ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΤΣΑΜΗΔΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΣΑΜΟΥΡΙΑΣ (α΄ μέρος)


Πολὺ συνοπτικὰ ὅταν λέμε Τσάμικο ζήτημα ἀναφερόμαστε στὶς διεκδικήσεις τῶν Ἀλβανῶν (πρώην κατοίκων τῆς Θεσπρωτίας  (Τσαμουριᾶς) ποὺ συνίστανται ἀπὸ τὴ μία στὴν ἐπιστροφὴ τῶν περιουσιῶν τους (ποὺ κατεῖχαν ἀπὸ τὸ 1912 ὡς τὸ ΄40) καὶ τὴν καταβολὴ ἀποζημιώσεων γιὰ τὰ χρόνια ποῦ τὶς ἔχασαν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν  ἐπάνοδό τους στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ  καὶ τὴν ὠμὴ διεκδίκηση ἑλληνικῶν ἐδαφῶν.

ΟΙ  ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ  «ΤΣΑΜΟΥΡΙΑ» ΚΑΙ «ΤΣΑΜΗΔΕΣ»

Μεταξὺ τῶν ἔξι καὶ πλέον θεωριῶν γιὰ τὴν ἱστορικὴ καὶ ἐτυμολογικὴ προέλευση τῶν ὀνομασιῶν «Τσάμηδες» καὶ «Τσαμουριά», πιθανότερη θεωρεῖται ἐκείνη, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ λέξη «Θύαμις» (Καλαμᾶς), μὲ παραφθορά του, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου : Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ἰ)ἄμης, δήλ. ὁ κάτοικος ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Θύαμη ποταμό, τὴν Θυαμυρία, τὴν Τσ(ἰ)ἀμουριά. Ὑπάρχει πάντως καὶ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ τοπωνυμία προέρχεται ἀπὸ τὴν τούρκικη λέξη  (τσιὰμ) ἢ τὴν ἀντίστοιχη ἀλβανικὴ (τσιαμίστ),ποὺ σημαίνουν πευκοδάσος ἢ ἐλατόδασος. Εἶναι δὲ γνωστὸ ἀπὸ πολλὲς πηγὲς ὅτι ἡ δασικὴ βλάστηση τῆς περιοχῆς ἦταν πλούσια σὲ πεῦκα  καὶ ἔλατα

Τσαμουριὰ  λοιπὸν ὀνομάζεται ἡ περιοχὴ ἐκείνη τῆς Ἠπείρου, ποὺ ἐκτείνεται κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς ἀνάμεσα στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ἀχέροντα καὶ μέχρι τὸ Βουθρωτὸ καὶ ἀνατολικὰ μέχρι τοὺς πρόποδες τοῦ ὅρους Ὀλύτσικας (Τόμαρος) καὶ περιελάμβανε τὶς σημερινὲς  ἐπαρχίες Παραμυθιᾶς, Φιλιατῶν, Πάργας καὶ Μαργαριτίου (μὲ τὴν περιφέρεια τοῦ ποταμοῦ Θυάμιδος δηλαδὴ Καλαμᾶ), Ἡ περιοχὴ ταυτίζεται μὲ τὴ Θεσπρωτία καὶ ἕνα μικρό της τμῆμα  ἀνήκει σήμερα στὴν Ἀλβανία μὲ κέντρο τὴν κωμόπολη Κονίσπολη.

Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἀρχαίους καὶ Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς ἡ Θεσπρωτία ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ὑπόλοιπη Ἤπειρος ἀποτελοῦσε τὴν κοιτίδα τοῦ Ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ.  Οἱ Θεσπρωτοὶ ἦταν τὸ ἀρχαιότερο ἀπὸ τὰ τρία πιὸ σημαντικὰ Ἠπειρωτικὰ φύλα - τὰ ἄλλα δύο ἦταν οἱ Μολοσσοὶ πρὸς τὸ Λεκανοπέδιο τῶν Ἰωαννίνων (Ἐλλοπία) καὶ οἱ Χάονες βόρεια ἀπὸ τὸν ποταμὸ Θύαμη μέχρι καὶ τὴν Ἐπιδαμνο (Δυρράχιο)

Εἶχαν ἐπικοινωνία μὲ τὸν ὑπόλοιπο κλασσικὸ Ἑλληνισμό, ἀφοῦ ὁ χῶρος τοὺς ὑπῆρξε ἕνα πολὺ σημαντικὸ θρησκευτικὸ κέντρο (Δωδώνη, Νεκρομαντεῖο, Ἀχερουσία κ.λ.π.). Ἐπικοινωνοῦσαν καὶ ἀνατολικὰ μὲ τοὺς Ἕλληνες Μακεδόνες, ἀλλὰ καὶ συμμετεῖχαν στοὺς Πανελληνίους Ἀθλητικοὺς ἀγῶνες, καθὼς καὶ στὴν εὐρύτερη πνευματικὴ κίνηση.

Κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς χρόνους, λόγω τῶν κοινῶν ἀγώνων τους μὲ τοὺς Μακεδόνες κατὰ τῶν Ρωμαίων, πλήρωσαν κι’ αὐτοὶ τὴν γνωστὴ ὀργὴ τοῦ Αἰμιλίου Παύλου, μὲ τὴν αἰχμαλωσία, καὶ τὴ ριζικὴ καταστροφὴ τῶν πόλεών τους. Ἀνασυγκροτήθηκαν, ὅμως, ἤδη κατὰ τοὺς Πρωτοχριστιανικοὺς καὶ Βυζαντινοὺς χρόνους. Αὐτὸ μαρτυροῦν καὶ τὰ γραπτὰ κείμενα καὶ ἄλλα μνημεῖα ἀρχιτεκτονικῆς, ζωγραφικῆς ποὺ σώζονται.

«ΤΣΑΜΗΔΕΣ» ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Κατὰ τὴν τουρκοκρατία γύρω στὸ 1430 (Κατάληψη Ἰωαννίνων ἀπὸ τοὺς Τούρκους) πολλοὶ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς ἐξισλαμίζονται, ὑποκύπτοντας σὲ διάφορα, ὑλικὰ καὶ διοικητικὰ ἀνταλλάγματα ἀλλὰ πρὸ πάντων στὴν ἀσφυκτικὴ πίεση τοῦ κατακτητῆ κυρίως μετὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ Κινήματος τοῦ Ἐπισκόπου Τρίκκης  Διονυσίου τὸ 1611.

Δὲν ἔλειψε, ἀσφαλῶς, καὶ ἐγκατάσταση, κατὰ καιρούς, Τουρκαλβανῶν ἀγάδων, λόγω καὶ τῆς σχετικῆς εὐφορίας τοῦ ἐδάφους. Ὅλοι αὐτοὶ ἀπετέλεσαν ἐκεῖ τὴν ἀντίστοιχη θρησκευτικὴ μειονότητα τῶν Μουσουλμάνων Τσάμηδων , ἔναντί της πλειονότητας τῶν Χριστιανῶν. Κὰτ΄ἀρχὴν οἱ ἐξισλαμισθέντες αὐτοὶ Χριστιανοὶ διατήρησαν τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ συμπαθοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς κατοίκους, μὲ τοὺς ὁποίους συνδέονταν καὶ μὲ δεσμὰ συγγενείας. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ σχέσεις τους μὲ τοὺς Ἀλβανοὺς μπέηδες (γαιοκτήμονες) τοὺς ἀνάγκασαν νὰ μάθουν καὶ τὴν Ἀλβανικὴ γλώσσα δημιουργώντας ταυτόχρονα μία παράδοξη νοοτροπία πονηριᾶς, συκοφαντικῆς διάθεσης καὶ μοχθηρίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δημιουργήθηκε ἡ μικρὴ μουσουλμανικὴ μειονότητα τῆς Τσαμουριᾶς στὴ Θεσπρωτία.

Οἱ Τσάμηδες λοιπόν, δὲν ἦταν οὔτε Τουρκικῆς καταγωγῆς, οὔτε Ἀλβανικῆς, ἀλλὰ προέκυψαν ἀπὸ τὸ γηγενὲς στοιχεῖο τῆς Τσαμουριᾶς, ἐξαιτίας τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν Ἤπειρο καὶ στὴ Θεσπρωτία ὁ ὁποῖος ἄρχισε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σκεντέρμπεη τὸν 15ο αἵ. καὶ κορυφώθηκε ἰδιαίτερα τὸν 17ο  αἰώνα.

Σημαντικὸ ρόλο γιὰ τὴν ἀνακοπὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ  ρεύματος  τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἐκτὸς τῶν ἄλλων διαδραμάτισε καὶ ὁ Ἐθνομάρτυρας Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε καὶ δίδαξε στὴν περιοχὴ καὶ μαρτύρησε στὸ Κολικόντασι τῆς Βορείου Ἠπείρου στὶς 24-8-1779.

Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ ἀποσαφηνίσουμε ὅτι λέγοντας  Βόρειο Ἤπειρο  ἀναφερόμαστε σὲ  ἕνα ἀρχέγονα, ἑλληνοκατοικημένο χῶρο, τῆς ὡς τὸ 1912 ἑνιαίας Ἠπείρου, ὁ ὁποῖος, ναὶ μὲν ἐλευθερώθηκε ἐπανειλημμένα ἀπὸ ξένους ζυγούς, «δωρήθηκε» ὅμως ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις στὸ ἱδρυθὲν ἀπὸ αὐτὲς ἀλβανικὸ κράτος τὸ 1913.  Οἱ Βορειοηπειρῶτες ἀντέδρασαν στὴν ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἀλβανικὸ κράτος μὲ νικηφόρο κατὰ τῶν Ἀλβανῶν πόλεμο.  Κέρδισαν τὴν Αὐτονομία τους μὲ τὸ συνυπογραφὲν ἀπὸ τὴν ἀλβανικὴ κυβέρνηση Πρωτόκολλο τῆς Κερκύρας τὸ 1914.  Δυστυχῶς ὅμως αὐτὸ τὸ δικαίωμα μετὰ τὴ λήξη τοῦ 1ου Παγκοσμίου Πολέμου καὶ ἰδιαίτερα μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ καταπατήθηκε καὶ ἔκτοτε δὲν ἐφαρμόζεται.

Στοὺς ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τῶν Ἠπειρωτῶν κατὰ τοῦ κατακτητῆ οἱ Μουσουλμάνοι Τσάμηδες βρίσκονταν φανερὰ στὸ πλευρὸ τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἀλβανῶν.. Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ  Ἃ'  Βαλκανικοῦ Πολέμου τάσσονται ἐνάντια στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες , καὶ στηρίζουν τοὺς Τούρκους στὸ Μπιζάνι (ἀρχεῖο Νίκ.Χαντέλη) ἐνῶ ἀλλάζουν στάση μετὰ τὴν ἥττα τῆς Τουρκίας καὶ τὴν Ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης Εἰρήνης στὸ Λονδίνο (17.5.1913)

Οἱ Τουρκοτσάμηδες αὐτοὶ μὲ τὴ Συνθήκη τῶν Ἀθηνῶν (1913) προστατεύονται σὰν (θρησκευτικὴ) μουσουλμανικὴ μειονότητα, ἐνῶ πολιτογραφήθηκαν Ἕλληνες ὑπήκοοι, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1913 .

Τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, οἱ Τσάμηδες τῆς Ἠπείρου δὲν φαίνεται νὰ εἶχαν ἀκόμη σαφῶς διαμορφωμένη ἐθνικὴ συνείδηση. Περισσότερο ἀπὸ Ἀλβανοὶ ἢ Τοῦρκοι, ἦταν καὶ αἰσθάνονταν μουσουλμάνοι. Ἡ θρησκεία ἦταν ποὺ ἔπαιζε τὸν πρῶτο ρόλο γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισμό τους.  

Ἀργότερα καὶ πάνω στὴ σύγχυση μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν στὰ Βαλκάνια, προπαγανδιστὲς ἀπὸ τὰ Τίρανα μὲ τὴ   παρέμβαση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων (Ἰταλίας Αὐστρίας )  τοὺς ἔπεισαν νὰ δηλώσουν Ἀλβανοὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴ μεταφορά τους στὴν Τουρκία, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μουσουλμάνους ποὺ μέχρι τότε κατοικοῦσαν στὴ Βόρεια Ἑλλάδα. Ἡ προπαγάνδα αὐτὴ  καθὼς καὶ τὰ συμφέροντα 15-20 μεγαλοκτηματιῶν  ποὺ θὰ ἔχαναν τὶς περιουσίες τους, τοὺς ὁδήγησαν νὰ ζητήσουν νὰ μὴν ἀνταλλαγοῦν καὶ νὰ μὴν ἀπαλλοτριωθοῦν οἱ περιουσίες τους.

Τὸ ζήτημα λύνεται  τελικὰ  ἐπὶ δικτατορίας Θ. Πάγκαλου  ὅταν δυστυχῶς γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἀναγνωρίστηκαν (Αὔγουστος 1926) μὲ ἑλληνικὴ πρωτοβουλία καὶ πρὸς ἐκδήλωση φιλικῶν αἰσθημάτων πρὸς τὴν Ἀλβανία οἱ Τσάμηδες ὡς «Ἀλβανικὴ» μειονότητα. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς πολιτικῆς δέχτηκε νὰ ἑξαιρέσει ἀπὸ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν ὅλους τους Τσάμηδες  ἀλλὰ  καὶ νὰ διαλύσει τοὺς βορειοηπειρωτικοὺς συλλόγους, ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων ἐνοχλοῦσε ἰδιαίτερα τὰ Τίρανα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἀρχὴ οὐσιαστικά του τσάμικου ζητήματος

Οἱ μουσουλμάνοι Τσάμηδες τῆς Ἠπείρου,  ἀπὸ τὰ χρόνια της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ   ἀριθμοῦσαν ἀπὸ 17.000 μέχρι 23.000 ἄτομα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν Τουρκοτσάμηδων τοῦ νομοῦ Θεσπρωτίας, στὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1940 σὲ σύνολο 61.300 κατοίκων, μόλις ἀνήρχετο στοὺς 16.600, δηλαδὴ ποσοστὸ 27%. (Ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν τοὺς ὑπολόγιζε σὲ 20.000).

Στὴν Τσαμουριὰ ὑπῆρχαν, πρὸ τοῦ 1944  120 οἰκισμοὶ . Ἀπὸ αὐτοὺς 27 εἶχαν ἀμιγῆ μουσουλμανικὸ πληθυσμό, 20 μικτὸ πληθυσμὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι 73 ἀμιγῆ χριστιανικὸ πληθυσμό..

Στὴ διάρκεια τοῦ Μεσοπολέμου τὸ ἑλληνικὸ κράτος  ἐπέδειξε ἀπόλυτη ἰσοπολιτεία καὶ ἰσονομία πρὸς ὅλους τους κατοίκους τῆς Τσιαμουριᾶς, δίχως νὰ προβαίνει σὲ θρησκευτικὲς ἢ φυλετικὲς διακρίσεις. Οἱ μουσουλμάνοι ἀπολάμβαναν τὸν καθολικὸ σεβασμὸ τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς τους λατρείας, μὲ τὰ τζαμιὰ καὶ τοὺς χοτζάδες τους. Ἀπολάμβαναν τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων τους καὶ τῶν παραδόσεων τοὺς (γάμοι, μπαϊράμια, ραμαζάνι, περιτομὴ κ.λπ.) καὶ ἀφήνονταν ἀπερίσπαστοι στὶς ἐπαγγελματικὲς ἀπασχολήσεις τοὺς (κυρίως ἀγροτικές, ἀλλὰ καὶ βιοτεχνικὲς καὶ ἐμπορικές,) Εἶχαν δικά τους σχολεῖα, τὰ ὁποῖα χρηματοδοτοῦνταν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση καὶ τεμένη, στὰ ὁποῖα δίδασκαν οἱ χοτζάδες, ποὺ πληρώνονταν ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Δημόσιο. Εἶχαν εὐνοϊκὴ μεταχείριση ἀπὸ τὴν Ἀγροτικὴ Τράπεζα, τὶς φορολογικὲς ὑπηρεσίες, τὰ ἑλληνικὰ δικαστήρια στὰ ὁποῖα μποροῦσαν νὰ προσφεύγουν . (συνεχίζεται)