Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα στη Διελκυστίνδα της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας


(μέρος Α΄)

                                                                    Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος
                                                                     Νομικός-Διεθνολόγος
                                                                     Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Η περίοδος 1897 - 1909 ήταν μεστή εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον. Η Ιταλία ενέτεινε την δράση της στην Ήπειρο, ενώ στην ιδία περιοχή άρχισε να δραστηριοποιείται εντόνως και η αυστριακή διπλωματία. Πέραν των προαναφερθεισών (σε προηγούμενα άρθρα) συμφωνιών, οι κυβερνήσεις των δύο κρατών είχαν υπογράψει και το Σύμφωνο της Βιέννης, τον Φεβρουάριο του 1899. Σύμφωνα με αυτό, θα σέβονταν το καθεστώς της Αλβανίας, απέχοντας από οιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να μεταβάλει την κατάσταση υπέρ της μίας ή της άλλης δυνάμεως. Προς τούτο και απεκλήθη «Σύμφωνο ανιδιοτέλειας» ή υπόσχεση απραξίας (Promessa di non Fare). Την 18η Δεκεμβρίου του επομένου έτους, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Εμίλιο Βισκόντι-Βενόστα (Emilio Visconti - Venosta) εξέφρασε ανοικτά τις βλέψεις της χώρας του για την περιοχή από το βήμα του ιταλικού Κοινοβουλίου. Την επομένη, ο γνωστός πολιτικός κόμης Φραντσέσκο Γκουϊτσιαρντίνι (Francesco Guicciardini) δήλωσε ότι τα κυριότερα συμφέροντα της χώρας του ευρίσκοντο στην Μεσόγειο και αφορούσαν την Τριπολίτιδα και την Αλβανία. Προσέθεσε δε ότι η αυτονομία της δεύτερης αποτελούσε μία αληθή και δίκαιη λύση το ζητήματος· αληθή διότι ήταν εναρμονισμένη με την αρχή των εθνοτήτων και δίκαιη διότι δεν εζημίωνε κανένα από τα κράτη (σ.σ. τις Μεγάλες Δυνάμεις), τα οποία είχαν συμφέροντα στην Βαλκανική και την Μεσόγειο.  Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκαν και οι δηλώσεις άλλων Ιταλών αξιωματούχων.

Τον Σεπτέμβριο του 1900, υπεγράφη μία διμερής αυστρορουμανική συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι το Βουκουρέστι θα επετίθετο στην Σόφια, εάν η τελευταία εστρέφετο κατά της Υψηλής Πύλης. Εμμέσως, όμως, η συμφωνία αυτή αφορούσε και το ενδεχόμενο ρωσσικής εμπλοκής στην Βαλκανική. Η Βιέννη αναμειγνυόταν όλο και περισσότερο στην περιοχή. Λίγο μετά, συνήψε δύο συμφωνίες με την Ρωσσία (πιο γνωστές ως «πρόγραμμα της Βιέννης» και «πρόγραμμα του Μύρστενγκ»), τον Δεκέμβριο του 1902 και τον Οκτώβριο του 1903, αντιστοίχως. Αυτές προέβλεπαν την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στα περισσότερα βιλαέτια της ευρωπαϊκής επικράτειας του Σουλτάνου αλλά όχι και τον διορισμό χριστιανού διοικητή. Αυτός θα ήταν μουσουλμάνος αλλά το έργο του θα συνέδραμαν δύο βοηθοί, ένας Αυστριακός και ένας Ρώσσος, οι οποίοι θα εξακρίβωναν την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων. Αυτοί θα ονομάζονταν πάρεδροι. Επιπλέον, η τουρκική χωροφυλακή στην περιοχή θα αναδιοργανωνόταν από ξένους αξιωματικούς υπό την προεδρία ενός Γερμανού. Επίσης, προβλεπόταν η μεταβολή των γεωγραφικών ορίων των επαρχιών της Μακεδονίας προκειμένου να είναι εναρμονισμένα με την εθνολογική σύσταση των κατοίκων κάθε περιοχής. Τα προγράμματα αυτά υιοθετήθηκαν και από τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, αν και το Λονδίνο (όπως και η Ρώμη) εξέφρασαν ορισμένες επιφυλάξεις. Η Αθήνα απεδέχθη τα προαναφερθέντα προγράμματα, μολονότι εξεφράσθησαν αμφιβολίες για το κατά πόσον η εφαρμογή τους ήταν συμφέρουσα για τον ελληνισμό.

Τον επόμενο χρόνο, η Βαλκανική απετέλεσε το επίκεντρο του διπλωματικού ενδιαφέροντος. Ήταν η πρώτη φόρα κατά την οποία υπεγράφησαν τόσες πολλές συνθήκες σχετικές με την συγκεκριμένη περιοχή. Αυτό αποτελούσε απόδειξη της αναβάθμισης της γεωστρατηγικής αξίας της στους σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων. Επίσης, τα βαλκανικά κράτη προσεπάθησαν να ομαλοποιήσουν τις σχέσεις τους προς αντιμετώπιση του κοινού εχθρού : των Τούρκων. Επέλεξαν να παραβλέψουν τις διαφορές τους και να αφήσουν ανεπίλυτα τα «ακανθώδη ζητήματα», με αποτέλεσμα αυτά να δημιουργήσουν νέες περιπλοκές στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάρτιο υπεγράφη μία προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ Μαυροβουνίου και Σερβίας, στην οποία γινόταν λόγος για πρώτη φορά στο δόγμα «τα Βαλκάνια ανήκουν στους βαλκανικούς λαούς», καθώς και στην προβολή αμύνης από κοινού εναντίον εξωτερικής επιθέσεως. Τον ίδιο μήνα, απεκατεστάθησαν πλήρως οι βουλγαροσερβικές σχέσεις, οι οποίες ήταν «παγωμένες» μετά τον πόλεμο των ετών 1885 - 86. Οι κυβερνήσεις των δύο κρατών υπέγραψαν και μία μυστική συμφωνία πολιτικού χαρακτήρος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προσέγγιση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων έγινε υπό την συνεχή παρότρυνση της ρωσσικής διπλωματίας.

Τον επόμενο μήνα, υπεγράφη η πολύ σημαντική Συμφωνία της Αμπατσίας, μεταξύ Αυστριακών και Ιταλών. Αυτή συνομολογήθηκε στην ομώνυμη πόλη της Δαλματίας, αμέσως μετά την προαναφερθείσα σερβοβουλγαρική συνθήκη του Μαρτίου 1904. Ως βάση της συμφωνίας αυτής ελήφθη το προαναφερθέν «Πρωτόκολλο ανιδιοτέλειας» (του 1899). Η συγκεκριμένη συνθήκη εμπεριείχε την πρόβλεψη ότι σε περίπτωση ανατροπής του οθωμανικού καθεστώτος η Αυστρία και η Ιταλία θα ζητούσαν την αυτονομία της Αλβανίας. Σημειωτέον ότι η Βιέννη ανεγνώριζε για πρώτη φορά στην Ρώμη την θέση της Μεγάλης Δυνάμεως. O επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας Τομμάσο Τιττόνι (Tommaso Tittoni), αναγγέλλοντας το περιεχόμενο της συνθήκης αυτής στο Κοινοβούλιο της πατρίδος του, επανέλαβε τη ρήση του καγελλάριου της Αυστροουγγαρίας κόμη Άγκενορ Γκολουχόφσκι (Agenor Maria Adam Goluchowski) : «Εάν η Αυστρία και η Ιταλία επιθυμούν πραγματικά να ζήσουν εν ειρήνη, πρέπει η Αλβανία να παραμείνει δι’ αμφότερα τα κράτη ένα “Νoli me Tangere” (δηλαδή "μη μου άπτου") θέμα». (συνεχίζεται)

(Απόσπασμα από το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο υπό τον τίτλο «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1833 – 1949», Αθήνα : εκδόσεις Σάκκουλα, 2014)