Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΑΪ - ΚΟΣΜΑΣ


             -Ἀφεντικό, δὲ θὰ δουλέψω αὔριο !

            Κοίταξε ὁ κὺρ Μανώλης τὸν Θανάση μ' ἕνα βλέμμα λιγάκι εἰρωνικό, λιγάκι περιπαικτικὸ μὰ ὁπωσδήποτε καλοκάγαθο.

            -Καὶ γιατὶ δὲ θὰ δουλέψεις αὔριο ; Μήπως σοῦ ἔτυχε καμιὰ κληρονομιὰ στὴν Ἀλβανία ;

            Γέλασε μὲ τὸ πείραγμα τ' ἀφεντικοῦ του ὁ Θανάσης.

            -Μὴ στεναχωριέσαι, κὺρ Μανώλη, δὲ θὰ μὲ χάσεις ἀπὸ ἐργάτη. Ὅμως αὔριο εἶναι γιὰ μένα μεγάλη μέρα καὶ θέλω νὰ πάω στὴν ἐκκλησία.

            -Εἶναι γιορτὴ αὔριο ; ρώτησε ξαφνιασμένος ὁ κὺρ Μανώλης.

            -Εἶναι τ' Ἁι-Κοσμᾶ τοῦ δικοῦ μας, ἀπάντησε μὲ χαρὰ ὁ Θανάσης.

            -Τοῦ δικοῦ σας ; Ποιανοῦ δικοῦ σας, βρὲ Θανάση ;

            -Τοῦ Αἰτωλοῦ, κὺρ Μανώλη, τοῦ Πατροκοσμᾶ.

            -Κι ἀφοῦ εἶναι Αἰτωλός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι δικός σας ; τὸν τσίγκλισε ἄλλη μιὰ φορὰ ἐκεῖνος.

            Τά ΄χασε γιὰ μιὰ στιγμὴ ὁ Θανάσης καὶ προσπάθησε νὰ θυμηθεῖ.

            - Κὺρ Μανώλη, μαρτύρησε κοντὰ στὸ χωριό μου καὶ τὰ λείψανά του βρίσκονται ἐκεῖ, εἶπε καὶ σοβαρεύτηκε ἀπότομα.

            Ἔβγαλε συγκινημένος μιὰ μικρὴ ξύλινη εἰκόνα ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ τὴν προσκύνησε μὲ σεβασμό.

            -Τὴν ἔχω πάντα μαζί μου, μοῦ τὴ χάρισε ὁ παπὰς τοῦ χωριοῦ μου. Ὅλοι ἐκεῖ στὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὸ Κολικόντασι τὸν εὐλαβοῦνται πολύ. Ὅλα τὰ δύσκολα χρόνια, ἀπὸ τὸ Κολικόντασι παίρναμε ἐλπίδα καὶ κουράγιο.

            -Τὶ εἶναι τὸ Κολικόντασι, Θανάση ; ρώτησε γεμᾶτος ἐνδιαφέρον πιὰ ὁ κὺρ Μανώλης.

            -Ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ Βεράτι. Ἐκεῖ εἶναι τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου. Καὶ τὶ δὲ θὰ ἔδινα νὰ εἶμαι αὔριο ἐκεῖ !  Μ' ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ πάω ἐκεῖ, θὰ πάω τουλάχιστον ἐδῶ στὴν ἐκκλησία.

            -Ρὲ σὺ Θανάση, πετάχτηκε ἀπὸ κεῖ ποὺ καθόταν ὁ κὺρ Μανώλης. Πόσες φορὲς μὲ κάλεσες νὰ πᾶμε στὸ χωριό σου ;

            -Πάρα πολλές, ἀφεντικό, μὰ δὺ δὲ μᾶς καταδέχτηκες, εἶπε λιγάκι μουδιασμένος ὁ Θανάσης.

            -Λοιπὸν ἦρθε ἡ ὥρα. Φεύγουμε ἀπόψε, καὶ αὔριο τὸ πρωὶ θὰ εἴμαστε στὸ Κολι...., πῶς τὸ εἶπες ;

            -Κολικόντασι, ἀφεντικό.

            -Μπράβο, λοιπόν, φεύγουμε γιὰ τὸ Κολικόντασι.

            Δὲν πίστευε στ' αὐτιά του ὁ Θανάσης. Νά, ὅπου νά ' ναι, θὰ τοῦ ἔλεγε πὼς τοῦ ἔκανε πλάκα, ὅτι τὸν πείραζε. Κοὶταξε τὸν κὺρ Μανώλη στὰ μάτια ὁ Θανάσης καὶ τὸτε κατάλαβε, πὼς ὄχι, ὁ κὺρ Μανώλης δὲν τὸν πείραζε. Ὁ κὺρ Μανώλης τὸ ἐννοοῦσε, γιατὶ τὰ μάτια του ἦταν βουρκωμένα κι ἔλαμπαν.

            -Θανάση, ἄν σήμερα ἔφτασα ἐδῶ ποὺ ἔφτασα, ἄν ἔχω στὰ χέρια μου ἕνα πτυχίο Πανεπιστημίου, τὸ ὀφείλω στὸν Ἅγιό σου, εἶπε συγκινημένος ὁ κὺρ Μανώλης.

            Ὁ συγχωρεμένος ὁ πατέρας μου ἦταν θεοφοβούμενος ἄνθρωπος. Ἦταν ὅμως καὶ πολὺ πεισματάρης. Σὰ τελείωσα τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, τοῦ ζήτησα νὰ πάω καὶ στὸ Γυμνάσιο, μὰ ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ μ' ἀφήσει. Ὁ δάσκαλός μου ἐπέμενε, μὰ ὅσο ἐπέμενε ὁ δάσκαλος ἄλλο τόσο ἀρνιότανε ὁ πατέρας μου. Ἐγὼ τὸν ἤξερα καὶ δὲν εἶχα μέσα μου καμιὰ ἐλπίδα. Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ χωριό μας ἕνας ἱεροκήρυκας καὶ μᾶς μίλησε γιὰ τὸν Πατροκοσμᾶ. Ὅλοι ξέραμε πὼς πέρασε κι ἀπ' τὸ χωριό μας, μὰ πολλὰ πράγματα δὲν ξέραμε γι' αὐτόν. Μᾶς εἶπε γιὰ τοὺς σταυροὺς ποὺ ἔστηνε, γιὰ τὰ κομποσχοίνια ποὺ μοίραζε καὶ γιὰ τὰ πολλὰ σχολεῖα ποὺ ἵδρυσε. Ἐπέμενε πολὺ πάνω σ' αὐτὸ καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία συμβούλεψε τοὺς χωριανούς μου ν' ἀφήνουν τὰ παιδιά τους νὰ μαθαίνουν γράμματα. Ἔ, ὅ,τι δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὰ παρακάλια μου κι ὁ δάσκαλός μου, τὸ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ ἱεροκήρυκας καὶ ὁ Πατροκοσμᾶς σου. Νὰ ἐγώ, βλέπεις, τὸ ξέχασα · ξέχασα καὶ πότε γιορτάζει, ἐνῶ ἐσύ ...

            -Ἐγώ, τὸν διέκοψε ὁ Θανάσης, ἐγὼ εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεχάσω, γιατὶ μιὰ τέτοια μέρα, ὅταν ἤμουν 10 χρονῶν, ἡ γιαγιά μου μὲ πῆρε κρυφὰ ἀπ' ὅλους, κρυφὰ κι ἀπ΄ τὴ μάνα μου, κρυφὰ κι ἀπ' τὸν πατέρα μου καὶ μὲ πῆγε στὸ ποτάμι, ἐκεῖ ποὺ βρέθηκε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Ἄχ, κὺρ Μανώλη, δὲν μπορεῖς νὰ φανταστεῖς τὶ μεγάλη τόλμη ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἡ γιαγιά μου !  Εἶχε συνεννοηθεῖ μὲ τὸν παπὰ τοῦ χωριοῦ μου, ποὺ κανεὶς πιὰ δὲν ἤξερε πὼς ἦταν παπάς.  Τὸ καθεστὼς τοὺς πέταξε τὰ ράσα καὶ τοὺς ξύρισε καὶ ἔκανε τὶς ἐκκλησιές μας στάβλους καὶ καφενεῖα.

            Ξημέρωνε τ' Ἁι - Κοσμᾶ καὶ ἡ νύχτα ἦταν δροσερή, ἀφοῦ κόντευε πιὰ νὰ τελειώσει τὸ καλοκαίρι. Φτάσαμε στὸ ποτάμι ἀξημέρωτα καὶ κεῖ ὁ παπα-Γιώργης μὲ βάπτισε καὶ μ' ἔκανε χριστιανό. Ἦταν τότε ποὺ μοῦ χάρισε κι αὐτὴ τὴν εἰκονίτσα. Ὕστερα πήγαμε ὥς τὸ Κολικόντασι καὶ πήραμε εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν πέθανε ἡ γιαγιά μου, εἶπα μόνος μου στοὺς γονιούς μου γιὰ τὴ μυστικὴ βάπτισή μου. Σὰν ἄνοιξαν τὰ σύνορα, ἤμουν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα καὶ ἴσως ἀπὸ τοὺς λίγους νέους ποὺ ἤμουν βαπτισμένος. Γιὰ μένα, κὺρ Μανώλη, αὐτὴ ἡ μέρα εἶναι κάτι σὰν Πασχαλιά.

            Σταμάτησε ὁ Θανάσης νὰ μιλᾶ κι ὁ κὺρ Μανώλης ἔμεινε καὶ κεῖνος λίγο σκεφτικός.

            -Λοιπόν Θανάση, σὲ δύο ὧρες ξεκινᾶμε. Θὰ προλάβουμε νὰ εἴμαστε ἐκεῖ γιὰ τὴν Λειτουργία ;

            -Θὰ προλάβουμε, κὺρ Μανώλη, εἶπε χαρούμενος ὁ Θανάσης. Καὶ ξέρεις, φέτος κλείνω ἀκριβῶς 25 χρόνια ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ βαπτίστηκα.

            Σὰ πέρασε τὸ ἁμάξι τοῦ κὺρ Μανώλη τὰ σύνορα, ἦταν ἀκόμα νύχτα. Κι ἔτσι καθὼς ἀνέβαιναν πρὸς τὸ Βεράτι, πῆρε νὰ χαράζει.

            Ξημέρωσε τ' Ἁι - Κοσμᾶ καὶ σὰν μπῆκαν στὸ Κολικόντασι χτυποῦσαν οἱ καμπάνες. Σκίρτησε ἡ καρδιὰ τοῦ Θανάση. Σὰν ἦταν μικρὸς τοῦ μιλοῦσαν γιὰ τὶς καμπάνες, μὰ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ καμπὰνα στὸν τόπο του. Καὶ τώρα νά, παντοῦ ἀντηχοῦσε ὁ ἦχος τους καὶ ἔφτασε καὶ μέχρι τὸ ποτάμι ·  καὶ κεῖνο σκίρτησε γιατὶ θυμήθηκε τὸ Ἅγιο Λείψανο ποὺ δέχθηκε μιὰ μέρα, μὰ καὶ τὰ δεκάδες κορμιὰ ποὺ βυθίστηκαν μέσα στὴ νύχτα τρεῖς φορὲς στὰ νερά του εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

            Καὶ κύλησαν τὰ νερά του πιὸ ζωηρὰ καὶ μόνη τους ἐπιθυμία ἦταν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ περάσουν τὰ σύνορα, νὰ μποῦν ξανὰ στὴν Ἑλλάδα μουρμουρίζοντας " Χριστὸς Ἀνέστη, Χριστὸς Ἀνέστη !".

 

(Διήγημα τῆς Ἑλένης Βασιλείου. Περιοδικὸ "Ἀπολύτρωσις" Ἀρ. Φύλλου 763-764).