Η παιδεία στο Αλύκο - η τρίτη γενιά


Η Γ΄ Γενιά των δασκάλων συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους που, όντας  απόφοιτοι της Έβδομης τάξης του σχολείου του Αλύκου,   1951 και 1952, διορίστηκαν δάσκαλοι, καθώς και εκείνοι που αποφοίτησαν από την  Παιδαγωγική Ακαδημία Αργυροκάστρου και άλλες Παιδαγωγικές σχολές στην Αλβανία.

Οι δάσκαλοι της Α΄ Γενιάς, μετά ολίγων χρόνων από τη λήξη του πολέμου, αφού είχαν ολοκληρώσει το χρέος τους και το «τίμημα»,  πέθαναν σε φυλακές, εξορίες και μερικοί στην ξενιτιά.

Οι δάσκαλοι της Β΄ Γενιάς, όσοι γλύτωσαν από τον πόλεμο, στον οποίο έλαβαν μέρος, καθώς  κι από τις θανατικές ποινές, φυλακίσεις και εξορίες που τους επιφύλαξε το δικτατορικό κομμουνιστικό κράτος, συνέχισαν, μαζί με τους νέους δασκάλους της Γ΄ Γενιάς, να διδάσκουν στα Ελληνόπουλα  κάτω από συνθήκες τρόμου και φόβου. Οι δάσκαλοι αντιμετώπισαν βασανιστικές καταστάσεις από το καθεστώς, όπου τους ήθελε ταπεινούς υπηρέτες του κράτους και φανατισμένους κομισάριους και προπαγανδιστές της ιδεολογίας του κόμματος. Μερικοί δάσκαλοι (ευτυχώς ελάχιστοι) έγιναν πειθήνια όργανα. Έτρεχαν σε σημείο να προτρέχουν περισσότερο και από τις οδηγίες των ανωτέρων στελεχών, προτείνοντας να μειωθούν οι ώρες διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας και να συμπεριληφθεί από την Πρώτη Δημοτικού η αλβανική γλώσσα. Ταυτόχρονα πρωτοστάτησαν το 1967  στην ισοπέδωση των εκκλησιών αναθεματίζοντας την πίστη  ως «όπιο  και δηλητήριο για το κόμμα και το λαό».

Η πλειοψηφία, όμως, των Ελλήνων δασκάλων, αν και σιωπηρά, αντέδρασαν στις εξευτελιστικές  και αντιπαιδαγωγικές μέθοδες διαπαιδαγώγησης που σέρβιραν στο σχολικό πρόγραμμα οι κομματικές αρχές. Το τρίπτυχο: Μάθημα- Εργασία- Φυσική και στρατιωτική αγωγή, αποσκοπούσε ώστε το σχολείο να προετοίμαζε έτοιμους αγρότες για τον γεωργικό συνεταιρισμό και εκπαιδευμένους φαντάρους για πόλεμο.

Η ταξική πάλη ήταν ο εφιάλτης και η κόλαση για κάθε δάσκαλο που η βιογραφία του δεν άρμοζε  στις κομματικές οργανώσεις. Την δεκαετία 1970-1980 η πάλη των τάξεων έγινε πιο σκληρή και ο πέλεκάς της  έπεσε πάνω στους ικανότατους δασκάλους: Ηλία Παπαθανάση, Βασίλη Μάσσιο, Κώστα Καλόγερο, Βαγγέλη Παπαχρήστο, Χαράλαμπο Κίτσιο, Ανέστη Μπάμπουλη και πολλών άλλων τους οποίους τους έδιωξαν και τους έστειλαν να εργαστούν  σε αγροτικές δουλειές. Με τις διώξεις αυτές στόχευαν και κατόρθωσαν να φοβίσουν και να τρομάξουν τον ευαίσθητο κλάδο της παιδείας. Τιμωρούσαν όσους δεν συνεργαζόταν και δεν έδειχναν τον απαιτούμενο ζήλο και αφοσίωση στην κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των μαθητών.

Οι δάσκαλοι της Γ΄ Γενιάς, που υπηρέτησαν στο Αλύκο για πολλά χρόνια,  προσέφεραν με την διδασκαλία τους το μέγιστο δυνατόν. Μαθητές που αποφοίτησαν το 7χρονο ή 8χρονο του Αλύκου και συνέχισαν σε διάφορες σχολές, όχι μόνον δεν αντιμετώπισαν δυσκολίες, αλλά ήταν και οι καλύτεροι στην πρόοδο. Κι αυτό οφείλεται στους ικανούς και ποιοτικούς δασκάλους που υπηρέτησαν στο Αλύκο.

Η πτώση και η συντριβή του κομμουνιστικού καθεστώτος (1991) έφερε και την μεγάλη φυγή (1991-1997). Ίσως ποτέ στην μακρόχρονη ιστορία του ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός, να μην έχει δεχτεί βαρύτερο πλήγμα φυγής και εκκένωσης των πατρογονικών του εστιών. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, το γεγονός ότι αποτελεί «μειονότητα» σε άλλη χώρα, οι συνεχείς σκληρές πιέσεις εκμετάλλευσης και εθνικής ταπείνωσης, ο φόβος μην τυχόν ξαναχάσουν την πολυπόθητη ελευθερία επικοινωνίας με την Ελλάδα και οι λανθασμένοι χειρισμοί που έγιναν σε πολλά  προβλήματά του, αποτελούν τους βασικότερους παράγοντες που συντέλεσαν στην μαζική φυγή.

Η ερήμωση του τόπου είχε σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο των σχολείων. Έτσι, αν κατά μέσο όρο για μια τάξη Δημοτικού είχε το 1990 γύρω στους 25 μαθητές, μετά το 1997 είχε μόνον 2-3 μαθητές, γιατί οι γονείς πήραν μαζί τους στην Ελλάδα και τα παιδιά τους. Το δρόμο της φυγής πήραν και οι δάσκαλοι.

Το 1994 έκλεισε η Μέση Γεωπονική Σχολή και το 1997 το Λύκειο Γενικής Εκπαίδευσης. Μεγάλη ήταν η προσφορά των εναπομεινάντων δασκάλων όπως του Λυκειάρχη Θύμιου Σίτου και του Διευθυντή του Οκτάχρονου Σπύρου Τσιάβου έως το 1997, καθώς και των δασκάλων:  Γιάννη Σπ. Κάτση, Θωμά Στ. Μπώρου, Αχιλλέα Β. Γκούντη και  Ζήσου Β. Παπά, όπου υπηρέτησαν με ψυχή έως το 2012.

Είναι γνωστό ότι οι δάσκαλοι μένουν για πάντα στις καρδιές και στην μνήμη των μαθητών τους, αλλά σήμερα εν έτη 2014 στο σχολείο του Αλύκου φοιτούν 25 μαθητές σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού και Γυμνασίου από έξι χωριά της περιοχής: Αλύκο, Τσαούσι, Τρέμουλη, Ραχούλα, Νεοχώρι και Φοινίκι  και κανείς δάσκαλος από τα χωριά μας. Τα σχολεία στα χωριά μας έχουν ρημάξει. Μαύρα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό της παιδείας στο Αλύκο και το μέλλον των κοινοτήτων μας αβέβαιο και σκοτεινό.  Και αυτός ο ευλογημένος τόπος λατρεύει το φως, την ξαστεριά.

Κατοικήθηκε από τους προγόνους μας πριν από χιλιάδες χρόνια και ΧΡΕΟΣ μας είναι να τον κρατήσουμε ζωντανό. Για να επιτευχθεί αυτό, ένας τρόπος μόνον υπάρχει: Να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες οι νέοι μας, να επεν-δύσουν και να προκόψουν στον τόπο τους. Η ώρα της επιστροφής κράζει.

Ας το αντιληφθούν οι ιθύνοντες της Ε.Ε.Μειονότητας και η επίσημη Ελλάδα, πριν να είναι αργά. Ας παραδειγματιστούν οι νέοι μας από τον επαναπατρισμό του Λεωνίδα Χρ. Παπά (πολιτικός μηχανικός), της Ελένη Ζ. Παπά (μικροβιολόγος), του Βασίλη Χρ. Στούκα και Βαλεντίνα Κ. Μητσιούλη  και άλλων που επέστρεψαν και προκόβουν στον τόπο τους.

Β. Ιωάννου, τ. Έπαρχος

Φώτο: η 7η τάξη κατά το σχολικό έτος 1974-75