Αναμένοντας την 110η επέτειο μνήμης της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου


ΛΕΓΩ ΣΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΝΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑ ΥΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑΙ!
Να τους σέβονται γιατί όπως αυτοί αγωνίστηκαν για να διώξουν τον τούρκο καταχτητή και οι πρόγονοί μας, επειδή το γένος τους Έλληνες, αγωνίστηκαν για να διώξουν τον ίδιο καταχτητή. Αν λάβουν υπόψη την ιστορία τους, είχαν κηρύξει μεν την ανεξαρτησία τους, αλλά σώματι και ψυχή η τούρκικη επιρροή κάθονταν σταυροπόδι! Να γιατί οι πρόγονοί μας στράφηκαν και εναντίον τους! Εκτός του ότι χρωστούν στους προγόνους μας, ως πρότυπο για το πώς κερδίζεται η ελευθερία!

Να υποκλίνονται και οι Έλληνες για τις αμαρτίες τους, καθώς από το 1913 και μετά τους είχαν παραδώσει έρμαιο, χωρίς την συγκατάθεση τους. Και πότε; Όταν το 1821 είχαν θυσιαστεί για την απελευθέρωσή τους, όταν και υπόδουλοι στη συνέχεια, με τις ευεργεσίες τους! Η «ΟΜΟΝΟΙΑ» θα υποκλιθεί στην μνήμη τους ή ΑNAMENOYME; Ας έχει υπόψη της ότι, όπως οι Αλβανοί μνημονεύουν τις εθνικές τους επετείους, όπως και οι Έλληνες μνημονεύουν τις εθνικές τους επετείους, χρέος τους (όπως και χρέος μας) να λάβουν υπόψη τους και τις δικές μας!

ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ 110η ΕΠΕΤΕΙΟ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ!

ΜΑΣ ΣΤΕΡΗΣΑΤΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΚΗΡΥΤΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ!
Θαρραλέο το επιχείρημα! Κατά την άποψή μου ο ξεσηκωμός έπρεπε να ήταν διμέτωπος. Όσο επίμονος παρουσιαζόταν στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο, γνωρίζοντας ότι και ο ελληνικός λαός στήριζε αυτό τον αγώνα, τόσο επίμονος έπρεπε να ήταν και εναντίον της κυβέρνησης της Αθήνας. Πάντως, πριν ξεκινήσει η εκκένωση των περιοχών από τον ελληνικό στρατό η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας Αργυροκάστρου, με πρόεδρο τον μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, θεωρώντας προδοτική τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, αποφάσισε την σύγκληση Πανηπειρωτικής Συνέλευσης.
Στις 10 Ιανουαρίου 1914 η Συνέλευση, απευθυνόμενη προς τους προέδρους των Επιτροπών Εθνικής Αμύνης Ιωαννίνων, Φιλιππιάδας, Πρεβέζης, Παραμυθιάς, Φιλιατών, Κόνιτσας, Μετσόβου, Λεσκοβικίου, Κολώνιας, Κορυτσάς, Πρεμετής, Πωγωνίου, Χειμάρρας, Δελβίνου και στην εφημερίδα «Ήπειρος Ιωάννινα», κοινοποίησε την απόφασή της και τους ζήτησε να συμμετάσχουν στις εργασίες της στο Αργυρόκαστρο, με τριμελή αντιπροσωπεία.
Αντίξοες μεν οι καιρικές συνθήκες, πολλά και τα εμπόδια εκ μέρους της τοπικής αστυνομίας, και κάποιων παραγόντων του ελληνικού στρατού. Eντούτοις η Συνέλευση πραγματοποιήθηκε επιτυχώς. Τόνωσε στον ύψιστο βαθμό το ηθικό των Βορειοηπειρωτών και αποφάσισε να στείλει διαμαρτυρία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, γνωστοποιώντας τους ότι ο Ηπειρωτικός λαός δεν θα υποτασσόταν στις αποφάσεις τους. Θα ανακήρυττε την ανεξαρτησία του και θα αγωνιζόταν υπέρ των παραδόσεων και δικαίων του. Οι μετέπειτα εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Ο μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, εξουσιοδοτημένος από την «Επιτροπή της Συνέλευσης», απευθύνθηκε με επιστολή προς τον στρατηγό Δαγκλή, ζητώντας να θέσει τις υπηρεσίες του στην σωτηρία της καταδικασθείσας Ηπείρου. Παρόμοια επιστολή απηύθυνε και ο μητροπολίτης Αργυροκάστρου, ζητώντας του να τεθεί επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων του Βορειοηπειρωτικού αγώνα.
Αρνούμενος όμως ο στρατηγός Δαγκλής (ο Αρβανίτης στρατηγός, όπως τον αποκαλούσε ο Βενιζέλος) ο μητροπολίτης Αργυροκάστρου (ως πρόεδρος) και ο Γ. Χατζής (ως γραμματέας) εκ μέρους της Επιτροπής, απευθύνθηκαν με επιστολή προς τον Νιβιτσιώτη αντισυνταγματάρχη του Ελληνικού στρατού Δημήτριο Δούλη,, ο οποίος απεδέχθη την πρόσκληση και από την Χιμάρα όπου βρισκόταν, αναχώρησε για το Αργυρόκαστρο. Εν τω μεταξύ ο αρχηγός της ηρωικής Χιμάρας, ο Σπυρομήλιος, στις 9 του Φλεβάρη 1914, κήρυξε την αυτονομία της, κυκλοφορώντας και σχετική προκήρυξη, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε: «Οι αξιωματικοί και οι στρατιώται οι μεθ’ ημών πολεμήσαντες δια τα Ακροκεραύνια και την Ήπειρον είναι ελεύθεροι ν’ αποφασίσωσιν μεταξύ του καθήκοντος της πειθαρχίας και του εθνικού. Δύνανται να μας βοηθήσωσιν, αλλά δύνανται και να μας φονεύσωσιν. Ποτέ όμως δεν θα δεχθώμεν να μας παραδώσωσι δεσμίους. Εξορκίζων υμάς, Χειμαρριώται να πειθαρχείτε εις τον αρχηγόν, υπακούοντες εις την Αυτόνομον Ήπειρον, επικαλούμαι την βοήθειαν του Θεού και την εγνωσμένην ανδρείαν σας».

«Ζήτω ο Ελληνισμός, Ζήτω η Αυτόνομος Ήπειρος!»

Το γεγονός αυτό αναστάτωσε την ελληνική κυβέρνηση. Μη γνωρίζοντας ότι ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης είχε δεχθεί να ηγηθεί του αγώνα για την ανακήρυξη της Αυτονομίας, την επόμενη της ανακήρυξης της Χιμάρας, ως Αυτόνομη περιοχή, διέταξε τον διοικητή του Ε΄ Σώματος Στρατού στα Ιωάννινα, να προβεί στην σύλληψη του Σπυρομήλιου. Στις 11 του Φλεβάρη 1914 η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης Αργυροκάστρου, αποτελούμενη από τους Ζιούστη, Λαμποβιτιάδη, Ζωγράφο, Νότη, Νότσικα, Ντίλιο, Δήμα και Τσάκο, έστειλε στην κυβέρνηση το παρακάτω υπόμνημα: «Αφού δεν δύναται να ανεχθεί, να μη θελήσει να βλάψη εγκολάπτουσα ούτω εις το έθνος αιώνων στίγμα απέναντι της Ιστορίας. Και προσεπιδηλούμεν, ότι τίποτε δεν θα ισχύσει να αποτρέψη τον Βορειοηπειρωτικόν λαόν από την απόφασιν του να αμυνθή μέχρις εσχάτων».

ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΥΠΟ ΤΟΝ Γ. Χ. ΖΩΓΡΑΦΟ.
Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις της ελληνικής κυβέρνησης, με το θα «εφαρμόσετε τις αποφάσεις μας», για κάθε δραστηριότητα των Βορειοηπειρωτών ο άλλοτε υπουργός εξωτερικών της, ο Γεώργιος Χ. Ζωγράφος, ανταποκρίθηκε στην έκκληση της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης Αργυροκάστρου και τέθηκε επικεφαλής του αγώνα για ανεξαρτησία. Αμέσως μετά την άφιξή του στο Αργυρόκαστρο, στις 15 του Φλεβάρη 1914, προέβη σε σχηματισμό Προσωρινής κυβέρνησης, η πρώτη κίνηση της οποίας ήταν η ανακήρυξη με τρόπο πανηγυρικό της Αυτονομίας στο Αργυρόκαστρο, ώστε να τονώνονταν και το ηθικό του λαού. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, πληροφορημένη από τις στρατιωτικές αρχές για το γεγονός, έδωσε ρητή εντολή να παρεμποδίσουν κάθε εκδήλωση περί Αυτονομίας. Άλλο αν οι αστυνομικές και οι στρατιωτικές αρχές, οι οποίες βρίσκονταν σε επιφυλακή στην πόλη, δεν έλαβαν υπόψη τους την εντολή και απέφυγαν να παρεμποδίσουν την εκδήλωση.

Η Ε. Μαντά, για την οποία έγινε αναφορά στην προηγούμενη ανάρτηση, για την εκδήλωση επισημαίνει τα παρακάτω: «Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 στο Αργυρόκαστρο, συνήλθε εκ νέου η Πανηπειρωτική Συνέλευση, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλες τις επαρχίες που προορίζονταν για ενσωμάτωση στο αλβανικό κράτος και μέσα σε πανηγυρικό κλίμα ανακήρυξε την «Αυτόνομη Πολιτεία της Βορείου Ηπείρου», με έδρα το Αργυρόκαστρο. Η Συνέλευση διόρισε επίσημα την Προσωρινή Κυβέρνηση με Πρόεδρο τον Γεώργιο Ζωγράφο και μέλη τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα, και Κορυτσάς Γερμανό. Αργότερα, στις 23 του μήνα, έφτασαν στο Αργυρόκαστρο και προστέθηκαν στην κυβέρνηση οι Αλέξανδρος Καραπάνος, ως υπουργός Εξωτερικών, Ιωάννης Παρμενίδης, ως υπουργός Οικονομικών, Δημήτριος Δούλης ως υπουργός Στρατιωτικών και ο Γεώργιος Δούμας, ως αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Αθήνα». Μια ημέρα αργότερα ο Ζωγράφος, την 18η του Φλεβάρη, αφού απηύθυνε σχετική προκήρυξη προς τον βορειοηπειρωτικό λαό για την ανακήρυξη της Αυτονομίας, γνωστοποίησε και στην Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου τον διορισμό του, ως προέδρος της Προσωρινής κυβέρνησης της Αυτονόμου Ηπείρου. Τόνιζε επίσης ότι οι Ηπειρώτες θα θεωρούσαν εχθρική ενέργεια κάθε προσπάθεια της αλβανικής χωροφυλακής να περάσει τα σύνορά τους, οπότε θα απαντούσαν με τα όπλα. Ως περιοχές ελεγχόμενες από την Προσωρινή κυβέρνηση, εκτός από το Αργυρόκαστρο θεωρούνταν οι πόλεις Χιμάρα, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα και Πρεμετή.

Αφήστε την φαντασία σας να πλεύσει στα άδυτα της ψυχής και της ψυχοσύνθεσης αυτής της εκπροσώπησης και των παρευρισκόμενων, σε αυτή την ανεπανάληπτης ιστορικής σημασίας τελετή! Στοχαστείτε για το θάρρος, την αντρειοσύνη και το απερίγραπτο ηθικό τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις μεθεπόμενες εξελίξεις! Βρισκόμενοι μεταξύ δύο μισαλλόδοξων εχθρών τους, της κυβέρνησής της Ελλάδας και των αλλόθρησκων γειτόνων, οι οποίοι αγωνίζονταν για δικό τους κράτος, κατόρθωσαν με την κάνη των όπλων και τις ξιφολόγχες τους το ακατόρθωτο, την ανεξαρτησία τους!

Η κήρυξη της Αυτονομίας είχε προηγηθεί και σε άλλες πόλεις της Βορείου Ηπείρου, όπως:

Στις 9 του Φλεβάρη στην Χιμάρα, από τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο, ο οποίος είχε συμπαρασύρει στην κίνησή του όχι μόνο εθελοντικά σώματα, αλλά και τις εκεί εγκατεστημένες ελληνικές αρχές. Την ίδια μέρα κυκλοφόρησε και προκήρυξη, στην οποία δήλωνε ότι, εφόσον οι Βορειοηπειρώτες δε μπορούσαν να ενωθούν με την Ελλάδα, είχαν αποφασίσει να ζήσουν μόνοι τους ελεύθεροι. Ενώ στις 16 του Φλεβάρη η σημαία της αυτονομίας υψώθηκε στο Δέλβινο και τους Αγίους Σαράντα. Εντωμεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, για να προλάβει οποιοδήποτε επεισόδιο στο λιμάνι των Αγ. Σαράντα, καθώς το είχε αποκλείσει με τα πλοία «Αλφειός» και «Ευρώτας», για να εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια εφοδιασμού με όπλα, με ρουχισμό και τα προς το ζην για τους επαναστάτες και τον πληθυσμό, μαζί να απόδειχνε και στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δεν ευνοούσε το κίνημα των Ηπειρωτών, μετά από έντονες διαμαρτυρίες του Ζωγράφου, διέταξε την άμεση απομάκρυνσή τους.
Στις 18 του Φλεβάρη το παράδειγμα των ανωτέρω πόλεων, περί κήρυξης της Αυτονομίας, το ακολούθησε η Πρεμετή και στις 20 του Φλεβάρη το Λεσκοβίκι.
Το κίνημα των Βορειοηπειρωτών δεν είχε μεν την στήριξη του ελληνικού κράτους, είχε όμως τη στήριξη ιδιωτών και εθελοντών από αρκετές περιοχές της Ελλάδας, όπως αποδήμων, Μακεδόνων, των 60 τελειόφοιτων της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, ακόμα και αξιωματικών και οπλιτών του ελληνικού στρατού, οι οποίοι αρνούμενοι να συμβιβαστούν με την επίσημη πολιτική της κυβέρνησης, συντάχθηκαν στις τάξεις των Αυτόνομων. Ιδιαίτερη στήριξη είχαν από την γενέτειρα του Βενιζέλου, την Κρήτη, η οποία συγκρότησε και αποστολή σωμάτων, υπό τους Μανούσο Κούνδουρο, τον γενικό διοικητή Λουκά Κανανάρη-Ρούφο και τον πρόεδρο της κρητικής Βουλής Αντώνιο Μιχελιδάκη, ο οποίος με άρθρα του στον τύπο παρακινούσε τον κόσμο για στήριξη και συμμετοχή στην Επανάσταση. Το ίδιο σημαντική ήταν η ανταπόκριση της Μάνης, της Αιτωλοακαρνανίας και άλλων περιοχών της Ελλάδας.

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΟΥΛΗ.

Άρχισε στις 20 του Φλεβάρη, με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης. Στην συζήτηση ο Βενιζέλος δέχτηκε οξεία επίθεση για την απόσυρση του ελληνικού στρατού από την Βόρειο Ήπειρο, καθώς και για την προσπάθεια να παρεμποδίσει τον αγώνα των Βορειοηπειρωτών και κυρίως:
Δεν επέτρεψε την μετάβαση δυνάμεων που έσπευδαν να συνδράμουν τον αγώνα, απαγόρευσε τη χρήση των τηλεγραφικών γραμμών, απαγόρευσε τη συλλογή και αποστολή χρημάτων και εξοπλισμού, παρεμπόδισε την αλληλογραφία Βορειοηπειρωτών με Ηπειρώτες που κατοικούσαν εντός των συνόρων της Ελλάδας, απαγόρευσε στην Αθήνα συλλαλητήρια υποστήριξης του αγώνα κ.λ.π. Δηλαδή όχι μόνο είχε καταδικάσει τους Βορειοηπειρώτες στο υπό σύσταση αλβανικό κράτος, τους επέβαλε και τον πλήρη αποκλεισμό με την Ελλάδα!

Ερωτώ: Μήπως ο άλλοτε δικτάτορας Ε. Χότζα εμπνεύστηκε από αυτή την πολιτική, οπότε την εφάρμοσε πιο αργά, δηλ. τον πλήρη αποκλεισμό των Βορειοηπειρωτών από την Ελλάδα, πιστεύοντας ότι θα τους αφομοίωνε πιο εύκολα; Υπάρχει διαφορά όμως, καθώς ο μεν Έλληνας Βενιζέλος πειραματιζόταν την πολιτική του στους περίπου 200.000 Έλληνες συμπατριώτες του, ενώ ο δε Αλβανός, Ενβέρ, εφάρμοζε το επιχειρείν του Έλληνα Βενιζέλου, προς όφελος όμως των συμπατριωτών του Αλβανών.

Στην Βουλή των Ελλήνων λοιπόν: Στις 20 του Φλεβάρη του 1914 άρχισε η συζήτηση, με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, για την κατάσταση που βίωνε ο καθ’ όλα αποκομμένος από τον κορμό του Βορειοηπειρωτικός ελληνισμός, με το «έτσι θέλω» του αείμνηστου Βενιζέλου και της κυβέρνησής του. Η αντιπολίτευση, λοιπόν, με επερώτηση προς τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, ζήτησε πειστικές απαντήσεις, ώστε να πείθονταν η Εθνική Αντιπροσωπία και η κοινή γνώμη, καθώς αδυνατούσαν να κατανοήσουν προς τι η καταδίκη του Βορειοηπειρωτικού ελληνισμού!
Πρώτος από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης αγόρευσε ο Δημήτριος Ράλλης, πρώην πρωθυπουργός και τότε βουλευτής Αρκαδίας, ο οποίος σε απόσπασμα από την ομιλία του αναφέρει τα εξής: «…δεν είναι δυνατόν την στιγμήν κατά την οποίαν ο Ελληνικός στρατός αποχωρεί εκ των αιματοβρέκτων εκείνων χωμάτων τα οποία κατελάβομεν και ανεκτήσαμεν, δεν είναι δυνατόν, λέγω, ή να συγκινήται δια το πάθημα, το οποίον υφίσταται το Ελληνικόν Έθνος εκ της τοιαύτης αποχωρήσεως του στρατού, εγκαταλείποντες όπισθεν αυτού εις την τύχην των πληθυσμούς ακραιφνώς ελληνικούς υπέρ τας 200.000. Εμείωσαν τους πληθυσμούς αυτούς κατ’ αριθμόν και έφερον προς τούτο και στατιστικάς εκ Τουρκίας, αι οποίαι περιορίζουσι τους πληθυσμούς εις 130.0000, αλλ’ οι πληθυσμοί ούτοι κατά τας μάλλον ατελείς πληροφορίας, τας οποίας δυνάμεθα να έχωμεν, υπερβαίνουν τας 200.000. Αυτοβούλως ή κατόπιν πιέσεως-διότι τούτο θα το κρίνωμεν μόνον μετά τας δηλώσεις του αξιοτίμου Προέδρου της Κυβερνήσεως, η Ελληνική Κυβέρνησις παρεχώρησεν ή υπεχώρησεν; Εάν δεν παρεχώρησε τους πληθυσμούς εκείνους, υπεχώρησεν όμως εις την αξίωσιν, όπως αποχωρήσει εκήθεν ο Ελληνικός στρατός. Αποχωρεί δε ο Ελληνικός στρατός εξ όλων εκείνων των ανακτηθέντων τμημάτων του Ελληνισμού, αφήνων αυτά εις την τύχην των, αφήνει ο Ελληνικός στρατός τους πληθυσμούς εκείνους εις την τύχην των, διότι μόνον μετά την αποχώρησιν αυτού, μετά την έναρξιν, εκείνων της αποχωρήσεως αυτού ήρξαντο αι διαπραγματεύσεις περί των εγγυήσεων εκείνων, αι οποίαι από πολλού έπρεπε να έχωσιν ασφαλισθή υπέρ των πληθυσμών …».

Και μόνο το παραπάνω απόσπασμα αποδεικνύει ότι η Βουλή των Ελλήνων δεν ήταν καν εις γνώση για τις μονομερείς ενέργειες του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του, εις βάρος της διχοτόμησης μιας αρχαίας ελληνικότατης πατρίδας, της πατρίδας του βασιλέως Πύρρου, συμπεριλαμβάνοντας και τον καθ’ όλα ελληνικότατο πληθυσμό της.
Μετά την αγόρευση του βουλευτή Αρκαδίας, τον λόγο πήρε ο πρωθυπουργός, ο οποίος προσπάθησε να αιτιολογήσει την απόφασή του, περί της αποχώρησης του ελληνικού στρατού από τα πάτρια εδάφη (απελευθερωμένα εδάφη), προτάσσοντας (δήθεν) το γενικότερο συμφέρον, όπως την ενσωμάτωση κάποιων ελληνικών νησιών του Αιγαίου, «τα οποία ήδη είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό».

Έχει μεγάλη σημασία ο αναγνώστης να λάβει υπόψη την ροή των γεγονότων όπως είχαν εξελιχθεί αρχικά, δηλαδή την πλήρη στήριξη της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας από την ελληνική κυβέρνηση, επίσης το πότε ήρθε στο προσκήνιο η υπόθεση των νησιών, όπως διευκρινίζεται και στο βιβλίο!

Απόσπασμα από το βιβλίο «ΦΑΚΕΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ» του Τ. Λαχανά

(https://apenadi.blogspot.com/2024/01/aytonomias-voreiou-epeirou.html)