Για την τιμή της Σημαίας μας (28η Οκτωβρίου)


  Κάθε χρόνο ο Οκτώβριος μας έρχεται φορτωμένος ιστορία και μνήμες. Μνήμες που ξανανθίζουν μέσα στην μελαγχολική  ατμόσφαιρα του Φθινοπώρου, ανασταίνοντας γεγονότα και πρόσωπα, τυλιγμένα με τον καιρό στον θρύλο. Έτσι, όλοι μας ξαναζούμε μέσα από το τώρα και το σήμερα το πρόσφατο εθνικό μας παρελθόν.
  Αυτά σκέφτεται, τέτοιες ημέρες και η Άννα, μαθήτρια της Γ  Λυκείου κατά την διάρκεια της σχολικής εορτής, και νοιώθει μέσα της 
να την ψηλώνει η χαρά και μια σεμνή περηφάνεια, καθώς η σκέψη της περιδιαβάζει στις αετορράχες της Πίνδου κι' ο νους προσκυνητής ανάβει το καντήλι της ευγνωμοσύνης σε κορφές και διάσελα. Εκεί απ' όπου πέρασαν καταπονημένοι μα απτόητοι οι Έλληνες στρατιώτες , πολεμώντας για την ελευθερία της πατρίδος τους. Κι' ανάμεσά τους βλέπει - θαρρεί - και τον προπάππο της, πρωτοδιόριστο τότε δάσκαλο, που έτρεξε από τους πρώτους στο κάλεσμά της. Αχ, πόσα του χρωστάει η Άννα !  Από τότε που μικρή την κάθιζε στα γόνατά του και της διηγόταν ιστορίες και γεγονότα από την "εποποιία" , όπως έλεγε, του '40 ως πριν δυο χρόνια που τον βρήκε ο θάνατος, της ήταν ο πιο αυθεντικός δάσκαλος της ελληνικής ιστορίας.
  Εντύπωση της έκανε πάντα ο σεβασμός και η τιμή που απέδιδε στην Σημαία μας. Όσες φορές ο "μεγάλος" της παππούς άκουγε τον 
εθνικό ύμνο, σηκωνόταν ορθός. Ακόμη και στα τελευταία του χρόνια, που παρακολουθούσε τις παρελάσεις από την τηλεόραση, ο μεγάλος ο 

παππούς, γέροντας πια, δάκρυζε συγκινημένος στο πέρασμα των σημαιών και χειροκροτούσε  σεμνά τους σημαιοφόρους. Η Άννα το 

καταλάβαινε πολύ καλά. Ο προπάππος της δυο μεγάλες αγάπες φύλαγε στην καρδιά του. Τον Χριστό και την Ελλάδα. Κι' αυτές τις δυο μεγάλες αγάπες τις έβλεπε συνταιριασμένες στην Σημαία με τις γαλανόλευκες λωρίδες της και τον Σταυρό. Αυτό το ασπρογάλαζο Σύμβολο το τίμησε κι' ο ίδιος με τους συστρατιώτες του στο μέτωπο και το έσωσαν μες στην αντάρα και τον ορυμαγδό του πολέμου πόσες φορές ! ... Κι' ίσως ήταν κι' αυτό , ανάμεσα σε τόσα άλλα, ειπωμένα τόσες φορές από το στόμα του μεγάλου παππού, που έκαναν την Άννα να νοιώθη μια τρυφερή αγάπη και τιμή γι' αυτό το ιερό πανί, την Σημαία μας.
  Αχ, Σημαία του παππού μου, μονολόγησε, "καρδιάς πετάρισμα κι' ανέμισμα τ' αγέρα, σ' Ελλήνων στήθη έγινες της λευθεριάς 
φλογέρα", αυτοσχεδίασε και έφερνε στη μνήμη της την φωτογραφία του μεγάλου παππού , ανάμεσα στην μικρή γαλανόλευκη Σημαία με το χρυσό σιρίτι και στα φυλαγμένα με ευλάβεια πολεμικά του παράσημα.
  Αν ζούσες, παππού μου, πόσο θα χαιρόσουν, πόσο θα χαιρόμασταν μαζί, και πόσα θα λέγαμε !  ψιθύρισε και σκούπισε τα 
δακρυσμένα στις θύμησες μάτια της...
  Θυμάται όταν ήταν στην Γ τάξη Γυμνασίου η Άννα και οι μαθητές περίμεναν με αγωνία να ορισθεί ο σημαιοφόρος και οι 
παραστάτες  για τις δυο μεγάλες εθνικές γιορτές. Κι' όλοι με ενδιαφέρον ρωτούσαν να μάθουν ποιος από τους πρώτους θα κληρωθεί σημαιοφόρος για την 28η Οκτωβρίου, που βρίσκεται στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Το ίδιο ενδιαφέρον είχε και η Άννα και κάτι περισσότερο · αγωνιούσε σχεδόν, γιατί κι' αυτή πρώτευε. Κι' είναι αλήθεια πως το να παρελάσει κρατώντας την Σημαία του Σχολείου της ήταν το όνειρό της, η πιο μεγάλη της χαρά, η πιο τρανή τιμή. Και τόξερε πως μαζί με τους γονείς και τους παππούδες της θάδινε την πιο μεγάλη χαρά στον μεγάλο της παππού, που σίγουρα θα έφθανε ανάμεσα στους πρώτους στον χώρο της παρελάσεως. Και θα στεκόταν ορθός σαν θα περνούσε με την Σημαία και θα την χειροκροτούσε με καμάρι μαζί με τους γονείς της. Αχ, θα ήταν η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής της !
  Μα ξαφνικά ο σχολικός ορίζοντας θόλωσε. Για όλα τα παιδιά του Σχολείου και ιδιαιτερα για τους μαθητές που είχαν διακριθεί. Γιατί 
σαν έφθασε η ημέρα, σημαιοφόρος ορίσθηκε μια Αλβανίδα συμμαθήτριά τους, που είχε τον υψηλότερο βαθμό. Είναι αλήθεια πως κανείς στο Σχολείο δεν περίμενε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το γεγονός δίχασε, όχι μόνο την σχολική κοινότητα, μα και την κοινωνία της επαρχιακής τους πόλεως. Για τα παιδιά ήταν μια οδυνηρή έκπληξη. Έζησαν μια ολόκληρη χρονιά αγαπημένα, μα το να περάσει η Σημαία της παρελάσεως της 28ης Οκτωβρίου στα χέρια μιας Αλβανίδας, το είδαν σαν σχήμα οξύμωρο. Έτσι το είδε και η Άννα. Δεν ήταν το ότι έχασε την Σημαία, αλλά δεν μπορούσε να συμβιβασθεί με την ιδέα, πως το εθνικό μας Σύμβολο θα περνούσε στα χέρια μιας μαθήτριας, για την οποία αυτό δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από μια ηθική ικανοποίηση. Τέτοια ήταν η σύγχυση της καρδιάς της που η Άννα έτρεξε στον μεγάλο παππού ζητώντας του να της πει το σωστό. Ο παππούς όταν τ' άκουσε χλώμιασε. Η Σημαία μας στα χέρια μιας Αλβανίδας μουσουλμανίδας !  Αυτό ήταν απ' τ' άγραφα,  είπε.
  - Ποιος έδωσε αυτή την λύση ; Ο Σύλλογος των Καθηγητών η το Υπουργείο ; ρώτησε.
  -Νομίζω, το Υπουργείο έδωσε "λύση" στον προβληματισμό των Καθηγητών.
  - Τι να σου πω, παιδί μου ; 7948 αξιωματικοί και οπλίτες έδωσαν την ζωή τους για την τιμή και την δόξα της Σημαίας μας, χώρια οι 

τραυματίες και οι ακρωτηριασμένοι από τα κρυοπαγήματα, στα 1940. Για μένα αυτό αποτελεί την εσχάτη ταπείνωση. Η Σημαία μας έχει νόημα για μας τους Έλληνες. Σε ξένα χέρια μόνο αδοξία καί προσβολή είναι. Θα μπορούσε πολύ καλά το Υπουργείο να θεσμοθετήσει ένα βραβείο  για τους πρωτεύοντες ξένους μαθητές, αλλά η Σημαία να μείνει για τα ελληνόπουλα. Τι κρίμα !  χάσαμε, λοιπόν, κάθε εθνική ευαισθησία !  Κατάντια το θεωρώ, παιδί  μου. Με λυπεί σαν Χριστιανό, με θίγει σαν Έλληνα. Τι να πω ;
  - Συμφωνώ, παππού, φώναξε δικαιωμένη η Άννα .
  - Μα το θέμα έχει κι'  άλλη όψη, συνέχισε ο παππούς. Το Υπουργείο δεν ανέλαβε ως έπρεπε τις ευθύνες του. Εσείς οι μαθητές, οι 
μαθήτριες δεν έχετε ευθύνες στο θέμα ;
  - Τι φταίμε εμείς, παππού ;  Ποιος μας ρώτησε ; Ποια ευθύνη μας βαραίνει ;
  - Και όμως !  Σας βαραίνει η ευθύνη του να αγωνίζεσθε να πρωτεύετε. Να χρησιμοποιείτε την ευγενή άμιλλα και στην περίπτωση 
αυτή. Αν όλα τα Ελληνόπουλα έχαναν λιγότερο τον χρόνο τους, αν απέφευγαν την νωχέλεια της καφετέριας, αν συνειδητοποιούσαν τους κινδύνους της καφενόβιας ζωής, αν καλλιεργούσαν μέσα τους ιδανικά και ευγενείς φιλοδοξίες, τότε δεν θα εμφανιζόταν τέτοιο πρόβλημα στα σχολεία μας. Πως ένα ξενόγλωσσο, μέχρι χθες παιδί, έφθασε σήμερα στο επίπεδό σας και σας ξεπέρασε ; Και μια και έχουμε κατακλυσθεί από ξένους, που κάποιοι μας φέρονται και σαν κατακτητές, βάλτε και την Σημαία στους στόχους σας, για να μην υπάρχει πρόβλημα μήτε στο Υπουργείο, μήτε στο σχολείο, μήτε στην κοινωνία μας. Τι λες, Άννα ; Δεν θα ήταν αυτό μια έντιμη λύση ;
  - Παππού, αχ παππού μου, πως τα ξεδιαλύνεις όλα τα δύσκολα. 

  - Μα γι' αυτό είμαι ο " μεγάλος" παππούς , είπε σοβαρά εκείνος. Μα πρόσεξε, Άννα, να μη αφήσετε την ψυχρότητα να εισχωρήσει στις σχέσεις σας με την ξένη συμμαθήτριά σας, Αυτό το παιδί είναι αξιέπαινο. Και προπάντων εσείς οι πρώτες, μην της κρατήσετε κακία, γιατί σας πήρε την Σημαία. Έτσι, Άννα ;
  - Σου το υπόσχομαι, παππού μου. Αυτό είναι το σωστό.
  - Ωραία !  Μα έχω και μια άλλη πρόταση για σένα και για όλα τα ελληνόπουλα. Θέλω να μου υποσχεθείς πως στο Λύκειο δεν θα 
ξεχάσεις τον στόχο της Σημαίας. Μου το υπόσχεσαι ;
  - Ω παππού, θα δεις, θα δεις ...!
  - Ίσως και να μη δω, παιδί μου. Είμαι γέροντας . Έχω πατήσει τα 85. Ευχαριστώ τον Θεό. Μου χάρισε πολλά. Τώρα θα περιμένω 
από σένα την τελευταία μου χαρά. Όχι για σένα προσωπικά και για την οικογένειά μας, μα για την Πατρίδα μας, παιδί μου, την Ελλάδα μας και τον Χριστό μας ... Μα κι' αν δεν είμαι στην γη , θα νοιώσω - νάσαι σίγουρη - τούτη την χαρά. Και θα καμαρώνω, ανθρώπινα να πω, για σένα και για κάθε ελληνόπουλο που ανέλαβε και αναλαμβάνει την ευθύνη του, που αγωνίζεται και θα αγωνίζεται συνειδητά γι' αυτή την διάκριση. Όσο για σένα, Άννα μου, να θυμάσαι πάντα τούτη την υστερνή ευχή μου. Σου εύχομαι νάσαι πάντα σημαιοφόρος του καλού στην ζωή σου, να κρατάς ψηλά την σημαία των ιδανικών και , εν ολίγοις, νάσαι  σημαιοφόρος των υψηλών ιδεωδών που συνθέτουν την ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας : Τον Χριστό και την Ελλάδα. Μα νά ξέρεις πως τα μεγάλα και υψηλά μόνο με αγώνες και θυσίες κερδίζονται.

  Η Άννα έπεσε στην αγκαλιά του μεγάλου παππού και τον τύλιξε σφιχτά με τα δυο της χέρια. Συγκινημένος αυτός φίλησε αυτά τα 

δυο παιδικά χέρια, τα κλεισμένα μέσα στα δικά του γεροντικά .   Κι'  ήταν σαν  να  εμπιστευόταν  εκείνη  την  ώρα  ο μεγάλος παππούς στα χέρια της εγγονής του, την παρακαταθήκη μιας ζωής, που στάθηκε πάντα "Σημαιοφόρος".
  Πέρασαν τρία χρόνια από τότε. Ο μεγάλος παππούς έφυγε στον ουρανό. Μα δεν ξεχάστηκε. Η Άννα ζει πάντα με την θύμησή του. 
Τον ένοιωσε ολοζώντανο σήμερα, παρόντα στην μεγάλη χαρά της, σαν ο κ. Λυκειάρχης, την κάλεσε στον εξώστη του Σχολείου να παραλάβει την Σημαία και την εξάρτυση του σημαιοφόρου. Θα είναι η σημαιοφόρος της 28ης Οκτωβρίου. Θα μοιρασθεί την Σημαία μαζί με την Μαρία, την συμμαθήτριά της που ισοβάθμησε μαζί της, καθώς και οι δυο συναγωνίσθηκαν έντιμα, σύμφωνα με την προτροπή του παππού. Κι' αυτή την ώρα μόλις συγκρατεί τα δάκρυά της, καθώς συλλογίζεται τον σημαιοφόρο δάσκαλο παππού της, στον αγώνα του '40, και του ψιθυρίζει : "Παππού , φέτος στο σχολείο μας δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Κερδίσαμε με το "σπαθί" μας την Σημαία μας. Αναλάβαμε τις ευθύνες μας, όπως ήθελες".
  Τις σκέψεις της διέκοψαν τα χειροκροτήματα των Καθηγητών και των παιδιών, μαζί με τους χαρούμενους πανηγυρισμούς των 
συμμαθητών της. Και σαν τέλειωσε η μικρή σχολική τελετή, η Άννα, κρατώντας την σχολική τους Σημαία, κατευθύνθηκε στο σπίτι της. Οι δικοί της την δέχθηκαν χαρούμενοι και σε παράταξη στην είσοδο του σπιτιού, καθώς την είδαν με την Σημαία. Μα η Άννα προχώρησε ως το σαλόνι και στάθηκε με υψωμένη την Σημαία μπροστά στην φωτογραφία του μεγάλου παππού.
 - Παππού, είσαι ευχαριστημένος ; ρώτησε.
Και τον είδε να μεγαλώνει , να μεγαλώνει,  να σηκώνεται ορθός και να της χαμογελά πλατειά, σαν τότε που του έλεγε : "Θα δεις, παππού, θα δεις ... !".
Κι' ήταν σίγουρη πως ο παππούς έβλεπε από τον ουρανό και χειροκροτούσε,  γιατί τα ελληνόπουλα θα κρατούσαν ψηλά την παρακαταθήκη του '40 και θα αγωνίζονταν ευγενικά για την τιμή της γαλανόλευκης Σημαίας μας ! ...


(Ορθόδ. Χριστιαν. Περιοδικό "ΛΥΔΙΑ")