Σελίδες Ιστορίας


ΕΠΕΤΕΙΟΙ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ :

Γεώργιος Διον. Κουρκούτας – Καθηγητὴς Φιλόλογος

 

Τὸν μήνα Ἰούνιο ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ τρεῖς σπουδαῖοι Ἕλληνες καὶ κατέκτησαν τὴν δική τους θέση στὴν Ἀθανασία. Τρεῖς προσωπικότητες ποὺ μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴν παρουσία τους προσέθεσαν πολλὰ στοιχεῖα στὴν μακραίωνη Ἑλληνικὴ Ἱστορία. Πρόκειται γιὰ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, τὸν θρυλικὸ Βασιλέα τῶν Ἑλλήνων καὶ Κατακτητὴ ὅλης της Ἀσίας .

 

10 Ἰουνίου 323 π. Χ. Ὁ θάνατος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου μετὰ ἀπὸ μία ἔνδοξη πορεία

Στὶς 10 Ἰουνίου του323 π.Χ. πεθαίνει σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας. Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας ἢ Ἀλέξανδρος Γ' ὁ Μακεδὼν ὑπῆρξε Βασιλεὺς Μακεδόνων, Ἡγεμὼν (Στρατηγὸς Αὐτοκράτωρ) τῆς Πανελλήνιας Συμμαχίας κατὰ τῆς Περσικῆς αὐτοκρατορίας, διάδοχος τῶν Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου, Κύριος της Ἀσίας καὶ βορειοδυτικῆς Ἰνδίας, οἱ κατακτήσεις τοῦ ὁποίου ἀποτέλεσαν τὸν θεμέλιο λίθο τῶν βασιλείων τῶν Διαδόχων του. Οἱ Ἀλεξανδρινοὶ χρόνοι ἀποτελοῦν τὸ τέλος τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς περιόδου τῆς παγκόσμιας ἱστορίας γνωστῆς ὡς Ἑλληνιστικῆς. Ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους Ἕλληνες στρατηγοὺς στὴν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, καταφέρνοντας σὲ ἡλικία μόλις 33 ἐτῶν νὰ κατακτήσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου (4ος αἰώνας π.Χ.).

Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας  γεννήθηκε στὴν Πέλλα τῆς Μακεδονίας τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 356 π.Χ..  Γονεῖς τοῦ ἦταν ὁ βασιλιὰς Φίλιππος Β' τῆς Μακεδονίας καὶ ἡ πριγκίπισσα Ὀλυμπιάδα τῆς Ἠπείρου. Πέθανε στὴν Βαβυλώνα, στὸ παλάτι τοῦ Ναβουχοδονόσορα Β' στις10 Ἰουνίου τοῦ 323 π.Χ., σὲ ἡλικία ἀκριβῶς 32 ἐτῶν καὶ 11 μηνῶν.

Βασιλιὰς τῆς Μακεδονίας, συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ πατέρα του, τοῦ Φιλίππου Β'. Ὁ Φίλιππος Β' ἦταν ἰδιαίτερα ἱκανὸς στρατηγός, πολιτικὸς καὶ διπλωμάτης, ἀναμορφωτὴς τοῦ μακεδονικοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ μακεδονικοῦ κράτους.

Ὁ Ἀλέξανδρος, ὁλοκλήρωσε τὴν ἐνοποίηση τῶν αὐτόνομων ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν τῆς ἐποχῆς, καὶ κατέκτησε σχεδὸν ὅλο τὸν γνωστὸ τότε κόσμο (Μικρὰ Ἀσία, Περσία, Αἴγυπτο κλπ), φτάνοντας στὶς παρυφὲς τῆς Ἰνδίας. Νίκησε τὸν Βασιλιὰ τῆς Περσίας Δαρεῖο Γ’ σὲ τρεῖς καθοριστικὲς μάχες σὲ Γρανικὸ Ποταμὸ (334 π.Χ. ),σὲ Ἰσσὸ (333 π. Χ. ) καὶ Γαυγάμηλα (331 π.Χ.).Κατέλυσε τὸ ἀπέραντο Περσικὸ Κράτος καὶ ἔγινε κύριος τῆς Ἀσίας. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἡ περσικὴ ἀπειλῆ ἦταν διαρκὴς ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων σὲ Μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα καὶ Μικρὰ Ἀσία (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Περσικῶν Πολέμων τὸ 492-479 π. Χ.),ἡ στάση τοῦ Ἀλεξάνδρου ἦταν καθοριστικὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς Ἑλλάδος. Βοήθησε νὰ μετατραπεῖ ἡ Ἑλλὰς σὲ Μείζονα Ἑλληνισμό.

Ἡ ἐπίδραση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση

Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔριξε τὸν φράχτη ποὺ χώριζε τὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀσία, ἔκανε τὴν Ἑλλάδα νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν τότε Οἰκουμένη καὶ μεταλαμπάδευσε τὸν Ἑλληνικὸ Πολιτισμὸ στὴν Ἀνατολή. Ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό του ἔγινε μυθικὸ πρόσωπο, ἀπὸ τὴν Ἰνδία μέχρι τὸν Ἀτλαντικό, ἀκολουθώντας διαφορετικὰ πρότυπα σὲ κάθε λαό. Οἱ Πέρσες φαντάστηκαν ὅτι ἦταν γιὸς τοῦ Δαρείου, ἐνῶ στὴν Αἴγυπτο ὅτι ἦταν γιὸς τοῦ Νεκτανεβώτου τελευταίου βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου. Στὴν Ἀραβοπερσικὴ παράδοση ὁ Ἀλέξανδρος ὀνομάζεται Σικαντὲρ στὰ περσικὰ καὶ Ἰσκαντὰρ στὰ ἀραβικὰ καὶ ἔχει τὴν προσωνυμία «Δίκερως» (Dhul-Qarnayn), λόγω τῆς ἐμφάνισής του σὲ νομίσματα μὲ κέρατα κριοῦ, κατὰ τὸ αἰγυπτιακὸ πρότυπο ἀφοῦ θεωροῦνταν γιὸς τοῦ Ἄμμωνα. Ὑπάρχουν ἀρκετὲς φυλὲς στὰ μέρη ποὺ πέρασε ὁ Ἀλέξανδρος ποὺ περηφανεύονται ὅτι εἶναι ἀπόγονοι στρατιωτῶν τοῦ Ἀλέξανδρου. Παράδειγμα εἶναι οἱ Καλᾶς στὴν περιοχὴ Πακιστᾶν-Ἀφγανιστᾶν.

Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρεται, σύμφωνα μὲ ἐρευνητές, μὲ τὸ ὄνομα Δίκερως καὶ στὸ Κοράνι στὴν σούρα al-Kahf (Ἡ Σπηλιά) (ΧVΙΙΙ, 82-110) ὡς μεγάλος βασιλιὰς ποὺ κατασκεύασε πύλες (ἴσως τὶς Κασπίες Πύλες) γιὰ νὰ προστατέψει τοὺς ἀθώους ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς βάρβαρους Γὼγ καὶ Μαγὼγ καὶ ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι ταξίδεψε ὡς τὸ μέρος ὅπου δύει ὁ Ἥλιος. Στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἱστορία σχετικὰ μὲ τὸ σφράγισμα τῶν πυλὼν ποὺ ἀφηγεῖται τὸ Κοράνι ὑπάρχουν καὶ στὰ προγενέστερα ἔργα τοῦ Ψευδοκαλλισθένη, τοῦ Ἰώσηπου, καὶ τοῦ Ἱερώνυμου. Ἐπίσης στοὺς στίχους 18:95 καὶ 18:98 παρουσιάζεται ὡς μονοθεϊστὴς καὶ ὁρισμένες φορὲς θεωρεῖται προφήτης τοῦ Ἰσλὰμ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι γενικὰ ἀποδεκτό.

Στοὺς Βυζαντινοὺς ἦταν δημοφιλεῖς οἱ ἱστορίες γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο, καὶ μάλιστα τὸν εἶχαν φανταστεῖ καὶ ὡς ἅγιο καὶ ἀσκητὴ καὶ νὰ ἔχει ἱδρύσει μοναστήρια στὴν ἔρημο. Πολλὲς παραδόσεις στὴν Ἑλλάδα δημιουργήθηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο, καὶ σὲ πολλὲς περιοχὲς διάφορα σημάδια τοῦ τόπου καὶ ἐρείπια, ἐπιδεικνύονταν σὰν νὰ «ἦταν τοῦ Ἀλέξανδρου». Σὲ κρητικὸ τραγούδι ὁ Ἀλέξανδρος παρουσιάζεται νὰ ἔχει ἐνώσει τὴν Μαύρη Θάλασσα μὲ τὴν Μεσόγειο ἀνοίγοντας τὸν Βόσπορο. Πολὺ διαδεδομένη ἐπίσης εἶναι ἡ παράδοση ποὺ παρουσιάζει τὴν γοργόνα ὡς ἀδερφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου νὰ ρωτᾶ τοὺς ναυτικοὺς ἂν «ζεῖ ὁ βασιλιὰς Ἀλέξανδρος» καὶ νὰ δέχεται σὰν ἀπάντηση μόνο τὸ «ζῆ καὶ βασιλεύει». Κατὰ τὴν Τουρκοκρατία τὸν 18ο αἰώνα ἕνα δημοφιλὲς ἀνάγνωσμα ἦταν ἡ «Φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξαντρου».

Στὴν Δύση ὁ Ἀλέξανδρος ἔγινε γνωστὸς ἀπὸ τὴν μετάφραση τοῦ ἔργου τοῦ Ψευδοκαλλισθένη, τὸν 3ο αἰώνα μὲ τὸ «Μυθιστόρημα τοῦ Ἀλεξάνδρου» δημιουργώντας ἕνα ἐπικὸ κύκλο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Ἀπὸ τὴν λατινικὴ μετάφραση αὐτοῦ προέκυψαν πολλὲς παραλλαγὲς σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη καὶ γενικὰ τὸν χριστιανικὸ καὶ ἰσλαμικὸ κόσμο τοῦ Μεσαίωνα. Τὸν 12ο αἰώνα ὁ Ἀλβέριχος ντὲ Μπεζανσὸν ἔγραψε ἐπικὰ ποιήματα μὲ κεντρικὸ πρόσωπο τὸν Ἀλέξανδρο καὶ ὁ ἱερέας Λάμπρεχτ ἕνα γερμανικὸ τραγούδι.

Μέχρι σήμερα τὸ ὄνομα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου εἶναι θρυλικὸ σὲ ὄλον τὸν Κόσμο καὶ ἀποτελεῖ σημεῖο διεκδίκησης γιὰ πολλοὺς ,μὲ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τοὺς παραχαράκτες τῆς Ἱστορίας καὶ γείτονές μας Σκοπιανοὺς .

 

 

11 Ἰουνίου 1835 : Πεθαίνει σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν ὁ Ναύαρχος Ἀνδρέας Μιαούλης 

Ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης - Βῶκος (Ὕδρα 20 Μαΐου 1769 - 11 Ἰουνίου 1835 Πειραιᾶς) ἦταν Ἕλληνας καραβοκύρης, δηλαδὴ πλοιοκτήτης, ὁ ὁποῖος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὡς διοικητὴς Ναύαρχος τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου, ἀλλὰ καὶ στὴν μετέπειτα πολιτικὴ ζωὴ τοῦ τόπου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἀνταρσία τῆς Ὕδρας κατὰ τοῦ Καποδίστρια, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πυρπόληση τοῦ ἐθνικοῦ στόλου στὸν Πόρο. Τὰ τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ τιμήθηκε πλεῖστες φορὲς ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Ὄθωνος, ἐνῶ συμπεριλήφθηκε καὶ στὴν τριμελῆ ἐπιτροπὴ ποὺ προσέφερε τὸ στέμμα στὸν νεαρὸ τότε Ὄθωνα. Ὑπῆρξε ὁ γενάρχης τῆς οἰκογένειας τῶν Μιαούληδων καὶ γιὸς του ἦταν ὁ μετέπειτα πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδας, Ἀθανάσιος Μιαούλης.

Τὸ πραγματικό του ἐπίθετο ἦταν Βῶκος ἢ Μπῶκος. Γιὰ τὸ παρωνύμιο Μιαούλης ὑπάρχουν δυὸ ἐκδοχές: Ἡ μία ὅτι τοῦ τὸ κόλλησαν οἱ ναῦτες του, ὅταν τοὺς ἔδινε τὴ διαταγὴ «Μία οὖλοι!» γιὰ νὰ κωπηλατοῦν συγχρόνως. Ἡ δεύτερη, ἀπὸ ἕνα τουρκικὸ μπρίκι ποὺ ἀγόρασε, μὲ τὴν ὀνομασία «Μιαούλ». Ὁ Μιαούλης ἦταν σχεδὸν ἀγράμματος, σύμφωνα μὲ τὸν ἱστορικὸ Κὰρλ Μέντελσον - Μπαρτόλντι, ἐν τούτοις ὑπερεῖχε σὲ εὐφυΐα καὶ ναυτικὴ τέχνη. Εἶχε ἀνεπτυγμένη τὴν αἴσθηση τοῦ καθήκοντος μέχρι ὑπερβολῆς, ποὺ πολλὲς φορὲς ἔφθανε στὰ ὅρια τῆς σκληρότητας γιὰ τοὺς ὑφισταμένους του.

Ἡ δράση τοῦ Ἀνδρέα Μιαούλη στὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας

Ἀπὸ τὰ ἐφηβικὰ τοῦ χρόνια, ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης ἀσχολήθηκε μὲ τὶς ναυτιλιακὲς ἐπιχειρήσεις. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὀνομαστοὺς κουρσάρους τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ἔκανε σεβαστὴ περιουσία κατὰ τὴ διάρκεια τῶν Ναπολεόντειων Πολέμων, ὅταν ἔσπαγε τὸν ναυτικὸ ἀποκλεισμὸ τῶν Ἄγγλων ὑπὸ τὸν ναύαρχο Νέλσον καὶ ἀνεφοδίαζε τὶς ἱσπανικὲς πόλεις. Τὸ 1816 ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης παρέδωσε τὶς ναυτιλιακὲς ἐπιχειρήσεις στὸ γιὸ του Δημήτριο καὶ ὁ ἴδιος ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο.

Κατὰ τὴν κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης στὴν Ὕδρα, στὶς 28 Ἀπριλίου 1821, ὁ Μιαούλης ὑπέγραψε μαζὶ μὲ ἄλλους πλοιοκτῆτες ἔγγραφο, μὲ τὸ ὁποῖο διέθεταν τὰ πλοῖα τους, ἀλλὰ καὶ θὰ ἀναλάμβαναν τὶς δαπάνες γιὰ τὶς ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Ἀγώνα. Τὸ φθινόπωρο τοῦ ἴδιου χρόνου ἀναλαμβάνει ναύαρχος τοῦ ὑδραίικου στόλου καὶ στὶς 28 Σεπτεμβρίου ἔρχεται ἀντιμέτωπος γιὰ πρώτη φορᾶ μὲ τουρκικὴ ναυτικὴ μοίρα στὴν Πύλο. Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1822 καταστρέφει μία τουρκικὴ φρεγάτα καὶ προξενεῖ ζημιὲς σὲ ἄλλα πλοῖα στὸ λιμάνι τῆς Πάτρας. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1823 ὁ Μιαούλης, ἐπικεφαλῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου, νικᾶ τοὺς Τούρκους στὸ Ἀρτεμίσιο καὶ τούς Ὠρεούς.

Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν (20 - 22 Ἰουνίου 1824), σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στὴν ἐξουδετέρωση τῆς τουρκικῆς δύναμης, ποὺ εἶχε παραμείνει στὸ νησὶ καὶ στὴν ἀνακατάληψή του, στὶς 3 Ἰουλίου. Στὶς 29 Αὐγούστου 1824, ὁ Μιαούλης, ἐπικεφαλῆς τοῦ ἑνωμένου ἑλληνικοῦ στόλου, καταναυμαχεῖ τὸν τουρκοαιγυπτιακὸ στὸν Γέροντα. Οἱ ἀπώλειες τοῦ ἐχθροῦ ἀνέρχονται σὲ 27 πλοῖα, ἀνάμεσά τους καὶ ἡ ἐπιβλητικὴ φρεγάτα «Ἀσία».

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου τὸ 1826 τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα ὑπὸ τὶς διαταγὲς του βοηθοῦν μὲ τὴν παροχὴ ἐφοδίων τοὺς πολιορκουμένους. Τὶς παραμονὲς τῆς Ἐξόδου, ὁ Μιαούλης ἀποτυγχάνει νὰ διασπάσει ἐπανειλημμένως τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς πόλης καὶ διαμηνύει στοὺς κατοίκους ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ καμιὰ βοήθεια ἀπὸ τὴ θάλασσα.

Τὸ 1827, μὲ ἀπόφαση τῆς Γ' Ἐθνοσυνέλευσης, ἡ ἀρχηγία τοῦ στόλου ἀνατίθεται στὸν Λόρδο Κόχραν καὶ ὁ Μιαούλης ὑποβιβάζεται σὲ πλοίαρχο. Ὅταν ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἀναλαμβάνει Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, ἀναθέτει στὸ Ἀνδρέα Μιαούλη τὴν ἀρχηγία τοῦ Στόλου τοῦ Αἰγαίου. Ἡ συνεργασία Μιαούλη - Καποδίστρια κράτησε ὡς τὸν Αὔγουστο τοῦ 1829, ὅταν οἱ δυὸ ἄνδρες ἦλθαν σὲ σύγκρουση γιὰ τὴν πολιτικὴ τοῦ Καποδίστρια ἀπέναντι στοὺς Ὑδραίους πλοιοκτῆτες, ποὺ ζητοῦσαν προνομιακὴ μεταχείριση σὲ ἀντάλλαγμα τῆς συμβολῆς τους στὸν Ἀγώνα.

Ὁ Μιαούλης, ἡγέτης πλέον τῆς ἀντικαποδιστριακῆς παράταξης, ὀξύνει τὴν κατάσταση καὶ ὁ Καποδίστριας διατάσσει τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς Ὕδρας ἀπὸ τὰ πλοῖα τοῦ ἐθνικοῦ στόλου ποὺ ναυλοχοῦν στὸν Πόρο. Ὁ Μιαούλης μαθαίνει τὸ σχέδιο καὶ καταλαμβάνει τὴ φρεγάτα «Ἑλλάς». Τὴν 1η Αὐγούστου 1831 ὁ Ρῶσος ναύαρχος Ρίκορτ ἐπιχειρεῖ νὰ καταστείλει τὴν ἐξέγερση καὶ ὁ Μιαούλης διατάσσει τὴν πυρπόληση τῶν πλοίων τοῦ στόλου. Ἡ ἀνατίναξη τῆς φρεγάτας «Ἑλλάς» καὶ τῆς κορβέτας «Ὕδρα» προκαλοῦν τὴν πανελλήνια κατακραυγή. Ἦταν μία, μαύρη στιγμὴ γιὰ τὸν Μεγάλο αὐτὸν Ἥρωα.

Μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ὄθωνα, ὁ Μιαούλης μὲ τὸν Κίτσο Τζαβέλα καὶ τὸν Δημήτριο Πλαπούτα ὁρίστηκαν μέλη τῆς ἐπιτροπῆς, ποὺ πῆγε στὸ Μόναχο γιὰ νὰ προσφέρει τὸ στέμμα στὸν πρῶτο βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας. Ἐπὶ Ὄθωνος, ὁ Μιαούλης ἀναλαμβάνει ἀρχηγὸς τοῦ Ναυτικοῦ Διευθυντηρίου μὲ τὸν βαθμὸ τοῦ ναυάρχου, ἐνῶ τὸ 1834 διορίζεται Σύμβουλος Ἐπικρατείας καὶ γενικὸς ἐπιθεωρητὴς τοῦ Στόλου.

Ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης πέθανε στὴν Ἀθήνα στὶς 11 Ἰουνίου 1835. Ἐτάφη στὸν Πειραιά, στὴ δεξιὰ ἀκτὴ τοῦ λιμανιοῦ, ποὺ ὀνομάστηκε Ἀκτὴ Μιαούλη. Ἀργότερα, ἔγινε ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν του σὲ τάφο στὴν εἴσοδο τῆς Σχολῆς Ναυτικῶν Δοκίμων.

 

Στὶς 24 Ἰουνίου 1798 πεθαίνει μαρτυρικὰ ὁ Ρήγας Φεραῖος καὶ οἱ ἀγωνιστὲς σύντροφοί του

Ὁ Ρήγας συνελήφθη στὴν Τεργέστη ἀπὸ τοὺς Αὐστριακοὺς τὴν 1η Δεκεμβρίου τοῦ 1797 μαζὶ μὲ τὸν Περραιβό. Κατόπιν ὁδηγήθηκε στὴ Βιέννη, στὶς 14 Φεβρουαρίου 1798, ὅπου ἀνακρίθηκε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη τῶν ἀνακρίσεων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς συνεννοήσεις μὲ τὸν Σουλτάνο, ἦταν νὰ ἐκτοπισθοῦν ἀπὸ τοὺς συλληφθέντες οἱ Αὐστριακοὶ καὶ ἄλλων ἐθνοτήτων ὑπήκοοι γιὰ νὰ δικαστοῦν ἀπὸ τὶς Αὐστριακὲς ἀρχές, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ποὺ ἀπελάθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὴν Ὀθωμανικὴ ἐπικράτεια γιὰ νὰ ὑποστοῦν τὶς κυρώσεις τοῦ Σουλτάνου. Ὁ Ρήγας (41 χρονῶν) καὶ οἱ ἑπτὰ σύντροφοί του ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἴδια κατηγορία, ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης (31 χρονῶν, ἔμπορος ἀπὸ τὴ Χίο), ὁ Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονῶν, γιατρὸς ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα), ὁ Ἀντώνιος Κορωνιὸς (27 χρονῶν, ἔμπορος καὶ λόγιος ἀπὸ τὴ Χίο), ὁ Ἰωάννης Καρατζᾶς (31 χρονῶν, λόγιος ἀπὸ τὴ Λευκωσία τῆς Κύπρου), ὁ Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονῶν, ἔμπορος ἀπὸ τὴν Σιάτιστα), ὁ Ἰωάννης Ἐμμανουὴλ (24 χρονῶν, φοιτητὴς τῆς ἰατρικῆς ἀπὸ τὴ Καστοριά) καὶ ὁ Παναγιώτης Ἐμμανουὴλ (22 χρονῶν, ἀδερφὸς τοῦ προηγούμενου καὶ ὑπάλληλός του Ἀργέντη), μὲ συνοδεία τῶν αὐστριακῶν ἀρχῶν παραδόθηκαν στὶς 10 Μαΐου 1798 στοὺς Τούρκους τοῦ Βελιγραδίου καὶ φυλακίστηκαν στὸν πύργο Nebojsa  (Νεμπόισα), παραποτάμιο φρούριο τοῦ Βελιγραδίου. Ἐκεῖ, ὕστερα ἀπὸ συνεχῆ βασανιστήρια, στὶς 24 Ἰουνίου τοῦ 1798, στραγγαλίστηκαν καὶ τὰ σώματά τους ρίχτηκαν στὸν Δούναβη. Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι μόλις μαθεύτηκε ἡ σύλληψη τοῦ Ρήγα πολλοὶ ἔκανα ἔκκληση, στὸ σουλτάνο Σελὶμ Γ΄, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ὁ φίλος του Ρήγα, Ὀσμᾶν Πασβανόγλου, ἡγεμόνας τοῦ Βιδινίου καὶ ὁ Ἀλὴ Πασὰς ἀλλὰ μάταια.

Ποιὸς ἦταν ὁ  Ρήγας Φεραῖος

Ὁ Ρήγας Φεραῖος, ὁ ἐπονομαζόμενος Βελεστινλής, θεωρεῖται ἐθνομάρτυρας καὶ πρόδρομός της Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἀντώνιος Κυριαζής, ὁ ἴδιος ὑπέγραφε ὡς Ρήγας Βελεστινλὴς ἢ Ρήγας ὁ Θεσσαλὸς

Γεννήθηκε στὸ Βελεστίνο, τὶς ἀρχαῖες Φερές, τὸ 1757, ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια.

Ἀπὸ τὴν νεανική του ζωὴ τὰ μόνα γνωστὰ εἶναι ὅτι ἡ μητέρα τοῦ ὀνομαζόταν Μαρία καὶ φέρεται πὼς εἶχε μία ἀδελφὴ τὴν Ἀσήμω. Ἀναφέρεται πὼς εἶχε καὶ ἕνα ἀδελφό, ὁ ὁποῖος μάλιστα συμμετεῖχε στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὅμως ἡ παράδοση δὲν διέσωσε τὸ ὄνομά του. Τὰ νεανικὰ χρόνια του Ρήγα Φεραίου εἶναι δύσκολο νὰ ἀνιχνευθοῦν τὰ πραγματικὰ γεγονότα. Τὰ πρῶτα του γράμματα λέγεται ὅτι τὰ διδάχθηκε ἀπὸ ἱερέα τοῦ Βελεστίνου καὶ κατόπιν στὴ Ζαγορά. Καθὼς διψοῦσε γιὰ μάθηση, ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε στὰ Ἀμπελάκια γιὰ περαιτέρω μόρφωση.

Ὅταν ἐπέστρεψε, ἔγινε δάσκαλος στὴν κοινότητα Κισσοῦ Πηλίου. Στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν σκότωσε στὸ Βελεστίνο ἕναν Τοῦρκο πρόκριτο, ἐπειδὴ τοῦ εἶχε συμπεριφερθεῖ δεσποτικά, καὶ κατέφυγε στὸ Λιτόχωρο τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου κατατάχθηκε στὸ σῶμα τῶν ἁρματολοῦ θείου του Σπύρου Ζήρα. Ἀργότερα βρίσκεται στὸ Ἅγιον Ὅρος, φιλοξενούμενος τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Βατοπεδίου, Κοσμᾶ μὲ τὸν ὁποῖο καὶ ἀνέπτυξε στενὴ φιλία. Στὸ Ἅγιον Ὅρος ἔμεινε πολὺ λίγο.

Ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πρέσβη τῆς Ρωσίας γιὰ σπουδές, στὴν οἰκία τοῦ ὁποίου γνώρισε τὸν Πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη. Στὴν Πόλη διεύρυνε τὶς σπουδές του στὴ Γαλλικὴ καὶ τὴ Γερμανικὴ γλώσσα. Ὅταν ὁ Ὑψηλάντης ἔφυγε γιὰ τὸ Ἰάσιο, προκειμένου νὰ γίνει ἡγεμόνας τῆς Μολδαβίας, ὁ Ρήγας τὸν ἀκολούθησε. Διαφωνώντας μὲ τὸν Ὑψηλάντη ἔγινε γραμματέας τοῦ ἡγεμόνα τῆς Βλαχῖας Νικόλαου Μαυρογένη καὶ ταξίδεψε γιὰ τὸ Βουκουρέστι, ὄντας πλέον στὴν ἡλικία τῶν 30 χρόνων. Μετὰ τὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο καὶ τὴν ἥττα τῆς Τουρκίας ὁ Μαυρογένης ἀποκεφαλίστηκε ὡς ὑπαίτιος της ἥττας καὶ ὁ Ρήγας κατέφυγε στὴ Βιέννη, τὴν ὁποία ἔκανε ἕδρα τῆς ἐπαναστατικῆς δράσης του.

Στὴ Βιέννη συνεργάτες του ἤσαν κυρίως Ἕλληνες ἔμποροι ἢ σπουδαστές, ἀλλὰ οἱ σημαντικότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν οἱ ἀδελφοὶ Πούλιου, ἀπὸ τὴ Σιάτιστα τῆς Μακεδονίας, τυπογράφοι.

Στὸ τυπογραφεῖο τους τύπωσε τὴν ἐπαναστατική του προκήρυξη σὲ χιλιάδες ἀντίτυπα, προκειμένου νὰ μοιραστοῦν στοὺς Ἕλληνες τῶν ὑπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχῶν τῶν Βαλκανίων. Ὁ Ρήγας ἀπέβλεπε στὴν ἀπελευθέρωση καὶ ἐνοποίηση ὅλων τῶν Βαλκανικῶν λαῶν καὶ φυσικὰ ὅλου του ἑλληνικοῦ στοιχείου ποὺ ἦταν διασκορπισμένο στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὰ εὐρωπαϊκὰ κέντρα. Ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν εὐρωπαϊκὸ Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιὰ στὴν ἀνάγκη τῆς ἐπαφῆς τῶν Ἑλλήνων μὲ τὶς νέες ἰδέες ποὺ σάρωναν τὴν Εὐρώπη καὶ αὐτὸ τὸν ὤθησε στὴ συγγραφὴ ἢ μετάφραση βιβλίων σὲ δημώδη γλώσσα καὶ τὴ σύνταξη τῆς Χάρτας, ἑνὸς μνημειώδους γιὰ τὴν ἐποχὴ του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, ποὺ ἀποτελεῖτο ἀπὸ ἐπὶ μέρους τμήματα. Παράλληλα μὲ τὶς ἐκδοτικές του δραστηριότητες, ὁ Ρήγας προετοίμαζε καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Αὐστρία, κυρίως ἐξαιτίας τοῦ ἐπαναστατικοῦ κλίματος ποὺ εἶχε καλλιεργήσει ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τῆς διάθεσής του νὰ ἐνισχύσει τὶς προσπάθειες τοῦ Ναπολέοντα. Ἡ ὅλη προσπάθεια τελείωσε μὲ τὴν σύλληψη τοῦ Ρήγα καὶ τῶν συνεργατῶν του καὶ τὴν τραγική τους ἐξόντωση .

Ὅμως δικαίως κέρδισε μία θέση αὐτὸς καὶ οἱ σύντροφοί του στὸ Πάνθεον τῶν Ἡρώων τῆς Ἑλλάδος. Τὸ ὄνομα τοῦ Ρήγα Φεραίου συνδέθηκε μὲ τὴν Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ,ποὺ ξέσπασε 23 χρόνια μετὰ .Σήμερα τὸ ὄνομα του τιμᾶται μὲ ὀνοματοθεσίες ὁδῶν καὶ ἀνδριάντες ὡς ἐλάχιστη τιμὴ στὴν Ἐθνική του Δράση.