Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα στη Διελκυστίνδα της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας


(μέρος Β΄)

                                                                                       Ἰωάννης Σ. Παπαφλωράτος
                                                                                            Νομικός-Διεθνολόγος
                                                                                  Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

 

Πολλοί Ἀλβανοί συμπαρετάχθησαν μέ τόν Σουλτάνο, κατά τόν ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897. Μάλιστα, τά τάγματα τά ὁποῖα ἀπώθησαν τούς Ἕλληνες ἀπό τά Πέντε Πηγάδια (καί ἀργότερα εἰσέβαλαν στήν Θεσσαλία) ἦταν ἀλβανικά καί ὄχι τουρκικά. Τό γεγονός αὐτό δυσαρέστησε σφόδρα τήν Ἀθήνα. Κατά τήν διετία 1905-1906, ἱδρύθηκαν διάφορες ἀλβανικές ὀργανώσεις, μία ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ὑπεύθυνη γιά τήν δολοφονία τοῦ Μητροπολίτη Κορυτσᾶς Φωτίου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1906. Ἡ κυβέρνηση Γεωργ. Θεοτόκη συνειδητοποίησε ὅτι οὐδεμία πιθανότητα ἱδρύσεως ἑνός κράτους κατά τά πρότυπα τῆς Δυαδικῆς Μοναρχίας ὑπῆρχε καί ἀπεφάσισε νά προσεταιριστεῖ διαφόρους Ἀλβανούς μπέηδες καί διανοουμένους, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦσαν ἐπιρροή στόν ὑπόλοιπο πληθυσμό. Ἕνας ἐξ αὐτῶν ἦταν καί ὁ Ἰσμαήλ Κεμάλ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό οἰκογένεια μπέηδων τοῦ Αὐλώνα καί ἐξέδιδε μία ἐφημερίδα, ἡ ὁποία τυπωνόταν σέ τρεῖς γλῶσσες: τήν ἀλβανική, τήν ἑλληνική καί τήν τουρκική. Ὑπεγράφη μία συμφωνία, ἡ ὁποία ἔφερε τόν τίτλο «Δήλωσις Συνεννοήσεως» καί ἀποσκοποῦσε στήν σύσφιξη τῶν διμερῶν σχέσεων. Στό κείμενο διακηρυσσόταν ὅτι οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἀλβανοί ἦταν ἀδελφοί καί φίλοι λαοί, ἄνευ διακρίσεως θρησκείας. Ὡς ἐκ τούτου, δεσμεύονταν σέ ἕνα κοινό πρόγραμμα μέ σκοπό τήν ἀνεμπόδιστη ἀνάπτυξη κάθε λαοῦ, ἐντός τῶν ὁρίων πού τόν ἔταξε ἡ ἱστορία. Ἐάν τό status quo ἔμελλε νά μεταβληθεῖ, θά ἐδημιουργεῖτο μία αὐτόνομη Ἀλβανία καί θά ἀποκαθίσταντο τά δίκαια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τόσο οἱ Ἕλληνες ὅσο καί οἱ Ἀλβανοί ἀπέρριπταν τίς προσπάθειες ἐνσωματώσεως τῶν ἐθνοτήτων τους ἀπό τήν κεντρική ὀθωμανική διοίκηση καί κατεδίκαζαν τήν καταπιεστική πολιτική τῆς Ὑψηλῆς Πύλης. Τέλος, σημειωνόταν ὅτι ἡ θρησκευτική ἐλευθερία καί ἡ πολιτική αὐτονομία τῶν δύο λαῶν ἀποτελοῦσαν τίς βάσεις τοῦ ἐθνικοῦ προγράμματος καί τῶν ἐνδόμυχων πόθων τους.

Δυστυχῶς, ἡ συμφωνία αὐτή οὐδέποτε ἐφαρμόστηκε, καθώς τό κίνημα τῶν Νεοτούρκων ἔδωσε μεγάλη ὤθηση στόν ἀλβανικό ἐθνικισμό. Ἱδρύθηκαν ἀλβανικά σχολεῖα, πολιτιστικοί σύλλογοι καί λέσχες, ἐνῶ ἐκδόθηκαν ἀρκετές ἐφημερίδες καί περιοδικά  Οἱ Νεοτοῦρκοι, ὅμως, δέν ἐφήρμοσαν τίς διακηρύξεις τους μέ ἀποτέλεσμα ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς σημερινῆς βορείου Ἀλβανίας νά βρεθεῖ σέ ἀναβρασμό ἕως τίς παραμονές τοῦ Ἅ΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου. Πάντως, ἡ ἀναταραχή δέν ἐπεκτάθηκε στήν βόρεια Ἤπειρο ἤ ὅπου ἀλλοῦ κατοικοῦσαν συμπαγεῖς ἑλληνικοί πληθυσμοί.

Οἱ Ἀλβανοί παρέμειναν οὐδέτεροι κατά τόν ἰταλοτουρκικό πόλεμο τῶν ἐτῶν 1911-1912 πρός μεγάλη δυσαρέσκεια τῆς Ρώμης. Οὔτε, ὅμως, ἡ Ὑψηλή Πύλη ἐξετίμησε τήν στάση τους καί πολλοί Ἀλβανοί ἐθνικιστές ἐξεγέρθησαν ἐκ νέου τό θέρος τοῦ 1912. Αὐτοί προέβαλαν μετριοπαθῆ αἰτήματα, τό πλέον ἀκραῖο ἐκ τῶν ὁποίων συνίστατο στήν παραχώρηση διοικητικῆς αὐτονομίας. Τελικῶς, οἱ Νεοτοῦρκοι ὑπέγραψαν μέ αὐτούς τήν συμφωνία τῶν Σκοπίων, μέ τήν ὁποία προχώρησαν σέ σημαντικές παραχωρήσεις πρός τούς Ἀλβανούς. Ἡ σημαντικότερη ἐξ αὐτῶν συνίστατο στήν ἐδαφική διασαφήνιση τῶν ἐδαφῶν «τους». Ἔκτοτε, ὡς Ἀλβανία λογιζόταν ἡ περιοχή, ἡ ὁποία ἀνῆκε στά βιλαέτια Σκόδρας, Ἰωαννίνων, καθώς καί μεγάλα τμήματα τῶν βιλαετίων Κοσόβου καί Μοναστηρίου. Αὐτό διέλυσε τήν ἕως τότε σύγχυση, καθώς οἱ Ἀλβανοί ἐθνικιστές εἶχαν πλέον μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στήν ὁποία θά προσάρμοζαν τά σχέδιά τους περί αὐτονομίας, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες εἶδαν νά συμπεριλαμβάνονται στήν Ἀλβανία ἐδάφη μέ ἀμιγῶς ἑλληνικό πληθυσμό ἤ μέ σαφῆ πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου.

Ἡ ὑπογραφή τῆς συμφωνίας αὐτῆς τούς ἀποξένωσε πλήρως ἀπό τούς ὑπολοίπους χριστιανικούς βαλκανικούς λαούς, οἱ κυβερνήσεις τῶν ὁποίων (ἑξαιρουμένης τῆς βουλγαρικῆς) θεωροῦσαν ὅτι οἱ Ἀλβανοί εἶχαν διασφαλίσει ἐδάφη, στά ὁποῖα κατοικοῦσαν κατά πλειοψηφία ὁμοεθνεῖς τους (δηλαδή Ἕλληνες, Μαυροβούνιοι καί Σέρβοι). Ὡς ἐκ τούτου, οἱ Ἀλβανοί ἐθνικιστές (οἱ ὁποῖοι δέν διέθεταν μία κοινά ἀποδεκτή ἡγεσία) δέν συμμετεῖχαν στίς συνομιλίες γιά τήν ὑπογραφή τῶν συμφωνιῶν μεταξύ τῶν χριστιανικῶν βαλκανικῶν λαῶν. Μετά δέ τήν ἔναρξη τοῦ Ἅ΄ Βαλκανικοῦ Πολέμου, εὑρέθησαν ἀπομονωμένοι. Ἀρχικῶς, πολλοί ἐξ αὐτῶν ἐξεγέρθηκαν καί διεκήρυξαν τήν πρόθεσή τους νά διαφυλάξουν τήν ἐδαφική ἀκεραιότητα καί τήν ἐλευθερία τῶν περιοχῶν «τους». Ἐντούτοις, οὐδείς ἔδωσε σημασία στίς διακηρύξεις τους καί στρατεύματα τῶν Μαυροβουνίων (κυρίως) καί τῶν Σέρβων (δευτερευόντως) εἰσέβαλαν στά διαφιλονικούμενα ἐδάφη. Κατά συνέπεια, οἱ Ἀλβανοί ἔγιναν οἱ μόνοι Βαλκάνιοι, οἱ ὁποῖοι συνεργάστηκαν μέ τίς ὀθωμανικές δυνάμεις.

Τήν ἴδια περίοδο, ὁ Ἰσμαήλ Κεμάλ καί ὁ δάσκαλος Λουΐτζι Γκουρακούμι ἐπεσκέφθησαν διαδοχικά τήν Κωνσταντινούπολη, τό Βουκουρέστι καί τήν Βιέννη, ἐρχόμενοι σέ ἐπαφή ὄχι μόνον μέ τίς ἐκεῖ ἀλβανικές παροικίες ἀλλά καί μέ διπλωμάτες τῶν χωρῶν αὐτῶν. Ἐπίσης, ἀρκετοί Ἰταλοαλβανοί διανοούμενοι ἀξίωσαν μέ ὑπομνήματά τους ἀπό τήν ἰταλική κυβέρνηση νά ἀναλάβει πρωτοβουλία διασώσεως τῶν ὁμοεθνῶν τους. Οἱ συνεχεῖς στρατιωτικές ἧττες τῶν Τούρκων καί ἡ ραγδαία προέλαση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καθιστοῦσαν τήν θέση τῶν Ἀλβανῶν ἐθνικιστῶν ἰδιαιτέρως ἐπισφαλῆ. Τήν 28η Νοεμβρίου 1912, ὁ Ἰσμαήλ Κεμάλ (ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη σχηματίσει μία προσωρινή κυβέρνηση) ἀνεκήρυξε τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἀλβανίας ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς πρώτης ἀλβανικῆς ἐθνοσυνελεύσεως στόν Αὐλώνα. Σημειωτέον ὅτι ἡ πόλη καί λίγα χωριά τῆς περιοχῆς ἦταν τά μόνα ἐδάφη τά ὁποῖα εἶχαν ἀπομείνει ὑπό τόν ἔλεγχο τῶν Ἀλβανῶν ἐθνικιστῶν. (συνεχίζεται)

(Ἀπόσπασμα ἀπό τό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Ἀθήνα : ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)