Το μακρύ χέρι της Τουρκίας


Στὴ σύγχρονη πολιτικοδιπλωματικὴ ἱστορία εἶναι ἐμπράκτως διαπιστωμένη ἡ ὑπονομευτικὴ δράση τῆς Τουρκίας σὲ πολλὲς περιοχὲς ὅπου θεωρεῖ ὅτι ἔχει συμφέρον καὶ στὶς ὁποῖες ἀπροκαλύπτως προσπαθεῖ γιὰ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνασύσταση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἕνας ἀπό τούς στοχούς τῆς προπαγάνδας τους εἶναι οι Γκαγκαοῦζοι, ἕνας λαὸς ἄγνωστος στούς περισσοτέρους μας, μὲ πιθανὴ ἑλληνικὴ τὴν καταγωγὴ τῶν προγόνων τους, ποὺ ὅμως ἔχουν ἀνάγκη τῆς ἀρωγῆς μας και πού πρέπει νά γλυτώσουν ἀπὸ τον ἀσφυκτικὸ «ἐναγκαλισμὸ» τῶν Τούρκων, τοὺς ὁποίους Γκαγκαούζους μὲ μόνο στοιχεῖο τὸ ὄτι εἶναι τουρκόφωνοι, προσπαθοῦν νὰ τούς ἐκτουρκίσουν. Εἶναι τουρκόφωνοι (ζοῦσαν σὲ ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας) καὶ πιστοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μὲ ἐμφανῆ τὰ βαλκανικὰ πολιτισμικὰ φυσιογνωμικὰ χαρακτηριστικά. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ στοιχεῖα τοῦ παραδοσιακοῦ τους πολιτισμοῦ, αὐτὰ ἀποδεικνύουν τὴ βυζαντινή τους κληρονομιά.

Σήμερα βρίσκονται ἐγκατεστημένοι λίγοι στήν περιοχή τῆς Βάρνας καὶ σκόρπιοι σ’ ὄλη τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμυλία κυρίως δὲ στήν Ἰάμπολη τῆς Βουλγαρίας, σὲ 20 χωριὰ τῆς Ὀρεστιάδος, στὴ Ν. Ζίχνη καὶ τὰ Χρυσοχώραφα τοῦ Ν. Σερρῶν στὴν Ἑλλάδα, σὲ 7 χωριὰ τῆς Οὐκρανίας (40.000 ψυχὲς) καὶ λίγοι νοτίως της Κωνστάτζας τῆς Ρουμανίας. Ὅμως ὁ κύριος ὄγκος τους εἶναι ἐγκατεστημένος (σχεδὸν 180.000 ἄνθρωποι) στήν αὐτόνομη περιοχὴ τῆς Γκαγκαουζίας (1800 km2) τοῦ κράτους τῆς Μολδαβίας, μὲ πρωτεύουσα τὸ Κομρὰτ (30.000 κάτοικοι).

Στὴν Γκαγκαουζία λειτουργεῖ αὐτόνομο κοινοβούλιο μὲ πρόεδρο, σημαία, οἰκονομικὸ προϋπολογισμό, παιδεία, κοινωνικὴ πρόνοια, ἀσφάλιση κλπ. Ὅμως πρόκειται γιὰ τὴν πτωχότερη περιοχὴ τῆς πιὸ πτωχῆς χώρας τῆς Εὐρώπης. Οἱ κάτοικοι εἶναι γεωργοὶ καὶ κτηνοτρόφοι, ὡς λαθρομετανάστες ἐργάζονται σὲ ἄλλες χῶρες καὶ βοηθοῦν οἰκονομικῶς τοὺς συγγενεῖς τους, ἐνῶ λόγω τῆς φτώχειας βρίσκουν ἔδαφος δραστηριοποιήσεως πολλὲς αἱρέσεις πού διαθέτουν πακτωλοὺς χρημάτων.

Ὡς Ὀρθόδοξοι, ἀκολουθοῦν τὸ ρωσσικὸ τυπικό, καθὼς στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος ἐντάχθηκαν στὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας, λόγω μετεγκαταστάσεως στὰ ἐδάφη τῆς Τσαρικῆς Ρωσσίας, προκειμένου ν’ ἀποφύγουν τοὺς Τούρκους. Τοὺς γάμους τους τοὺς τελοῦσαν στοὺς Ναούς, ἀκόμη καὶ ἐπὶ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος καὶ ὅλοι ἤταν βαπτισμένοι ἐπίσης στοὺς Ναούς.

Μὲ τὸν Σύνδεσμο πού ἔχουν στὴ Θεσσαλονίκη, προωθοῦν τὴ διάδοση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης στὴν Γκαγκαουζία, ἀποστέλλοντας κάθε εἴδους βοήθεια. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ τοὺς συνέδραμαν καὶ ἐκκλησιαστικοὶ φορεῖς μὲ δύο δωρεὰν ἐκδόσεις (προσευχητάρι καὶ βίος Ἄγ. Γεωργίου) στὰ Γκαγκαούζικα καθὼς καὶ ὁ Ἱεραποστολικὸς Σύλλογος «ὁ Τίμιος Σταυρός». Σ’ αὐτὲς τὶς προσπάθειες πρωτοστατοῦν καὶ ἐδῶ ὅπως στὸ Βορειοηπειρωτικὸ Ἕλληνες ἱερωμένοι.

Ἡ γλώσσα πού μιλοῦν ἀνήκει στὴν τουρανικὴ οἰκογένεια γλωσσῶν. Στὴν ἐκκλησιαστική τους ὁρολογία χρησιμοποιοῦνται κυρίως ἑλληνικὲς λέξεις.

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν καταγωγή τους, ἡ ἐπικρατέστερη θεωρία εἶναι ὅτι πρόκειται γιὰ ἀπογόνους τῶν Χριστιανῶν κατοίκων τοῦ Ἰκονίου, οἱ ὁποῖοι μὲ τοὺς Χριστιανοὺς ἀξιωματούχους (ὅταν οἱ Μωαμεθανοὶ ἀξιωματοῦχοι πῆγαν μὲ τοὺς Μογγόλους), ἀκολούθησαν τὸν βαπτισμένο Χριστιανὸ Σουλτάνο (ἀπὸ μητέρα Χριστιανή, ὅπως καὶ τῶν προηγουμένων τεσσάρων Σουλτάνων) τοῦ Ἰκονίου Izeddin Kaikaus II ὄταν ἐκεῖνος κατέφυγε στοὺς Βυζαντινούς, στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος καὶ μὲ ἄδεια τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου Ἡ’ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Δομβρουτσὰ καὶ τὴν Ζίχνη.

Πολλοὶ Γκαγκαοῦζοι ἐντάχθηκαν στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία ἢ πολέμησαν στὸν Ἱερὸ Λόχο τοῦ Ὑψηλάντη, ὑπὸ τὸν ἡγέτη τους Δημήτριο Βατικιώτη, ἐνῶ τὸ 1860, οἱ κατοικοῦντες στὸ βουλγαρικὸ κράτος, ἀρνήθηκαν νὰ ἐνταχθοῦν στὴ βουλγαρικὴ ἐξαρχία, μένοντας πιστοὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ μέχρι τὸ 1906 ἀγωνίσθηκαν μὲ πάθος γιὰ τὴ διατήρηση τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων καὶ τῶν ἐκκλησιῶν τους, παρὰ τὶς ἀφόρητες πιέσεις τῶν Βουλγάρων, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων πολλοὶ «ἀπομακρύνθηκαν» ἀπ’ αὐτό.

Τὴ δεκαετία τοῦ 1930, ἡ Τουρκία συνεργαζόμενη μὲ τὴ Ρουμανία (στὴν ὁποία ἀνῆκε τότε ἡ περιοχὴ τῆς Γκαγκαουζίας ἕως τὸ 1944) δίδασκε τουρκικὰ σὲ ὁρισμένα σχολεῖα καὶ περίπου 50 Γκαγκαοῦζοι στάλθηκαν στὸ τουρκικὸ κράτος γιὰ σπουδές, ἐκτουρκισμὸ καὶ ἔνταξη στὸ Πατριαρχεῖο τοῦ πάπα Ἐφραίμ.

Ἀπὸ τῆς πτώσεως τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος τὸ 1990, πρῶτοι οἱ Τοῦρκοι μετὰ ἀπὸ τὴ Ρουμανία ἀναγνώρισαν τὴ Μολδαβία καὶ εἰδικῶς τὴν αὐτονομία τῆς Γκαγκαουζίας, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας, μέσα στὴ φτώχειά τους, δέχτηκαν τὴν ὅποια βοήθεια τῶν Τούρκων (πού ἦταν οἱ πρῶτοι πού βοήθησαν). Ἔκτοτε, οἱ πολιτικὲς ἡγεσίες Γκαγκαούζων καὶ Τούρκων, βρίσκονται σὲ συνεχεῖς ἐπαφὲς καὶ γίνονται συναλλαγὲς στὸ ἐμπόριο, ἐνῶ ὡς λαθρομετανάστες πηγαίνουν νὰ ἐργασθοῦν στὴν Τουρκία.

Ἀκόμη, ἡ Τουρκία ἐπιχορηγεῖ ἀλλὰ καὶ ἐλέγχει ὅλες τὶς πολιτισμικὲς καὶ πολιτιστικὲς ἐκφράσεις τους. Ὅλα γενικῶς χρηματοδοτοῦνται καὶ ἐλέγχονται ἀπὸ τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι προπαγανδίζουν ὅτι πρόκειται γιὰ πρωτοτούρκους καὶ μὲ τὶς σχέσεις πού ἔχουν ἀναπτύξει μὲ τοὺς «Χριστιανοὺς Τούρκους» ἀναβαθμίζουν σὲ πρώτη φάση τὴν εἰκόνα τους στὴν Εὐρώπη «ἀποδεικνύοντας» τὸν κοσμικὸ χαρακτήρα τοῦ κεμαλικοῦ κράτους «τηρώντας» δῆθεν ἴσες ἀποστάσεις μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλάμ, προωθώντας ταυτοχρόνως τὸ δικό τους πολιτιστικὸ καὶ πολιτισμικὸ μοντέλο στὴ Μολδαβία, ἱδρύοντας βιβλιοθῆκες, ἰνστιτοῦτα καὶ σχολές, ἐνῶ ταυτοχρόνως ἡ Τουρκία ἐξελίχθηκε σὲ μεγάλο ἐπενδυτὴ (στὴ Μολδαβία) στὸ ἐμπόριο, τὰ τεχνικὰ ἔργα, τὴ βιομηχανία, τὶς μεταφορὲς κλπ. Σὲ δεύτερη φάση οἱ Τοῦρκοι θὰ διεκδικήσουν πολλὰ περισσότερα, ὅπως πράττουν στὴ Θράκη μας.

Συμπερασματικῶς, διαπιστώνουμε τὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο «ἐργάζονται» διαχρονικῶς οἱ Τοῦρκοι, ὅπως καὶ στὰ θέματα τῆς Θράκης καὶ τῆς Κύπρου μας, τὶς πολλὲς ἐπιτυχίες τους, τὸ ὅτι δὲν ἀφήνουν «ἥσυχο» κανέναν καὶ ἂς ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὰ χειρότερα, καθὼς συνεχίζουμε νὰ κοιμόμαστε τὸν ὕπνο τοῦ ἀδιάφορου.

 Τὸ κείμενο συντάχθηκε μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ π. Κωνσταντίνου (πού συνδράμει ἀπὸ ἐτῶν τοὺς Γκαγκαούζους) καὶ σχετικοῦ ἐντύπου τοῦ Συνδέσμου Φίλων Γκαγκαουζίας πού συνέταξαν οἱ κ. Ν. Ταπούρης καὶ Ν. Λουκᾶς.

Πιστὸς τῆ Πίστει