Ἡ πατρίδα νά μείνει ἀντρόπιαστη στήν ψυχή τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ


(ἀνοιχτή ἐπιστολή στήν πολιτειακή καί πολιτική ἡγεσία τῆς χώρας)

Τοῦ ΜΙΧ. ΧΡ. ΠΑΝΤΟΥΛΑ, φιλολόγου, τ. βουλευτή Ἰωαννίνων

            Σήμερα, 21 Φεβρουαρίου 2013, πού γιορτάζουμε τήν ἑκατοστή ἐπέτειο τῶν ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ τῆς πόλης τῶν Ἰωαννίνων καί τοῦ μεγαλύτερου τμήματος τῆς μείζονος Ἠπείρου ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό πέντε αἰώνων, θεώρησα πρέπον νά μιλήσω δημόσια γιά τή λάθος ἀπόφαση τῆς μητέρας πατρίδας σέ βάρος τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ κι ἀπ’ ὅτι ἔμαθα μέ προέκταση στόν Ἑλληνισμό τῆς Πόλης, τῆς Τενέδου καί τῆς Ἴμβρου.

            Τά μεγάλα μυαλά τῆς διοικητικῆς καί πολιτικῆς γραφειοκρατίας τῶν Ἀθηνῶν βρῆκαν τό φάρμακο νά χτυπηθεῖ στή ρίζα της ἡ οἰκονομική κρίση, πού μαστίζει τήν Ἑλλάδα. Καί τοῦτο θά συμβεῖ ἄν παύσει νά χορηγεῖται τό μικρό χρηματικό βοήθημα στούς ὑπερήλικες Βορειοηπειρῶτες, πού ἡ ἴδια ἡ ἑλληνική πολιτεία, γιά προφανεῖς λόγους, εἶχε καθιερώσει πρίν ἀπό μερικά χρόνια.

            Θέλω νά πιστεύω ὅτι ἡ ἀσυνέπεια αὐτή, πού ἄν δέν προσέξουμε μπορεῖ νά μετατραπεῖ σέ τραγωδία μέ δική μας ἀποκλειστικά εὐθύνη, στό τέλος θά ἀποτραπεῖ. Ὅσοι σοφίστηκαν ὅλα τοῦτα πρέπει νά μάθουν ὅτι στήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων, πού ἔπαιρναν ἕως τώρα τό μικρό αὐτό βοήθημα, εἶναι οἱ συμμαθητές τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας κ. Κάρολου Παπούλια ἀπό τό σχολεῖο τῆς Πωγωνιανῆς, οἱ πατριῶτες πού τό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν της Ἑλλάδας τούς ἀπένειμε τό μετάλλιο τοῦ Ἔθνους γιατί στά κολαστήρια τῶν στρατοπέδων συγκέντρωσης τοῦ Ἐμβέρ Χότζα κράτησαν ἀμόλυντη τήν ἑλληνική συνείδηση καί ταυτότητα, ἐκεῖνοι πού σέ πεῖσμα τῆς ἀλβανικῆς ἐθνικιστικῆς ὑστερίας μετέδωσαν στά παιδιά καί στά ἐγγόνια τους τήν περηφάνεια τοῦ Ἕλληνα καί οἱ ἀπόγονοι τῶν ἐθνικῶν μας εὐεργετῶν ἀπό τήν Κορυτσᾶ, τήν Πρεμετή, τό Ἀργυρόκαστρο, τούς Ἁγ. Σαράντα, τή Χειμάρα, πού τούς κόπους μίας ὁλόκληρης ζωῆς τούς στέρησαν ἀπό τίς οἰκογένειές τους καί τούς κατέθεσαν στό ταμεῖο τοῦ Ἔθνους γιά τή δόξα τῆς νεοσύστατης Ἑλλάδας.

            Μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά φανταστῶ ὅτι ὅσοι παίρνουν τέτοιες ἀποφάσεις ξεχνοῦν νά συμπεριλάβουν στούς λογαριασμούς τους τόν “πολλαπλασιαστή” τοῦ ἐθνικοῦ ὠφέλους καί τοῦ ἐθνικοῦ κόστους. Γι’ αὐτό καί θέλω νά ἐλπίζω -ἡ συνείδησή μου τό ἀπαιτεῖ- ἡ λάθος αὐτή ἀπόφαση νά ἀναθεωρηθεῖ τώρα. Κι ἄν ἡ πατρίδα τό μικρό αὐτό χρηματικό βοήθημα θέλει νά τό κάνει μικρότερο, ἄς τό ἀποφασίσει. Εἶναι προφανές ὅτι τό θέμα δέν εἶναι οἰκονομικό. Ἀφορᾶ τόν πυρήνα τῆς σχέσης ἐμπιστοσύνης καί ἀξιοπρέπειας τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδας μέ τμήματα τοῦ οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού στήν ἱστορική τους διαχρονία διαδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στήν πνευματική καί ἐθνική ὁλοκλήρωση τοῦ Γένους. Γιά δύο δεκάδες ἑκατομμύρια εὐρώ, πού στόν κάθε Ἕλληνα φορολογούμενο ἀντιστοιχεῖ τό ποσό τῶν τριῶν εὐρώ τό χρόνο, κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ντροπιάσει τήν Ἑλλάδα.

            Καί ἐπειδή ὁ δικός μου λόγος δέν εἶναι τόσο δυνατός, πού νά μπορεῖ νά ἀνατρέψει ἀποφάσεις, θέλω τήν ἀνοιχτή αὐτή ἐπιστολή νά τή συνοδεύσω μέ ἕνα συγκλονιστικό ἀνέκδοτο κείμενο. Γράφτηκε στά 1956 καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρο μέχρι σήμερα. Συντάκτης του ὁ Βορειοηπειρώτης Θύμιος Λιώλης ἀπό τό Βοῦρκο τῶν Ἁγ. Σαράντα. Ὁ συμμαχητής τοῦ Παύλου Μελᾶ, ὁ ὁπλαρχηγός τοῦ ἀγώνα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου καί τῆς Αὐτόνομης Ἠπείρου, ὁ πρωτοπόρος τῆς ἀντίστασης ἐναντίον τῶν Ἰταλογερμανῶν κατακτητῶν. Ὁ “ἅγιος” τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού ἡ γνώμη του εἶχε τήν ἴδια ἀπήχηση μέ τίς προφητεῖες τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ὁ νέος Μακρυγιάννης μέ τήν τίμια καί καθαρή ψυχή. Τήν ἐπιστολή μοῦ τήν ἐμπιστεύτηκε, πρίν ἀπό δύο περίπου χρόνια, ὁ ἐγγονός του, Χρῆστος Λιώλης, καί τόν εὐχαριστῶ θερμά γι’ αὐτό. Ἔκρινα ὠφέλιμο νά τή δημοσιοποιήσω τώρα, μέ τήν πεποίθηση ὅτι τό δυνατό μήνυμα πού αὐτή ἐκπέμπει θά δρομολογήσει θετικές πρωτοβουλίες στό ὑψηλότερο πολιτικό ἐπίπεδο γιά τήν ἄμεση ἀναθεώρηση τῆς κυβερνητικῆς ἀπόφασης, πού τή διακρίνει μία ἀπίστευτη ὅσο καί ἐπικίνδυνη ἐπιπολαιότητα. Ἀναμένουμε…

Ἰδού τό κείμενο τῆς ἰδιόχειρης ἐπιστολῆς τοῦ Θύμιου Λιώλη:

 

Πρός τόν Ὕπατον Πρόεδρον τῆς Πανηπειρωτικῆς Συνομοσπονδίας Ἀμερικῆς
Ἀξιότιμον κύριον Κων/νον Δῆμαν
Εἰς Ἀθήνας
 
            Παιδί μου
            Σέ σένα τόν θαυμάσιον καί ἄξιον ἀγωνιστήν τῆς ἱερᾶς βορειοηπειρωτικῆς ἰδέας, Σέ σένα τήν πιό μεγάλη ἐλπίδα τῆς δύσμοιρης Βορειοηπειρωτικῆς μας πατρίδος, ἀπευθύνεται ἕνας παλαίμαχος ἀγράμματος καί ἀντρόπιαστος ἀγωνιστής, σάν πατέρας γιά νά σοῦ πῶ πρῶτα - πρῶτα καλῶς ὁρίσατε, ὡς εὐλαβής προσκυνητής στήν ἐλεύθερη Ἑλληνική πατρίδα, ἀλλά παράλληλα νά σοῦ ’μολογήσω καί τά βάσανα τῆς μαύρης μου ξενιτιᾶς καί τῶν γηρατιῶν μου τό κατάντημα.
            Δέν πρόκειται νά σᾶς συστηθῶ οὔτε νά σᾶς ἀραδιάσω τούς ἀγώνας μου πού ἔκαμα -καθῆκον μου ἄλλωστε ἐλάχιστον πρός τήν ἀγαπημένη μας πατρίδα- γιατί λίγο πολύ ὁ Θεός καί ἡ τύχη ἔφεραν τήν φτωχειά φήμη τοῦ ὀνόματός μου στ’ αὐτιά σας. Εἶμαι ὁ ὁπλαρχηγός τοῦ Βούρκου, Θύμιο-Λιώλης, πού ἀπό τά νειᾶτα μου μέχρι τά βαθειά μου γεράματα κράτησα μέ τιμή τό καριοφύλι τῆς Λευτεριᾶς ὅσο μποροῦσα ἄξια στόν τόπο μας καί ἔχω ἀθάνατα καί ἀδιάψευστα παράσημα τίς ἄμετρες λαβωματιές στό βασανισμένο μου κορμί.
            Ὅταν ἤμουν νέος ἁλώνιζα τίς ράχες καί τά κορφοβούνια τῆς πατρίδος μας ὡσάν λεύτερος σταυραετός. Τώρα, ὅμως, καί μάλιστα ὕστερα ἀπό τόν βάρβαρο ξυλοδαρμό πού ὑπέστην στίς φυλακές Ἀβέρωφ ὑπό τῶν ἀτίμων Ἰταλῶν, ὅτε τό 1941 συλληφθείς εἰς Ἀθήνας καί μετέπειτα μεταφερθείς εἰς Τίρανα, τσακίστηκα καί σωροβολιάστηκα κυριολεκτικῶς σωματικά καί ψυχικά. Μή νομίσης πώς τό ρίχνω κάτω, ὄχι, θά κρατηθῶ ὑπερήφανος γιά νά μή γίνω περίγελος τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος μας. Σέ σένα, ὅμως, πού εἶσαι ἕνας ἁγνός ἀγωνιστής πρέπει νά σοῦ πῶ τήν ἀλήθεια.
            Ἡ φτωχειά πατρίδα, Ἑλλάς μου, ἐχορήγησε μία φτωχειά σύνταξη ὁπλαρχηγοῦ τριακοσίων πενήντα δραχμῶν μηνιαίως, ἀρκετή μόνον γιά νά χορταίνη «ντουάνι» (καπνό) τό τσιμπούκι μου. Ἐπειδή στά νειᾶτα μου καί στά γερατιά μου ἤ ἀγωνιζόμουν στά βουνά ἤ βρισκόμουν στά μπουντρούμια τῶν φυλακῶν, δέν γκαζάντισα γιά τά γηρατιά μου. Αὐτό δέν τό λογαριάζω ἄν καί μέ σφύγγει ἡ ἀνάγκη τῆς στερήσεως, γιατί, ἀφοῦ δέν πέθανα ἀπό τόσα βόλια τῶν ἀρβανιταραίων δέν θά πεθάνω ἀπό ψωμί στήν Ἀθήνα. Ἄν ὅμως συμβῆ τό τελευταῖο, τότε ἀσφαλῶς προσωπικῶς δέν θά πεθάνω ντροπιασμένος, γιατί σέ ἄλλους θά ἀνήκη τό προνόμιο τῆς ντροπῆς.
            Τελευταίως ἤρχισαν μία δυσφημιστικήν ἐκστρατείαν ἐναντίον μου -προφανῶς ὄργανα τῆς ἀλβανικῆς προπαγάνδας- καί κάνουν μία ἄτιμον κριτικήν τῆς πολύχρονης ἀγωνιστικῆς μου δράσεως. Εἰς αὐτούς ἀπάντησεν ἡ τιμητική, δι’ ἐμέ, τελευταία ἀποκήρυξις τῶν Τιράνων. Ἄν θέλουν πιό ντρίτα ἀπάντηση τούς προκαλῶ παρ’ ὅλον τόν ὄγκον χωρίς νά λογαριάζω τά 78 μου χρόνια νά ἔρθουν νά ἀναμετρηθοῦμε ἐκεῖ πού ἀναμετροῦνται τά παλληκάρια. Ἐκεῖ θά μάθουν οἱ συκοφάντες μου τά γιατάκια μου, ἐκεῖ θά τούς δείξω τίς βρύσες πούπινα νερό, ἐκεῖ θά βρίσκονται ἀκόμη ἄθαφτοι οἱ συντρόφοι μου καί ἴσως κάτω ἀπό τά ἀπάτητα χιόνια νά βροῦμε αἷμα ἀπό τίς ἄμετρες λαβωματιές μου.
            Δέν μπορῶ νά βρῶ ἀρχή καί τέλος γιατί πενήντα χρόνια ἱστορίας δέν μπορῶ νά τήν συμπεριλάβω σέ μία ἀναφορά μου. Ἕνα θέλω κυρίως νά σοῦ πῶ, θέλω νά σέ ἰδῶ, γιατί νομίζω πώς τώρα ἤρθατε ἀπό τήν πατρίδα καί κάτι θά μοῦ πεῖτε. Ἐπειδή ἄκουσα καί πίστεψα ὅτι ἔχεις αἰσθήματα γνησίου καί τιμίου Χειμαρριώτου, θέλω νά σέ ἰδῶ. Μή διστάξης νά δεχθῆς ἕναν ἁγνόν ἀγωνιστήν, ἐπειδή ἔχει τό θλιβερόν προνόμιον νά εἶναι πάμπτωχος.
            Ἐκεῖ πού θά πᾶς θά προσκυνήσης -ὅπως ἔμαθα- τά Ἅγια χώματα τῆς πατρίδος μας · στεῖλε τά χαιρετίσματα στούς ζωντανούς καί τούς πεθαμένους ἀπό τό Θύμιο Λιώλη.

Σέ χαιρετῶ
Μέ πατριωτική Ἀγάπη
Θύμιο Λιώλης
Ὁπλαρχηγός Βούρκου Β. Ἠπείρου