Να γνωρίσουμε τα χωριά της Βορείου Ηπείρου: το Καισαράτι


Το Καισαράτι είναι κτισμένο στους πρόποδες του βουνού Σιέιζα στο λαγκάδι  που σχηματίζει ο λάκκος της Λεσινίτσας, σε υψόμετρο 250 μέτρα, 14 χιλιόμετρα ανατολικά των Αγίων Σαράντα. Συνορεύει βόρεια με την Γριάζδανη, ανατολικά με το Καρόκι και το Κομμάτι, νότια με τα τσαμοχώρια, δυτικά με τη Λιβαδειά και Λαζάτι.

Εντάσσονταν στην επαρχία της Λιβαδειάς, σήμερα στο δήμο Φοινίκης.

Η επιφάνεια του εδάφους στο χωριό  καλύπτεται από μια στρώση αργίλου και άμμου, με γκρι προς το κιτρινωπό χρώμα με πάχος 40-50 εκατοστά.

Το 1877  βρέθηκαν από τις ανασκαφές 20 γούρνες που προορίζονταν για την αποθήκευση των σιτηρών. Οι μελετητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αυτές οι γούρνες-πιθάρια, χρίστηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα για την τοποθέτηση των σιτηρών ως τροφή για το στρατό του, όταν πολεμούσε με τον Πομπήιο τον Ι αιώνα π. Χ.  που τον νίκησε στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας. Από τον Αυτοκράτορα, λέει μια εκδοχή, πήρε το όνομά του και το χωριό.

Στο Καισαράτι επίσης ανακαλύφθηκε κι ένα τάφος με πήλινα δοχεία που ανήκουν στον ΙV αιώνα π. Χ. Είναι πολύ παλιός οικισμός. Αναφέρεται με το όνομα αυτό από τον ΧV αιώνα.

Το 1582  αναφέρεται με 100 οικογένειες, καθώς και στον κατάλογο του Μοναστηριού Αγελάστου της Άνω Λεσινίτσας (1670-1692). Το 1852 είχε 10 σπίτια και το 1896 έφθασε τα 15. Στον Στατιστικό Πίνακα Πληθυσμού  Μουτεσσαριφλικίου (Υποδιοίκηση) Αργυροκάστρου (Βιλαετίου Ιωαννίνων), του έτους 1888, αριθμούνται 40 οικογένειες και 250 κάτοικοι. Κατά τα έτη 1913-1914 έχει καταστραφεί με ολοκαύτωμα από τον οθωμανικό στρατό. Το 1913 είχε 125 κατοίκους και το 1933 είχε 22 οικογένειες.

Κατοικείται από ελληνικής καταγωγής κατοίκους.

Στην επιθεώρηση του 1937 αναφέρεται πως φοιτούσαν από το χωριό στο σχολείο της Γράβας 3 μαθητές. Οι  οικογένειες ήταν 34 και οι κάτοικοι 158.

Το 1922 οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν κατά του φεουδάρχη Μουχαμέτ Κόκα του Δελβίνου.

Οι κάτοικοί του πήραν μέρος στον Αντιφασιστικό Αγώνα με 19 παρτιζάνους, προσφέροντας ακόμα και τη ζωή τους δύο απ’ αυτούς: ο Χρήστος Κίτος και ο Κώστας Τσιάτης.

Το 1957 οι χωριανοί ίδρυσαν Γεωργικό Συνεταιρισμό, όπου αργότερα ενώθηκαν με τα άλλα χωριά στον Ενωμένο Συνεταιρισμό της Γράβας.

Έχει παράδοση στην καλλιέργεια των σιτηρών, κυρίως στην οπωροκαλλιέργεια.

Το μέρος έχει ρεύματα νερού κι αυτό από το γεγονός που το  1973-1999 άνοιξαν 52 πηγάδια για πόσιμο νερό σε βάθος 8-10 μέτρα.

Στα χρόνια της γεωργικού συνεταιρισμού άνοιξε Οκτάχρονο σχολείο, εμπορικό κέντρο και ο αριθμός των κατοίκων έφθασε τους 648.

Σήμερα, λόγω μετανάστευσης, το χωριό άδειασε, το σχολείο έκλεισε και οι λίγοι κάτοικοί του είναι της τρίτης ηλικίας.

(από συνεργάτη της ΣΦΕΒΑ στη Β. Ήπειρο)