π. ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΛΟΔΗΜΟΣ


ΜΙΑ ΑΓΙΑΣΜΕΝΗ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΔΙΝΟ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

 Ὁ π. Ἰάκωβος γεννήθηκε τό 1870 στήν πονεμένη καί ἀλύτρωτη  Βόρειο  Ἤπειρο, στό χωριό Βοδίνο τοῦ Ἀργυροκάστρου. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Εὐάγγελος Μπαλοδῆμος. Οἱ γονεῖς του, ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καί φτωχοί, τόν μεγάλωσαν μέ φόβο θεοῦ χωρίς νά μπορέσουν ὅμως νά τοῦ προσφέρουν κοσμική μόρφωση.

            Σέ ἡλικία 15 ἐτῶν μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου ἐργάσθηκε ὡς μικροπωλητής. Ἐκεῖ γνώρισε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Κωνσταντῖνο Καλλίνικο, ἕναν  ὑπέροχο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου, στά κηρύγματα τοῦ ὁποίου βρῆκε ὅτι ποθοῦσε ἡ ἄδολη ψυχή του. Στή ζωή του τόν βοήθησε ἕνας ἔμπειρος πνευματικός, ὁ ὁποῖος τόν συνέδεσε μέ ἄλλους ἕξι ἐργατικούς νέους πού ἀσκοῦσαν ὁ καθένας  τό ἐπάγγελμά του ἀλλά ζοῦσαν μαζί κοινοβιακῶς καί ἀγωνίζονταν γιά τόν πνευματικό τους καταρτισμό, μέ νηστεῖες, ἀκολουθίες καί προσευχές.

 Στή νεανική του ἡλικία  ταλαιπωρήθηκε ἀπό ἔντονο καί συνεχῆ πονόδοντο. Ἕνας γνωστός του καταστηματάρχης τοῦ συνέστησε νά προσευχηθεῖ  στόν Ἅγιο Ἀντύπα. Βρῆκε τήν εἰκόνα του  τήν κρέμασε στό προσκέφαλο καί ἔκανε τήν προσευχή του. Σέ λίγες μέρες τό θαῦμα ἔγινε καί ὁ πόνος σταμάτησε ὁριστικά. Ἀπό τότε καί γιά 65 χρόνια μέχρι τόν θάνατό του δέν ξαναπόνεσε ἀπό τά δόντια του, ὡστόσο  δέν παρέλειψε ποτέ καθημερινά νά ψάλλει τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου, ἀλλά καί νά λειτουργεῖ ἀπό εὐγνωμοσύνη στίς 11 Ἀπριλίου στήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Ἀντύπα.

            Μέ τούς φίλους του μετέβη  στό Ἅγιον Ὅρος  ὅπου ἐκάρησαν μοναχοί. Ὁ π. Ἰάκωβος χειροτονήθηκε ἱερέας καί ἔμεινε ἐκεῖ 3 χρόνια. Κινούμενος ὡστόσο ἀπό ἀγάπη καί πόνο  γιά τή δυστυχισμένη  ἰδιαίτερη πατρίδα του, τή Βόρειο Ἤπειρο, ἐπέστρεψε ἐκεῖ καί ὁρίστηκε ἐφημέριος  σέ 1 χωριό διπλανό ἀπό τό δικό του, τήν Πέπελη, μένοντας στή Ἱερά Μονή τῆς Παναγιᾶς στήν τοποθεσία Ζωνάρια. Ἐργάσθηκε γιά πολλά χρόνια ἐκεῖ προσπαθώντας νά γνωρίσει στούς συγχωριανούς του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

             Ἰδιαίτερα ἔντονη  ἦταν καί ἡ ἐθνική του δράση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας κινδύνευσε πολλές φορές  ἀπό τούς Τουρκαλβανούς  μέ τόν Θεό νά ἐπεμβαίνει θαυματουργικά διασώζοντας τον. Τήν περίοδο ἐκείνη οἱ Τουρκαλβανοί πίεζαν τούς Ἕλληνες νά δηλώσουν ἀλβανική ὑπηκοότητα γιά νά ἀλλοιώσουν  ἐθνολογικά τή Βόρειο Ἤπειρο. Ὁ μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος ἔδωσε ἐντολή στούς ἱερεῖς  νά στηρίξουν τό ἑλληνικό καί χριστιανικό  στοιχεῖο. Οἱ Τοῦρκοι γιά νά τούς τρομοκρατήσουν ἀποφάσισαν νά ἐκτελέσουν 2 ἱερεῖς , τόν π. Ἰάκωβο καί 1 ἄλλον καί ἔστειλαν ἀπόσπασμα νά τόν συλλάβει. Ὁ π Ἰάκωβος, ἀνύποπτος, κατέβαινε ἀπό τήν Πέπελη  ὅπου ἦταν  ἐφημέριος (πού ἦταν ὅπως εἴπαμε χωριό διπλανό στό Βοδίνο ὅπου καταγόταν) . Στό δρόμο συναντᾶ τό ἀπόσπασμα, τό ὁποῖο τόν ρώτησε ἀπό ποιό χωριό εἶναι. Αὐτός  ἀπονήρευτα τούς ἔδειξε τό χωριό τῆς καταγωγῆς του, τό Βοδίνο, καί ὄχι τό χωριό πού ὑπηρετοῦσε ὡς ἐφημέριος. Αὐτοί θεώρησαν ὅτι δέν εἶναι ὁ καταζητούμενος καί τόν ἄφησαν νά φύγει. Ὅταν ἔφτασαν στό χωριό καί πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ π. Ἰάκωβος  ἦταν ἐκεῖνος πού συνάντησαν κάθ’ ὁδόν δέν μποροῦσαν νά πιστέψουν πώς ἔχασαν μέσα ἀπό τά χέρια τους τόν ἱερέα.

 Σέ μία δεύτερη περίπτωση  ἔνοπλοι Ἀλβανοί περικύκλωσαν τό σπίτι του, χωρίς νά ἔχει περιθώριο διαφυγῆς. Μή ἔχοντας κάπου νά κρυφτεῖ στό λιτό καί μοναδικό δωμάτιο πού διέμενε, σκαρφάλωσε στό μαδέρι πού στήριζε τήν σκεπή (τό δωμάτιο δέν εἶχε ταβάνι). Γεμάτος ἀγωνία ἀγκάλιασε τό μαδέρι καί παρέμεινε ἐκεῖ σάν κουλουριασμένο φίδι, προσευχόμενος νοερά νά μήν τόν δοῦν. Οἱ ἔνοπλοι μπαίνουν στό σπίτι, ἐρευνοῦν παντοῦ, κάθονται γιά 10 λεπτά τρώγοντας λίγα καρύδια πού εἶχε σέ ἕνα σεντούκι, ἀλλά ὁ Θεός τούς τυφλώνει  καί δέν σηκώνουν τά μάτια τους  γιά νά δοῦν τόν π. Ἰάκωβο νά κρέμεται σχεδόν λίγα ἑκατοστά πάνω ἀπό τίς κάννες τῶν ὅπλων τους. 

             Μετά ἀπό τίς περιπέτειες αὐτές καί βλέποντας ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα θά ἔπεφτε στά χέρια τῶν Τουρκαλβανῶν, ἀναγκάζεται  τό 1916 μέ προτροπή καί τοῦ Μητροπολίτη νά φύγει ἀπό τό χωριό του καί νά πάει στά Ζαγόρια, στό Μονοδένδρι πού ἀνῆκε καί αὐτό τότε στή Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως. Ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ σε ἕνα παλιό καί ἔρημο μοναστηράκι τοῦ Προφήτου Ἠλία. Μέ σκληρή χειρωνακτική δουλειά τό ἀνακαίνισε καί ἔχοντάς το ὡς ὁρμητήριο,  ἐργάστηκε  πάνω ἀπό 40 χρόνια γιά νά καλύψει τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τῆς περιοχῆς.

             Ὑπῆρξε διακριτικός καί φωτισμένος πνευματικός ὁδηγός  στήν περιοχή τοῦ Ζαγορίου καί τῶν Ἰωαννίνων.  Πνευματικά του παιδιά θυμοῦνται μέ συγκίνηση τίς συμβουλές του στό ζήτημα τῆς καθαρῆς ἐξαγόρευσης τῶν ἁμαρτιῶν. «Παιδιά μου ἔλεγε, νά ἐξομολογῆσθε παστρικά. Γιατί τά φίδια πού βγαίνουν ἔξω ἀπό τίς τρύπες τους τά σκοτώνουν καί τά φίδια πού κάθονται μέσα παχαίνουν. Ἔτσι καί τά ἁμαρτήματα. Ὅταν τά ἐξομολογηθοῦμε βγαίνουν ἀπό μέσα μας καί ἐξαλείφονται. Ὅταν ὅμως τά κρύβουμε μένουν μέσα μας καί μεγαλώνουν.» Ἰδιαίτερη σημασία ἔδινε καί στό νά γίνεται σωστά το σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ γιά τήν προστασία τῶν πιστῶν. Παραστατικά τόνιζε σέ μικρούς καί μεγάλους. «Να τόν κάνετε σωστά! Νά, ἔτσι! Μπάλα, ζωνάρι, πλάτη μέ πλάτη! (στά ἀρβανίτικα μπάλα σημαίνει μέτωπο, δηλ. στό μέτωπο, στή μέση καί στόν δεξιό καί ἀριστερό ὤμο.). Τόν σταυρό, ἔλεγε, ἅμα δέν τόν κάνεις σωστά δέν τόν σκιάζεται ὁ σατανᾶς. Ὅταν ἀντί γιά σταυρό παίζουμε μαντολίνο, ὁ σατανᾶς γελάει.!»

            Ἡ ζωή του ὑπῆρξε γεμάτη θαυμαστά περιστατικά πού φανέρωναν τήν ἁγιότητα καί καθαρότητά του. Θά ἀναφέρουμε ὁρισμένα ἀπό αὐτά πού χαράχτηκαν ἔντονα στή μνήμη ὅσων τόν γνώρισαν καί ὠφελήθηκαν ἀπό τήν ἁγιασμένη βιοτή του.

              Τόν Νοέμβριο τοῦ 1940 μετά τήν ἐπιτυχημένη ἀπόκρουση τῆς Ἰταλικῆς ἐπίθεσης στήν  πλατεία τοῦ χωριοῦ Βίτσα γινόταν γλέντι μέ τή συμμετοχή ὅλου του χωριοῦ γιά τή νίκη τοῦ στρατοῦ μας. Ὁ π. Ἰάκωβος πού περνοῦσε ἀπό κεῖ ἀνέβηκε σέ μία πέτρα καί τούς φώναξε «Παιδιά μου μή χαίρεστε καί μή τό ρίχνετε ἔξω. Ἀντίς γιά γλέντια χρειάζεται προσευχή καί παρακλήσεις στό Θεό. Οἱ Ἰταλοί θά ξαναγυρίσουν στή χώρα μας!»

 Στήν Κατοχή οἱ Ἰταλοί ἔχοντας πληροφορίες ὅτι στό χωριό κρύβονταν ἀντάρτες,  συγκέντρωσαν ἀποσπάσματα γιά νά κάψουν τό χωριό. Οἱ χωρικοί μαζί μέ τούς ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ τό ἐγκατέλειψαν  καί ἀναζήτησαν σωτηρία στό βουνό. Ὁ π. Ἰάκωβος ἀρνήθηκε νά φύγει. Θεωροῦσε προδοσία νά σώσει  τόν ἑαυτό του καί νά καεῖ ὁ οἶκος  τοῦ Θεοῦ. «Θά καθίσω ἐδῶ εἶπε, ὁ Θεός εἶναι μεγάλος. Ἄν δέν τά καταφέρω νά σώσω τήν ἐκκλησία, ἅς μέ σκοτώσουν . Πάντως μέσα στήν ἐκκλησία θά μέ σκοτώσουν». Ἔμεινε λοιπόν μέσα στήν ἐκκλησία , ἄναψε ὅλα τα κεριά , ἔκαψε μοσχολίβανο πολύ καί προσευχήθηκε νά φυλάξει ὁ Θεός τό χωριό καί τήν Ἐκκλησία Του. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ κτύπησε τήν καμπάνα καί ἄρχισε τήν ἀκολουθία του. Τήν καμπάνα ὅμως τήν ἄκουσαν καί οἱ Ἰταλοί πού βρίσκονταν 2-3 χιλιόμετρα μακριά ἀπό τό χωριό. Θεώρησαν ὅτι στό χωριό ὑπῆρχε σημαντική δύναμη ἕτοιμη νά τούς ἀντιμετωπίσει καί ὅτι ἡ καμπάνα ἦταν τό σύνθημα γιά ἐπίθεση καί ἀπό ἄλλες δυνάμεις πού πιθανόν κρύβονταν στήν χαράδρα. Πανικόβλητοι το ἔβαλαν στά πόδια καί ὀπισθοχώρησαν, κυριολεκτικά  «μηδενός διώκοντος».

 Ἡ ἐθνική καί θρησκευτική του δράση ἐνόχλησε ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο τούς κομμουνιστές ἀντάρτες  πού τόν κατηγόρησαν ὡς συνεργάτη τοῦ ἐχθροῦ ἐπειδή δέν φοβήθηκε γιά νά φύγει. Στίς ἀπειλές τους νά τούς ξεκαθαρίσει μέ ποιούς εἶναι (τούς δεξιούς ἤ τούς ἀριστερούς ), τούς ἀπάντησε μέ παρρησία. «Καί ἐσεῖς καί ἐκεῖνοι φευγάτοι εἶσθε ἀπό τόν  Θεόν. Ἐγώ σᾶς βλέπω καί τούς 2 σάν σπίτια χαλασμένα. Ἐκεῖνοι ὅμως ἔχουν τουλάχιστον θεμέλια, ἐσεῖς ὅμως  οὔτε θέμελα δέν ἔχετε» Αὐτό τούς ἐξαγρίωσε καί ἕνας τους γέμισε τό ὅπλο του ἀποφασισμένος νά τόν σκοτώσει ἐπιτόπου. Τελευταία στιγμή ἐπενέβη κάποιος καί τόν σταμάτησε λέγοντας «ἄφησε τον . Εἶναι κρίμα νά χαλάσεις σφαίρα γιά αὐτόν τόν παλιογεροξεκούτη.»

 Ἰδιαιτέρως συγκινητικό εἶναι τό περιστατικό ὅταν ὁ π Ἰάκωβος ἔσωσε τή ζωή τοῦ καπετάν Φωτιά, ἑνός καπετάνιου τῶν κομμουνιστῶν πού κυνηγήθηκε ἀπό τούς συντρόφους του. Ὁ Γέροντας παρ’ὅλο πού ὁ καπετάνιος  τόν εἶχε πολεμήσει παλαιότερα, τόν φιλοξένησε στό μοναστήρι του, τοῦ ἔδωσε τροφή ὑλική καί πνευματική, τόν νουθέτησε , τόν ὁδήγησε κάτω ἀπό τό πετραχήλι,  μετανιωμένο γιά τά ἐγκλήματα πού διέπραξε καί ἀφοῦ τόν ἕντυσε μέ γυναικεία ροῦχα γιά νά μήν ἀναγνωριστεῖ, τόν ἔστειλε μέ συνοδεία γιά νά περάσει τίς γραμμές τῶν ἀνταρτῶν καί νά παραδοθεῖ στίς ὁμάδες τοῦ Ζέρβα ὅπως καί ἔγινε.

 Σέ ἄλλο περιστατικό πηγαίνοντας πεζός ἀπό τό Μονοδένδρι στά Ἰωάννινα στή θέση Καρυές , 19 χλμ ἀπό τήν πόλη, ἔπεσε πάνω σε γερμανική περίπολο πού τοῦ ἔκανε  νόημα νά σταματήσει. Αὐτός  δέν τούς πρόσεξε καθώς ἔκανε τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ καί συνέχισε τό δρόμο του. Ἀμέσως δέχθηκε ριπές αὐτόματων ὅπλων ἀπό ἀπόσταση 25 μέτρων χωρίς ὅμως νά κτυπηθεῖ. Οἱ Γερμανοί ἔκπληκτοι τόν πλησίασαν καί βλέποντας τον σῶο καί ἀβλαβῆ  τοῦ ἐπέτρεψαν νά συνεχίσει τό δρόμο του.

            Κατά τήν περίοδο τοῦ ἀνταρτοπολέμου τόν Ἰανουάριο τοῦ 1948,  ὁ π. Ἰάκωβος ἐπέστρεφε μία Κυριακή ἀπό τό χωριό Σουδενά ὅπου εἶχε λειτουργήσει, στό μοναστήρι του, περίπου 2 ὧρες δρόμο. Στήν ἐρημιά ἐκεῖ βάδιζε προσευχόμενος νοερά ὅπως συνήθιζε. Λίγο παραπέρα ὅμως ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ εἶχαν ναρκοθετήσει ἕνα μέρος τοῦ δρόμου καί ἐνέδρευαν μήπως περάσει κάποιο ἀντάρτικο σῶμα. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλει ἀνύποπτος ὁ π Ἰάκωβος καί νά κατευθύνεται στό ναρκοπέδιο. Βάζουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν ἀλλά αὐτός ἀπορροφημένος στήν προσευχή δέν τούς ἄκουσε καί πάτησε μία ἀπό τίς νάρκες πού ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο, πετώντας πέτρες καί χαλίκια παντοῦ καί σηκώνοντας σύννεφα σκόνης . Γεμάτοι ἀγωνία οἱ στρατιῶτες σπεύδουν στό σημεῖο τῆς ἔκρηξης θεωρώντας ὅτι θά ἀντικρίσουν διαμελισμένο τό σῶμα τοῦ Γέροντα. Ὡστόσο πρός μεγάλη τους ἔκπληξη βλέπουν τόν π Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπό τή σκόνη, νά τινάζεται χωρίς νά ἔχει πάθει τό παραμικρό. Στήν ἀπορία τους, τούς  λέει μέ ἁπλότητα: «Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθω τίποτα παιδιά μου ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή του; Καί σᾶς θά σᾶς φυλάξει ὁ Θεός  καί θά γυρίσετε σῶοι στά σπίτια σας» . Καί ἀρπάζοντας τήν εὐκαιρία τούς πρότεινε  νά τούς ἐξομολογήσει καί τήν ἄλλη μέρα νά μεταλάβουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων κάτι πού δέχτηκαν σχεδόν ὅλοι. Μόνο ἕνας λοχίας , δάσκαλος στο ἐπάγγελμα, ἐκνευρίστηκε βλέποντας τά γεγονότα καί προσπαθοῦσε νά ἀποτρέψει τούς φαντάρους ἀπό τήν ἐξομολόγηση, κοροϊδεύοντάς τους. Στήν παρατήρηση ὁρισμένων ὅτι ὑπῆρξαν ἀψευδεῖς μάρτυρες  ἑνός θαύματος μέ τήν ἔκρηξη τῆς νάρκης, τούς ἀποπῆρε λέγοντας πώς πρόκειται γιά τυχαῖο γεγονός καί πώς ἁπλῶς  τά βλήματα ἔφυγαν σέ ἄλλη κατεύθυνση. Τούς χαρακτήρισε μάλιστα ὑστερικές γυναικοῦλες πού παρασύρονται ἀπό τόν κάθε παπαδάκο. Αὐτά ἔφτασαν στά αὐτιά τοῦ π. Ἰακώβου πού λυπημένος προσπάθησε νά τόν συνετίσει καί τόν κάλεσε νά ἐξομολογηθεῖ καί νά μή βλαστημάει τό Θεό. Αὐτός τόν κύτταξε περιφρονητικά  χωρίς νά τοῦ δώσει ἀπάντηση καί πῆρε μερικούς ἄνδρες στό δάσος γιά νά μαζέψουν ξύλα. Ἐκεῖ ὡστόσο πάτησε ὁ ἴδιος του νάρκη, ἡ ὁποία τόν τίναξε στόν ἀέρα κάνοντας τόν κομμάτια, αὐτόν μόνο καί κανέναν ἄλλο! Τό γεγονός αὐτό ὅπως ἦταν φυσικό συντάραξε  ὅλο τόν λόχο πού ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τῆς τιμωρίας τοῦ ἄπιστου καί βλάσφημου λοχία. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰάκωβος τέλεσε τήν ἑπομένη  ἡμέρα τήν κηδεία του, παρακαλώντας τόν Θεό νά συγχωρήσει τήν ψυχή του.

 Ὅταν ἔβλεπες  γιά πρώτη φορά τόν π. Ἰάκωβο δέν τοῦ ἔδινες σημασία. Σ'αὐτό ὅμως τό ἀτημέλητο, ταπεινό γεροντάκι ὑπῆρχε πλούσια ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς τοῦ φυσικά καί ἀβίαστα στρεφόταν πρός τόν Θεό μέ κύρια χαρακτηριστικά του τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν συνεχῆ τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν καί τήν τακτικότατη Θεία Λειτουργία, τήν ὁποία τελοῦσε μέχρι τά βαθιά γεράματά του μέ τόν ἴδιο ζῆλο καί προσοχή πού εἶχε καί στά νιάτα του.

            Τό 1955 σέ ἡλικία 85 ἐτῶν τόν ἀξίωσε ὁ Θεός νά προγνωρίσει τό τέλος τοῦ ἀδελφοῦ του πού μόναζε στό Ἅγιον Ὅρος καί παρά τήν ἡλικία του ἔκανε τό ταξίδι καί  πρόλαβε ζωντανό τόν ἀδελφό του , ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στήν ἀγκαλιά του.  Ἀφοῦ τόν ἔθαψε ἐκεῖ ἐπέστρεψε στό μοναστήρι του. Τήν ἴδια χρονιά πῆγε γιά ἐξομολόγηση στήν Κωνσταντινούπολη τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἔγινε δεκτός μέ πολλή ἀγάπη   καί σεβασμό ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς Πόλης

            Παρά τό γεγονός ὅτι πέρασε ἀπό πολλά βάσανα καί κακουχίες καί παρά τά προβλήματα ὑγείας πού ἀντιμετώπιζε  συχνά, ἔζησε  μέχρι τά 90 του χρόνια . Κοιμήθηκε μέ ὀσιακό τρόπο, στό νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων,  στίς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1960, διατηρώντας μέχρι τέλους τήν διαύγεια τοῦ πνεύματός του. Εἶχε ἀφήσει ἐντολή νά ταφεῖ στό μοναστήρι του στό Μονοδένδρι καί παρά τό γεγονός ὅτι τά Ζαγόρια ἦταν ἀποκλεισμένα τότε ἀπό τά χιόνια, τά πνευματικά του παιδιά βρῆκαν μπουλντόζα , ἄνοιξαν τόν δρόμο καί ἔθαψαν τό σκήνωμά του στή Μονή του ὅπως ἐπιθυμοῦσε. Σήμερα τά ὀστᾶ του βρίσκονται στό ὀστεοφυλάκιο τοῦ Ι.Ν. Προφήτου Ἠλία στή Ζίτσα  Ἰωαννίνων.

 Ὡς ΣΦΕΒΑ θεωροῦμε ὅτι ὁ π. Ἰάκωβος μαζί μέ τόν ἄλλο ξακουστό πνευματικό γόνο τῆς Δρόπολης τόν ἀείμνηστο Μέγα Ὑμνογράφο τῆς Ἐκκλησίας μας π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἀποτελοῦν τιμή καί καύχημα τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας τους. Πιστεύουμε ὅτι θά ἦταν πρέπον τό σκήνωμα τοῦ π. Ἰακώβου ( ἀφοῦ προφανῶς γίνουν οἱ κατάλληλες ἐνέργειες  μεταξύ τῶν Μητροπόλεων Ἰωαννίνων καί Ἀργυροκάστρου) νά μεταφερθεῖ στόν τόπο καταγωγῆς του,  στό Βοδίνο τοῦ Ἀργυροκάστρου γιά νά ἀποτελεῖ πηγή δύναμης, ἁγιασμοῦ, εὐλογίας καί παρηγοριᾶς, στούς  δοκιμαζόμενους συμπατριῶτες του.

             Σημείωση. Γιά τόν π. Ἰάκωβο κυκλοφορεῖ  ἕνα βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου (ἐκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ , ΑΘΗΝΑ ἔκδ. 3η) μέ τίτλο ΕΝΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΓΙΟΣ, ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται καί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὑλικοῦ πού δημοσιεύεται στήν ἐφημερίδα μας καί στό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀνατρέξει κανείς γιά περισσότερες λεπτομέρειες γιά τή ζωή του. Εύχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ γιά τήν ἄδεια ἀναδημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τό βιβλίο. Εὐχαριστοῦμε ἐπίσης  ἰδιαίτερα τόν κ. Θεοφάνη Σκεύη,  συμπατριώτη τοῦ Γέροντα  ἀπό τό Βοδίνο καί τόν ἀγαπητό φίλο Βασίλη ἀπό τό ἴδιο χωριό πού μᾶς ἐνημέρωσαν γιά τήν ζωή καί τήν προσφορά τοῦ Γέροντα, μοιράστηκαν μαζί μας τίς ἀναμνήσεις τους καί μᾶς παρακίνησαν νά γράψουμε ἕνα ἄρθρο γι’ αὐτόν γιά  νά γίνει εὐρύτερα γνωστός στήν βορειοηπειρωτική κοινότητα.