν πενιχρά η οικονομική των κατάστασις».

Το χωριό έχει τρεις εκκλησίες: τον Άγιο Σπυρίδωνα, την Αγία Μαρίνα και τον Αϊ Γιώργη.

Η Ξενιτιά δεν αποτέλεσε ρεύμα φυγής, παρόλα αυτά θεωρούνταν καλή πηγή εξασφάλισης εσόδων. Από το χωριό μετανάστευσαν γύρω στα 25 άτομα κυρίως στην Αμερική, Ελλάδα και Πόλη. Μεγάλη ήταν και η εσωτερική μετανάστευση. 96 οικογένειες  διέμεναν σε διάφορες πόλεις και οικισμούς της χώρας.

Ο πληθυσμός  έφερε αντίσταση  στον Οθωμανικό ζυγό, οι οποίοι, την δεκαετία του 30 του XVIII  αιώνα, έκαψαν το χωριό, εν μέρη, μαζί με το σχολείο στην Ελληνική γλώσσα που είχε ανοίξει γύρω το 1700 και πήγαιναν τα παιδιά από τα γύρω χωριά.

Οι κάτοικοι έλαβαν μέρος στον Αντιφασιστικό Αγώνα και εντάχτηκαν στις γραμμές των παρτιζάνων 31 άτομα. Έπεσε μάρτυρας ο Πέτρος Γ. Αναγνώστης. Οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά σε πέντε σπίτια.

Το 1957 ιδρύεται γεωργικός συνεταιρισμός. Δεν υπήρχε Εφτατάξιο στο χωριό και οι μαθητές πήγαιναν στο Θεολόγο ή στο Αλύκο.  Μολαταύτα 150 νέοι τελείωσαν διάφορες μεσαίες σχολές και 80 τις ανώτερες. Την ίδια εποχή άρχισε η οικοδομή των σπιτιών με νέες προδιαγραφές.

Το δικτατορικό καθεστώς συλλαμβάνει, καταδικάζει, ως πράκτορα της ελληνικής ασφάλειας, και εκτελεί, το 1946, το Σωτήρη Β. Σκεύη, έναν άνθρωπο εξυψωμένο, με προοδευτικές ιδέες και  με κύρος στην περιοχή.  Στη συνέχεια φυλακίζονται κι άλλα δύο άτομα. Ο αριθμός των κατοίκων έφτασε τους 591.

Το χωριό έχει παραδόσεις στην καλλιέργεια των αμπελιών, φρουτοκαλλιέργειας και κτηνοτροφίας η οποία έπαθε μεγάλη ζημιά κατά τις ορδές των Οθωμανών το 1912 σε συνεργασία με τους μουσουλμάνους φανατικούς της περιοχής.

Σήμερα ο αριθμός των κατοίκων μειώθηκε αισθητά, λόγω μετανάστευσης.

(από συνεργάτη της ΣΦΕΒΑ στη Β. Ήπειρο)