Μνήμοσυνο Ευζώνων στη Βίγλα


Προσφώνηση Μητροπολίτου Ἀνδρέου στὸ Μνήμοσυνον τῶν Αἰτωλοακαρνάνων Εὐζώνων  στὶς 18.11.1940 στὴν περιοχὴ Βίγλα Κονίτσης ( 20.11.2011).

        Κατ’ ἀρχὴν νὰ σᾶς καλωσορίσω ποὺ ὑπεβλήθειτε στὸν κόπο νὰ ‘ρθεῖτε  ἕως ἐδῶ γιὰ νὰ προσκυνήσετε τοὺς τάφους τῶν παλληκαριῶν ποὺ πρὶν ἀπὸ 71 χρόνια ἔσωσαν ὄχι μόνον τὴν τιμὴ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ τὴν τιμὴ καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Θὰ παρακαλοῦσα αὐτὴν τὴν ἐκδήλωση νὰ τὴν συνεχίσετε. Μὲ κανέναν τρόπο νὰ μὴν τὴν σταματήσετε. Διότι αὐτὴ ἡ ἐκδήλωση, καὶ ἀνάλογες ἐκδηλώσεις, δείχνουν ὅτι οἱ Ἕλληνες πάντοτε τιμοῦσαν τοὺς ἥρωες τοῦ Ἔθνους. Καὶ ἄν φέτος ἔγιναν παρατράγουδα σὲ κάποιες πόλεις μὲ τὶς παρελάσεις, οἱ ὁποῖες εἶχαν προγραμματισθεῖ καὶ ὁρισμένες τελικῶς δὲν ἔγιναν, ὀφείλεται στὸ ὅτι μία μικρὴ μειοψηφία Ἑλλήνων δὲν τὶς θέλει τὶς παρελάσεις. Δὲν θέλει τοὺς ἥρωες, δὲν θέλει τοὺς νεκροὺς τοῦ Ἔθνους. Γι’ αὐτὸ, λοιπόν, νὰ τὴν συνεχίσετε αὐτὴν τὴν ἐκδήλωση. Ἐγὼ, καὶ ἄλλοτε σᾶς τὸ εἶπα, ὅσο εἶμαι στὰ πόδια μου, ὅσο ἀντέχω καὶ ἔχω δυνάμεις, θὰ ἔρχομαι πάντοτε ἐδῶ νὰ τελῶ τὸ «Τρισάγιον» ὡς ἐπωφειλώμενο χρέος τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά, ποὺ ἔπεσαν «ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος». Δὲν τὰ ἔστειλε καμμία «Τρόϊκα» ἐδῶ. Δὲν τὰ ἔστειλε καμία Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσις ἐδῶ, ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχαν αὐτὲς τότε, ἄν καὶ κάτι ἀνάλογα ὑπῆρχαν ἐκείνη τὴν ἐποχή. Τὰ ἔστειλε ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ τὸ καθῆκον ποὺ ἔνιωθαν μέσα τους νὰ προασπίσουν αὐτὸν τὸν τόπο. Αὐτὰ τὰ ἁπλὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται νὰ τιμοῦμε αὐτοὺς τοὺς λεβέντες, αὐτοὺς τοὺς Ἥρωες, νὰ ἀγαποῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν Πατρίδα μας καὶ ἄν οἱ περιστάσεις τὸ φέρουν νὰ δώσουμε καὶ τὴν ζωή μας ἀκόμη, ἄν χρειασθεῖ γι’ αὐτὸν τὸν εὐλογημένο τόπο.

        Καὶ ἐπειδὴ σήμερα στὴν Ἐκκλησία διαβάστηκε ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλούσιου, ἔκανα μέσα μου ἕνα συνειρμὸ σκέψεων καὶ εἶπα ὅτι καὶ ὁ Μουσολίνι ἄφρων πλούσιος ἀπεδείχθη, διότι τὶ ἤθελε ; - Νὰ πάρουμε τὴν Ἀβησσυνία, νὰ πάρουμε τὴν Κηρυναϊκὴ νὰ πάρουμε τὴν Ἀλβανία. Ἀλλὰ ὅταν εἶπε νὰ πάρουμε καὶ τὴν Ἑλλάδα τὶ ἔγινε; Ἔσπασε τὰ μοῦτρα του, ἔφυγε κατησχημένος  καὶ ἡ Ἑλλὰς ἦταν «ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους» τῆς δικτατορίας τοῦ Μουσολίνι. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται, ἐπαναλαμβάνω, στὸν ἡρωϊσμὸ αὐτὸν τῶν
ἁπλῶν καὶ ἀφανῶν παιδιῶν τοῦ Ἔθνους. Γι’ αὐτὸ, λοιπόν, νὰ τοὺς τιμοῦμε καὶ θὰ ἔλεγα κάτι ποὺ τὸ εἶχα πεῖ μιὰ ἄλλη φορὰ ὅταν εἴχατε φέρει μερικοὺς μαθητὰς τοῦ Λυκείου ἐδῶ νὰ προσκυνήσουν μαζί σας. Καλὸν θὰ εἶναι κάθε χρονιὰ ποὺ θὰ ‘ρχεστε νὰ φέρνετε κάποια παιδιά, μεγάλα παιδιὰ τοῦ Λυκείου, ὥστε νὰ παίρνουν κι  αὐτὰ μία «γεύση» καὶ νὰ ὑπάρχει μία συνέχεια. Γιατὶ τὰ παιδιὰ ὅ,τι τὰ διδάξουμε θὰ κάνουν. Μὴν τὰ κατηγοροῦμε ὅλα ὅτι κάνουν ἐτοῦτο κάνουν ἐκεῖνο. Ἀλλὰ ἐντάξει, ἐμεῖς τὶ κάνουμε γιὰ τοῦτα τὰ παιδιά ;  Νὰ τὰ φέρνετε, λοιπόν, τὰ παιδιά - γιὰ μᾶς καλοδεχούμενοι εἶστε - εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι μαζὶ ἑνωμένοι καὶ μονοιασμένοι νὰ βοηθήσουμε καὶ τοῦτον τὸν τόπο ἐδῶ, ποὺ ἔχει ἐρημώσει πλέον, δὲν ἔχει ἄνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ὅλοι νὰ βοηθήσουμε τὴν Πατρίδα μας, ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἐπιδιώξουμε : νὰ γίνει σεβαστὴ στοὺς φίλους καὶ ὑπολογίσιμη   στοὺς ἐχθρούς. Ἡ εὐχή μου καὶ ἡ προσευχή μου εἶναι νὰ εἶστε καλά, νὰ ὑγιαίνετε, νὰ χαίρεστε, νὰ ἀγωνίζεσθε «τὸν καλὸν ἀγῶνα», «καὶ εἰ ὁ Θεὸς μεθ’ ὑμῶν, οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν». Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους, εὐλογημένα καὶ ἅγια.  

Χ. Παρατηρητής