H ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920


Τὰ πρῶτα χρόνια μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνεξάρτητου ἀλβανικοῦ κράτους, στὴν χώρα ἐπικρατοῦσε χάος. Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920, εἶχε ἐκδηλωθεῖ τὸ ἀποσχιστικὸ κίνημα τῶν Μιρδιτῶν καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ φύλαρχου Ἀχμὲτ Ζώγου στὰ Τίρανα, ὅπου κατέλυσε τὴν ἀντιβασιλεία τοῦ Ἀκὺφ Πασᾶ. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, o Ζώγου ἔγινε πρωθυπουργὸς καὶ ἀντιμετώπισε μὲ ἐπιτυχία τὴν ἐξέγερση τῶν Μπαϊρᾶν Τσούρη καὶ Χαμὶτ Τοπτάνη1. Μόλις, κατεστάλη τὸ κίνημα αὐτό, ξέσπασε νέο στὸ Δυρράχιο, τὸ ὁποῖο ἀπέτυχε ὕστερα ἀπὸ παρέμβαση τοῦ Βρεταννοῦ πρέσβη. Ὁ τελευταῖος «ἔπεισε» τὸν ἐπικεφαλῆς τῆς ἐξεγέρσεως νὰ ἐπιστρέψει σπίτι του! Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1923, ὁ Τσούρη ἐξεγέρθηκε ἐκ νέου καὶ πάλι δίχως ἀποτέλεσμα. Ἀκολούθως, διεξήχθησαν ἐκλογὲς καὶ τὰ ἡνία τῆς χώρας ἀνέλαβαν οἱ Σεφκὲτ Βαρλάτση καὶ Βρυώνης. Ὁ Ζώγου κατέφυγε στὴ Σερβία ἀλλὰ ἐπανέκαμψε τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἐπικεφαλῆς ἑνὸς ἑτερόκλητου «ἀπελευθερωτικοῦ» στρατοῦ. Τὸ κίνημα τοῦ Ζώγου ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὸ Βελιγράδι καὶ οἱ 2.500 περίπου στρατιῶτες του κατέβαλαν τὰ στρατεύματα τοῦ τότε ἰσχυροῦ ἄνδρα τῆς χώρας (καὶ φίλου της Ρώμης) Fan Noli.

Ὁ Ζώγου ἐπέβαλε ἕνα στυγνὸ ἀπολυταρχικὸ καθεστὼς καὶ προχώρησε στὴν ἐξόντωση τῶν πολιτικῶν του ἀντιπάλων (Γκουρακούμι, Μπαϊρᾶν Τσούρη, Τσένα Βέη κ.α.). Τὴν 31η Ἰανουαρίου 1925, ὁ Ζώγου αὐτοανακηρύχθηκε πρόεδρος τῆς χώρας. Ὁ νέος ἰσχυρὸς ἄνδρας τῆς Ἀλβανίας προσεταιρίσθηκε τὸ μουσουλμανικὸ στοιχεῖο, ἐγκαταλείποντας τοὺς ἕως τότε ὑποστηρικτὲς του ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ἡ συνεχὴς εὔνοια τοῦ νέου καθεστῶτος πρὸς τοὺς μουσουλμάνους τῆς κεντρικῆς Ἀλβανίας διετάραξε σοβαρῶς τὴν εὔθραυστη ἰσορροπία μεταξὺ τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν καὶ φυλετικῶν ὁμάδων. Ἡ οἰκονομικὴ δυσπραγία καὶ ἡ ἀφερεγγυότητα τοῦ καθεστῶτος μετέβαλαν σταδιακὰ τὴν Ἀλβανία σὲ δορυφόρο τῆς Ἰταλίας, καθὼς ἡ τελευταία ἦταν ἡ μόνη ποὺ ἐδέχετο νὰ δανείζει χρήματα στὸν Ζώγου. Ἡ στενὴ πρόσδεση τῆς Ἀλβανίας στὸ ἰταλικὸ ἅρμα ἐπικυρώθηκε μὲ τὴν Συνθήκη τῶν Τιράνων, τῆς 27ης Νοεμβρίου 1926.

Πάντως, κατεβλήθη προσπάθεια ἐξομαλύνσεως τῶν διμερῶν ἑλληνοαλβανικῶν σχέσεων. Πρὸς τοῦτο, ὑπεγράφησαν οἱ πρῶτες συμβάσεις «Περὶ ἐκδόσεως ἐγκληματιῶν», «Περὶ ἰθαγενείας» κ.α., τὸ 1926. Ἐπίσης, τὴν ἴδια χρονιὰ συμφωνήθηκε ἡ ἐγγραφὴ καὶ δωρεὰν φοίτηση 10 Ἀλβανῶν μαθητῶν στὴν Στρατιωτικὴ Σχολὴ Εὐελπίδων καὶ ἄλλων 5 στὴν Σχολὴ Ναυτικῶν Δοκίμων. Τέλος, συνεστήθησαν ἑλληνοαλβανικὰ ἐπιμελητήρια καὶ σύνδεσμοι. Ἡ Ἀθήνα μετέφερε τὴν πρεσβεία της στὰ Τίρανα καὶ διεπίστευσε σὲ αὐτὴν πολὺ ἱκανοὺς διπλωμάτες, ἐνῶ τὰ Τίρανα ἔστειλαν στὴν πρεσβεία τους στὴν Ἀθήνα ἐπιφανεῖς διπλωμάτες. 

Τὰ ἑπόμενα, χρόνια, οἱ Ἀλβανοὶ ὑπεχρεώθησαν νὰ συνάπτουν διαδοχικὰ δάνεια γιὰ νὰ ἀποπληρώνουν τὰ παλαιὰ καὶ φυσικὰ οἱ ὄροι καθίσταντο συνεχῶς δυσμενέστεροι. Τὸ 1928, ὁ Ζώγου αὐτοανακηρύχθηκε «Βασιλεὺς τῆς Ἀλβανίας». Ἀκολούθως, κατέβαλε μία προσπάθεια νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν «ἐναγκαλισμὸ» τοῦ Mussolini. Ὁ τελευταῖος εἶχε ἐπικεντρώσει τὴν προσοχή του στὴν Ἀφρικὴ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐμπλακεῖ περισσότερο στὴν Ἀλβανία, τὴν ὁποία ἤλεγχε οὕτως ἢ ἄλλως σὲ μεγάλο βαθμό. Στὸ ἐσωτερικό, ὁ Ζώγου προχώρησε στὴν λήψη σκληρῶν μέτρων εἰς βάρος τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ἡ θέση τῶν ὁποίων ἐπιδεινώθηκε ραγδαία ἕως τὸ 1939.

Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ Συνθήκη τοῦ Λονδίνου τοῦ 1913 προέβλεπε (ἄρθρο 7) ὅτι «τὰ ἀφορώντα εἰς τὴν ἐθνικότητα ζητήματα κανονισθήσονται δὶ’ εἰδικῶν συνθηκῶν». Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1921, τὰ Τίρανα προέβησαν σὲ ἐπίσημη δήλωση, βάσει τῆς ὁποίας ἡ ἑλληνικὴ μειονότητα ἀναγνωρίστηκε ἐπισήμως ὡς ἐθνικὴ καὶ γλωσσική, ἐτέθη δὲ ὑπὸ τὴν προστασία τῆς Κ.τ.Ε.. Ἐντούτοις, ἡ ἀλβανικὴ κυβέρνηση ἀνεγνώρισε μία πολὺ περιορισμένη ἔκταση ὡς μειονοτική, ἀποκλείοντας τοὺς κατοίκους τῶν Ἁγίων Σαράντα, τοῦ Ἀργυροκάστρου, τῆς Κορυτσᾶς καὶ τῶν περισσοτέρων χωριῶν τῆς Χειμάρρας. Ἂν καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1921, τὰ Τίρανα ἀπήντησαν θετικὰ στὰ αἰτήματα τῆς Μόνιμης Ἑλληνικῆς Γραμματείας στὴν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν σχετικὰ μὲ «τὴ λήψη τῶν ἀναγκαίων μέτρων γιὰ ἀνοικοδόμηση καὶ συντήρηση ἀκινήτων χριστιανικῆς λατρείας, σχολείων καὶ ἀγαθοεργίας καθὼς καὶ γιὰ ἴση μεταχείριση καὶ ἀσφάλεια στὸν νόμο καὶ στὴν πράξη τῶν Ἀλβανῶν ὑπηκόων ποὺ ἀνήκουν στὶς φυλετικές, γλωσσικὲς καὶ θρησκευτικὲς μειονότητες μὲ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀλβανούς», ἕναν χρόνο ἀργότερα ὁ Ἀλβανὸς ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν ἔκανε λόγο μόλις γιὰ 16.000 ἑλληνόφωνους Ὀρθόδοξους χριστιανούς. Μόνον τόσοι διαβιοῦσαν στὴν ἀλβανικὴ ἐπικράτεια, κατ’ αὐτόν. Ἔκτοτε, αὐτὴ εἶναι ἡ ὀνομασία ποὺ χρησιμοποιοῦν τὰ Τίρανα γιὰ τοὺς Ἕλληνες Βορειοηπειρῶτες. (συνεχίζεται)

1. Μάλιστα, ὁ Τοπτάνη κατέλαβε τὸ Δυρράχιο καὶ βάδιζε κατὰ τῆς πρωτεύουσας, ἡ ὁποία σώθηκε ἐπειδὴ ὁ ἕως τότε σύμμαχος τοῦ Τοπτάνη Τσούτρη μεταπήδησε στὸ ἀντίπαλο στρατόπεδο.

Ἰωάννης Σ. Παπαφλωράτος

Νομικὸς-Διεθνολόγος

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν β΄ ἔκδοση τοῦ βιβλίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Ὁ ἑλληνισμὸς τῆς βορείου Ἠπείρου μέσα ἀπὸ ἄγνωστα ντοκουμέντα» τῶν ἐκδόσεων Πελασγός.