"Μείνε ξέφροντη γιαγιά Καλλιόπη" - για την πρώτη επιστροφή του Φ. Μπελέρη στη Χειμάρρα μετά την εκλογή του ως Δήμαρχος


-Να με πάρει ο θεός, δεν αντέχω άλλο παιδί μου.
-Να του το ζητήσουμε μω γιαγιά, πότε θέλεις ;
-Όταν έρθει εκείνη η ώρα μοναχό μου, δε θέλω να λείπει κανένα από τα αγγόνια μου, πώς να έρθουν τώρα τα παιδιά του Κώτση και της Χρύσως από την Κώ; Να περάσει ο χειμώνας και να με πάρει…
Είναι ο διάλογος που είχα με τη δική μου γιαγιά πριν από κάποια χρόνια. Δεν την ένοιαζε πως και αν θα πεθάνει, η μόνη έγνοια της ήταν να έχει τα αγγόνια της κοντά.
Οχτώ παιδιά και πάνω από τριάντα εγγόνια είχε η γιαγιά Καλλιόπη από τη Χειμάρρα. Στα 98 της, παραμονή πρωτοχρονιάς έφυγε, κουβαλώντας μαζί της μνήμες από πολέμους και κακουχίες. Όπως κάθε γιαγιά, θα ήθελε και αυτή να είχε κοντά αυτή τη μέρα τους απογόνους της, και πιο πολύ το Διονύση (Φρέντη) της. Πήγαν στο σπίτι και την συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία πάνω από χίλια άτομα. Γνώριζε πως οι περισσότεροι δεν πήγαν για αυτήν αλλά δεν την πείραζε αυτό, ίσα ίσα που καμάρωνε. Οι πιο πολλοί πήγαν να δουν το Φρέντη, να τον χαιρετήσουν και να υποβάλουν σεβασμό σε έναν αγωνιστή που τους έκανε περήφανους, σε έναν άνθρωπο που κατάφερε να τσάκισε την αλαζονεία του Ράμα που φάνταζε ανίκητη. Αφού δεν τον νίκησε στις εκλογές, το καθεστώς των Τιράνων τον φυλάκισε, κρατώντας σε ομηρία όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τον Δήμο Χειμάρρας.
Στο άκουσμα της είδησης για το θάνατο της γιαγιάς, αναπόφευκτα η σκέψη πάει αλλού. Παρά την θλίψη για την απώλεια του ανθρώπου τους, την περασμένη Κυριακή, η οικογένεια Μπελέρη και οι Χειμαρριώτες ετοίμασαν και την υποδοχή του πολιορκημένου αλλά ελεύθερου δήμαρχο τους. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτός ο λαός κάνει λάβαρο ένα φέρετρο. Δεν η πρώτη φορά που μια κηδεία μετατρέπεται σε λαϊκή διαδήλωση. Κυριακή ήταν και τότε, τον Φεβρουάριο του 1943 όταν οι Αθηναίοι διαδήλωναν κατά της γερμανικής κατοχής στην κηδεία του Κωστή Παλαμά. Κυριακή ήταν και στις 3 Νοεμβρίου του 1968 όταν ο ίδιος λαός διαδήλωνε κατά της Χούντας στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου.
Η αλβανική νομοθεσία προβλέπει άδεια σε κρατούμενους όταν υπάρχει σοβαρός οικογενειακός λόγος όπως γάμος και κηδεία. Το δίκιο όμως στην Αλβανία δεν είναι ίδιο για όλους, περνάει από τα «φίλτρα» της εξουσίας. Ούτε οι πιο δύσπιστοι δεν θα περίμεναν τέτοια απάνθρωπη συμπεριφορά προς τον εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρρας.
 
Η οικογένεια του τον περίμενε στο σπίτι αλλά τα 6-7 βαν των ειδικών δυνάμεων της Αλβανικής Αστυνομίας που τον μετέφεραν, στάθμευσαν στην είσοδο του νεκροταφείου και περίμεναν. Την ώρα που τελούνταν η Νεκρώσιμος Ακολουθία, εντός του κοιμητηριακού ναού του Αρχάγγελου Μιχαήλ ήταν μόνο 50 άτομα. Ο πολύς ο κόσμος ήταν έξω, άλλοι περιφέρονταν γύρο από τα οχήματα της αστυνομίας με την ερώτηση «που τον έχουν;». Κάποιοι διαπληκτίζονταν με τους αστυνομικούς που δεν τον άφηναν ελεύθερο να συμμετέχει στην κηδεία, με τους πιο ψύχραιμους να τους συγκρατούν. Κάποιοι φώναζαν συνθήματα συμπαράστασης όπως «κράτα γερά» και «είμαστε μαζί σου».
Κάποια στιγμή το φέρετρο βγήκε από την εκκλησία, διέσχισε το πλήθος και πέρασε δίπλα από τη διμοιρία των αστυνομικών που φρουρούσαν τον «μεγάλο εγκληματία». Η πομπή σταμάτησε για λίγο, λες και άκουσαν τη γιαγιά Καλλιόπη να τους λέει «σταματήστε, θέλω να δω το αγγόνι μου». Ο χρόνος σταμάτησε, νεκρική σιγή, ο Φρέντης μέσα στο «κλουβί» με χειροπέδες, πώς να αισθάνεται;
Δανείζομαι την περιγραφή αυτής της στιγμής, μιας φοιτήτριας από τη Χειμάρρα:
«…Σήμερα, έμελλε να βιώσεις μια παράδοξη μάχη μέσα σου. Έπρεπε να παλέψει, από τη μια η θλίψη για το χαμό της γιαγιάς σου, που όσοι είμαστε εγγόνια δεν θέλουμε να δούμε πότε αυτή τη μέρα, με τη χαρά που ένιωσες τους Χιμαραίους δίπλα σου, να ζητωκραυγάζουν για σένα, για πρώτη φορά μετά τη νίκη σου, κοντά σου. Μια καθυστερημένη γιορτή, στο μαύρο σύννεφο ενός θανάτου. Και εσύ τι να κάνεις; Να μαραζωθείς ή να χαρείς; Να κλάψεις; Κι αν κλάψεις, γιατί να κλάψεις; Για τον χαμό που βιώνεις ή ότι βλέπεις και πάλι τη Χιμάρα που τόσο λαχταράς;
Τι κάνεις με μια τέτοια εσωτερική μάχη; Τι να πρωτοαφήσεις να αναδυθεί; Τι να εκφράσεις; Μένεις σιωπηλός. Κι αυτή η σιωπή, κρύβει μια άβυσσο. Εμείς φωνάζουμε για σένα, αλλά εσύ φωνάζεις πιο δυνατά από εμάς...» (https://www.himara.gr/.../28734-kaneis-den-tha-ithele-na...)
(Γιολάντα Λαζάρη - Φοιτήτρια ΑΠΘ)
Η κυβέρνηση του Ράμα έδειξε για άλλη μια φορά τη βαρβαρότητα της. Αντί να σεβαστεί αυτό που ορίζει ο νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις, ήρθε να κάνει επίδειξη δύναμης, ποδοπατώντας τους τάφους, τις μνήμες και το δίκιο των Χειμαρριωτών.
«Καλύτερα να μη του έδιναν άδεια» μου είπε θλιμμένος ο γιός του ο Πέτρος. Είδα αγανακτισμένα πρόσωπα, «αν ξέραμε ότι θα συμπεριφέρονταν έτσι, θα ετοιμαζόμασταν και εμείς διαφορετικά», μου είπε κλαίγοντας μια λεβέντισσα. Τους παρηγορούσα συγκρατώντας τη δική μου ταραχή, με το «κάναμε αυτό που έπρεπε» και «καλύτερα που έγινε έτσι».
Καμία λύτρωση δεν ήρθε από τις κηδείες του Παλαμά και του Παπανδρέου, ίσα ίσα που ακολούθησαν νέες συλλήψεις. Ήταν όμως τα φέρετρα που όπως ανατριχιαστικά απήγγειλε ο Άγγελος Σικελιανός «ακούμπησε η Ελλάδα» και η δικαιοσύνη δεν άργησε να έρθει.
Είμαι βέβαιος πως η γιαγιά Καλλιόπη έφυγε ανακουφισμένη που το δικό της φέρετρο έγινε αποκούμπι για το δίκιο της Χειμάρρας.
Κλείνω με μία φράση από το λόγο του Ευθύμιου Μπιτζίλη (Πατερ Θύμιος Μπιτζιλις) που τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία:
«Μείνε ξέφροντη (σ.σ. ξέγνοιαστη) γιαγιά Καλλιόπη, ο Διονύσης θα γυρίσει με δόξα και τιμές»