150 χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ 1867 - 2017 ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ


ΕΚΔΗΛΩΣΗ  ΓΙΑ  ΤΟΝ  ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ   ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

ΑΙΘΟΥΣΑ  ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ  Κ.Δ.ΑΠ.  ΠΑΡΑΚΑΛΑΜΟΥ  26-11-2017

          Στὴν φιλόξενη αἴθουσα τοῦ ΚΔΑΠ (Κέντρο Δημιουργικῆς Ἀπασχολήσεως) Παρακαλάμου τοῦ Δήμου Πωγωνίου, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης στὴν καθιερωμένη, πλέον, ἑορταστικὴ ἐκδήλωση ποὺ πραγματοποιεῖ στὸ τέλος τοῦ χρόνου, τιμῶντας ἕνα ἐθνικὸ ἤ θρησκευτικὸ γεγονός ἤ πρόσωπο, θέλησε φέτος νὰ στρέψει τὴν σκέψη της στὸν Μικρασιατικὸ Ἑλληνισμό. Τὸν ἑλληνισμὸ τῆς Μ. Ἀσίας ποὺ μεγαλούργησε σὲ ὅλες τὶς προεκτάσεις τοῦ πολιτισμοῦ ἀλλὰ κυρίως τῆς παιδείας. Τὸν ἑλληνισμὸ αὐτό, πού, παρ’ ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες ἐπιβιώσεώς του, τοὺς διωγμούς, τὴν βία, τὸν κατατρεγμό, μπόρεσε ὄχι μόνον νὰ ἐπιζήσει ἀλλὰ καὶ νὰ μεγαλουργήσει. Ἡ Ἑλλάδα ὅλη γνώρισε τοὺς Μικρασιάτες πρόσφυγες ἀπὸ κοντὰ μετὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922, εἶδε καὶ θαύμασε τὸν πολιτισμό τους, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμά τους, τὴν μεγάλη πίστη τους στὸν Θεό, τὴν καρτερία τους. Συγχρόνως, ὅμως, ἕνας ἐπὶ πλέον λόγος ποὺ ἐπικεντρώθηκε ἡ ἀναφορά της στὸν Μικρασιατικὸ Ἑλληνισμὸ ἦταν, διότι συμπληρώθηκαν φέτος 150 χρόνια ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ μαρτυρικοῦ Ἱεράρχου Σμύρνης Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε τὸ 1867. Τὴ ζωή, τὸ ἔργο, καὶ τὴν προσφορά του παρουσιάσε ὁ Ἱστορικὸς κ. Δημήτριος Σκεύας στὴν μεστὴ ἀπὸ νοήματα ὁμιλία του ποὺ πιὸ κάτω θὰ παραθέσουμε.

          Ἡ ἐκδήλωση περιελάμβανε ἐπιπλέον ἐκτὸς τῆς ὁμιλίας, ὕμνους, τραγούδια, ἀπαγγελίες καὶ προβολές. Τὴν χορωδία ἀποτελοῦσαν τὰ μέλη τῶν δύο χορωδιῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως (ἀνδρικῆς καὶ παιδικῆς) μετὰ συνοδείας μουσικῶν ὀργάνων ὅπως ἀκκορντεόν, 3 κλαρίνα, τουμπερλέκι, 3 λαοῦτα, 2 κιθάρες, καθὼς καὶ ἁρμόνιο.  

          Τὸ ξεχωριστὸ στὴν ἐκδήλωση αὐτὴ ἦταν ὅτι τὴν ἡμέρα ποὺ πραγματοποιήθηκε ἡ ἐκδήλωση ἀποτελοῦσε γιὰ τὸν Παρακάλαμο μιὰ σημαντικὴ ἡμέρα. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ, προστάτου τοῦ παιδιῶν, καὶ ἀργία γιὰ τὸν Παρακάλαμο γιὰ τὸ ἑξῆς γεγονός:

Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, 26 Νοεμβρίου στὰ 1960, ὁ καιρὸς εἶχε ἀγριέψει πολὺ. Θεομηνία κυριολεκτικά. Ἀέρας, βροχή, κατακλυσμός. Τὰ παιδιὰ καὶ οἱ δάσκαλοι μὲ δυσκολία μαζεύτηκαν στὸ Σχολεῖο γιὰ τὸ καθιερωμένο μάθημά τους. Ἔκαναν τὴν πρωϊνὴ προσευχή τους ἐντὸς τοῦ κτιρίου καὶ εἰσῆλθαν στὶς τάξεις. Ὅμως, ὁ Διευθυντὴς τοῦ Σχολείου, ἦταν ἰδιαίτερα ἀνήσυχος. Δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ. Ἔβλεπε ἀπὸ τὸ παράθυρό του τὸν καιρό ποὺ ὅλο καὶ ἀγρίευε καὶ ἀγωνιοῦσε. Ἀδύνατον νὰ ἡσυχάσει. Ὡς θεία φώτιση τῆς στιγμῆς ἐκείνης, σίγουρα συνετέλεσε καὶ ἡ πρωϊνὴ προσευχή, ποὺ κάποιοι θέλουν νὰ τὴν καταργήσουν, παίρνει τὴν ἀπόφαση καὶ ἀνακοινώνει: «- Σήμερα δὲν θὰ γίνει μάθημα. Παρακαλῶ οἱ διδάσκοντες καὶ τὰ παιδιὰ νὰ ἀναχωρήσουν γιὰ τὰ σπίτια τους». Μετὰ τὸ κλείδωμα τῆς πόρτας καὶ τὴν ἀναχώρηση καὶ τοῦ Διευθυντοῦ κάμποσων μέτρων παραπέρα, ἀκούστηκε ἕνας φοβερὸς θόρυβος. Ἡ σκεπὴ τοῦ Σχολείου εἶχε καταρρεύσει. Ὑλικὲς ζημιὲς τεράστιες. Ἀπώλεια ἀνθρωπίνων ζωῶν οὐδεμία. Σώθηκαν ὅλοι τους ἐκ θαύματος. Ἦταν ἡμέρα ποὺ ἑόρταζε ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ προστάτης τῶν παιδιῶν. Τυχαῖο; Δὲν ὑπάρχει τύχη. Ὑπάρχει Θεὸς προνοητὴς καὶ Ἅγιοι ποὺ συμπαρίστανται στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος εἶχε κάνει τὸ θαῦμα του. Ἀπὸ τὸτε στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο Παρακαλάμου εὑρίσκεται ἀναρτημένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου στὸ διάδρομο τοῦ Σχολείου καὶ κάθε χρόνο ἀναπέμπεται δοξολογία γιὰ τὴν σωτηρία τῶν διδασκόντων καὶ διδασκομένων.

           Τὴν ἐκδήλωση ἔκλεισε ὁ Δήμαρχος Πωγωνίου κ. Κων/νος Καψάλης, ἐψάλη ὁ Ἐθνικὸς μας Ὕμνος, οἱ κυρίες τοῦ Συλλόγου Γυναικῶν Ἄνω Καλαμᾶ προσέφεραν σὲ ὅλους νηστίσιμα ἐδέσματα, ὅπως ἐκεῖνες θαυμάσια ξέρουν μὲ ὅλη τὴν τέχνη τους νὰ ἑτοιμάζουν, καὶ προσεφέρθησαν ἀναψυκτικὰ ἀπὸ τὸν Δῆμο Πωγωνίου.

Χ.Ἱ. Ἀμαραντινός


Ὁ Ἐθνοϊερομάρτυρας Χρυστόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης καὶ ἡ προσφορά του.

(Ὁμιλία τοῦ κ. Δημητρίου Σκεύα, Ἱστορικοῦ, κατὰ τὴν Ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγων. καὶ Κονίτσης στὶς 26.11.2017 στὸ ΚΔΑΠ  (Κέντρο Δημιουργικῆς Ἀπασχολήσεως) Παρακαλάμου).

 

1867:   150 χρόνια πέρασαν ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Μητροπολίτη, ποὺ σὰν τὸν ἀητὸ πέταξε ψηλά, σ’ ἄλλους Οὐρανούς, σ’ ἄλλα πελάγη γαλανά, δοξασμένα. Κι ἔλαχε σὲ μία πόλη μικρή, καθάρια ἑλληνική, τὴν Τρίγλια τῆς Βιθυνίας νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἐθνοϊερομάρτυρας.

Μὰ ἂς μιλήσει ὁ ποιητής, ὁ Γεώργιος Σουρῆς, γιὰ τὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς:

«...Καὶ μὲ τοῦτον τὸν Παπᾶ κάθε φρόνημα ψηλώνει./
Καὶ ἐγὼ βλέπω κάποιο χέρι μὲ σταυρὸ καὶ μὲ μαχαίρι/
ποὺ τὸ Γένος εὐλογεῖ καὶ τὸ κράτος φασκελώνει./
Νάτος ὁ Μητροπολίτης μὲ τὰ χέρια σηκωμένα/
τοὺς ἀγώνας εὐλογεῖ καὶ μὲ μάτια βουρκωμένα/
Χαῖρε, λέγει, ἡρώων γῆ».

 1922: Αὔγουστος, κι ἡ Μικρασία παραδομένη στὴ φωτιὰ καὶ τὸ μαχαίρι τοῦ Τούρκου. Ἡ Σμύρνη καίγεται καὶ ἡ Ἑλλάδα βυθίζεται στὸν πόνο, καὶ στὸ αἷμα τῶν παιδιῶν της. Τὸ μέτωπο σπᾶ! Τὸ Κράτος ἀπόν! Οἱ Τοῦρκοι ξεχύνονται σὰν ἄγριοι λύκοι. Σφάζουν! Ἁρπάζουν! Βιάζουν καὶ τρομοκρατοῦν. Θέλουν νὰ ξεριζώσουν κάθε τί ἑλληνικό, ρωμαίικο, Χριστιανικό.

Ὅλα καταρρέουν, καὶ ὁ λαὸς μένει ἀνήμπορος. Μοιάζει, πὼς κανεὶς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τὸν ψυχώσει, κι ὅμως, ἐκεῖ στέκεται γενναῖος, στὴ προκυμαία τοῦ Μαρτυρίου ὁ Χρυσόστομος. Στὴ προκυμαία τῆς Σμύρνης, ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Ἱεράρχης. Μόνος, ἔναντι πολλῶν στάθηκε, σὰν ἄλλος Πολύκαρπος, γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸ λαὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἔπεσε, χάθηκε πέφτοντας στὸ μαχαίρι, γιὰ νὰ ποτίσει κι ὁ ἴδιος τὰ χώματα ποὺ τόσο ἀγάπησε, τὰ ματωμένα χώματα τῆς Ἰωνίας.

Ὁ Χρυσόστομος Καλαφάτης στάθηκε ὄρθιος στὶς μεγάλες στιγμὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στάθηκε βράχος κόντρα στοὺς ἀνέμους τοῦ ἀνθελληνισμοῦ, ποὺ ὅπως σήμερα, ἔτσι καὶ τότε, χτυποῦσαν διαρκῶς τοὺς Ρωμηοὺς τῆς Ἀνατολῆς, μὰ καὶ τῆς σκλαβωμένης Ἑλλάδας. Μίας Ἑλλάδας Μεγάλης, ποὺ θ’ ἀγκάλιαζε ὅλα της τὰ παιδιά, ἀπὸ τοῦ Πόντου τὰ βουνὰ καὶ τὴν Καππαδοκία, ὡς τὸν Πύργο τὸν Λευκὸ καὶ τὴν Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο, ἐκεῖ ψηλά, τὸ Δέλβινο, τ’ Ἀργυρόκαστρο καὶ τοὺς Ἁγίους Σαράντα. Αὐτὸ ἦταν τ’ ὄνειρο, ἡ μεγάλη ἡ χαρά, «τὸ ποθούμενο» τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, αὐτὴ ἦταν ἡ Ἑλλάδα ποὺ φώλιαζε στὴ καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή, τοῦ μαρτυρικοῦ Ἱεράρχη. Καὶ γι’ αὐτὴ πάλεψε μὲ φλογερὴ ὁρμὴ μέχρι τέλους.

Δὲν φοβήθηκε στιγμή, ὅταν στὰ 1902 στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ’ νὰ ποιμάνει, στὴ πόλη τῆς Δράμας, τὸν καταδιωκόμενο λαό. Ἡ σλαβικὴ προπαγάνδα στὴ Μακεδονία τότε ὀργίαζε, οἱ Βούλγαροι, βάρβαροι, ὅπως καὶ στὸ καιρὸ τοῦ Βουλγαροκτόνου Βασιλείου τοῦ Β’, ἐπέβαλλαν μὲ τὰ ὄπλα τὸ δικό τους νόμο, τὸ νόμο τοῦ φονιᾶ καὶ τῆς φωτιᾶς. Λεηλατοῦσαν, ἀπειλοῦσαν καὶ ὁδηγοῦσαν στὸν ἀφανισμὸ ἀπροστάτευτα ἑλληνικὰ χωριά, πιέζοντάς τα νὰ προσχωρήσουν στὴ βουλγαρικὴ ἐκκλησία, τὴν Ἐξαρχία.

Οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες μὲ μανία κυνηγοῦσαν τὸν ἑλληνισμὸ σ’ ὁλόκληρή τὴ γῆ τῆς Μακεδονίας. Οἱ Τοῦρκοι τοὺς κάλυπταν, μένοντας ἀδιάφοροι. Ὁ μητροπολίτης Χρυσόστομος ἀντιδρᾶ καὶ δρᾶ! Ἀπόρριψη τοῦ Πατριαρχείου σήμαινε ἀπόρριψη τῆς Ἑλλάδας, καὶ ὁ μαρτυρικὸς Ἱεράρχης τὸ γνώριζε καλά. Μὲ ζῆλο ρίχνεται στὸν ἀγώνα. Ἡ κοινωνική του δράση γρήγορα γίνεται γνωστή. Χτίζει νέο μητροπολιτικὸ ναὸ γιὰ τὴ Δράμα, κτήριο Ἀρχιεπισκοπῆς, σχολεῖα, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο, οἰκοτροφεῖο, ἱδρύει φιλόπτωχες ἀδελφότητες, ὁδοιπορικοὺς συλλόγους, ἀναγνωστήρια καὶ μουσικοὺς συλλόγους, ἐπιβραβεύει καὶ προστατεύει τοὺς καλύτερους μαθητές. Προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀναζωπυρώσει τὴν ἐθνικὴ φλόγα. Τὸ Γένος μας καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν τὰ μεγάλα του ἰδανικά. Οἱ Βούλγαροι, ἀλλὰ καὶ οἱ Ρουμάνοι ἐθνικιστὲς λυσσομανοῦν ἐναντίον του. Οἱ Τοῦρκοι φανατίζονται, τὸ κλίμα γίνεται βαρὺ γιὰ τὸν Μητροπολίτη. Ξένοι, δῆθεν σύμμαχοι, ζητοῦν νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δράμα, τὴν πόλη ποὺ ὑπερασπίστηκε ἔναντι τῶν Βουλγάρων τόσο καρτερικά, σώζοντάς την ἀπὸ τὸν ὄλεθρο. Ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες πόλεις τῆς ἐπαρχίας του κόσμησε, γυρνώντας ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἐμπνέοντας μὲ θάρρος τὶς πληγωμένες καρδιές, τελώντας μνημόσυνα γιὰ τὰ θύματα τῶν ἐπιδρομέων Σλάβων, ἀλλὰ καὶ ὀργανώνοντας σώματα Ἑλλήνων μαχητῶν, ποὺ δὲν ἄργησαν νὰ χτυπήσουν τὸν ἄνανδρο ἐχθρό.

Ἡ μορφὴ του γρήγορα πέρασε στὴ σφαίρα τοῦ μύθου, τοῦ θρύλου. Τὸ πανελλήνιο θαυμάζει τὴν ἀνδρεία του. Ἦταν ἕνα στολίδι γιὰ τὸ Γένος, μὰ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ὁ Χρυσόστομος. Στὰ 1906 στὸ Παναθηναϊκὸ στάδιο οἱ χιλιάδες θεατές, μόλις κατάλαβαν τὴν παρουσία του ἐκεῖ, τὸν ἀποθέωσαν. Λίγο καιρὸ ἀργότερα ἀναγκάστηκε σὲ ἐξορία, γυρνώντας στὴ πατρική του γῆ, στὴ Τρίγλια τῆς Βιθυνίας. Ἡ γῆ τῆς Μακεδονία γίνεται τότε τὸ θέατρο ἑνὸς ἀγώνα ἔνδοξου καὶ μεγάλου, μὰ ξεχασμένου, πιά, καὶ μικροῦ γιὰ μᾶς τοὺς Νεοέλληνες, λίγα ὅμως χρόνια ἀπομένουν γιὰ τὴν λευτεριά.

Ἀπὸ τὸ 1908 οἱ Νεότουρκοι ἐμφανίζονται ὁλοένα καὶ πιὸ ἀπειλητικοί. Στὴ νέα τους Τουρκία δὲν χωρεῖ ὁ Χριστιανός, ὁ Ἕλληνας, ὁ Ἀρμένης. Οἱ Ἕλληνες στὴ Μικρασία προετοιμάζονται, μὰ δὲν φοβοῦνταν τὴν τουρκιά. Τὸ Μάιο τοῦ 1910 ἡ Σμύρνη χαίρεται. Ὁ Χρυσόστομος ἐκλέγεται Μητροπολίτης της. Τὸ στολίδι τῆς Ἰωνίας, «ἡ Σμύρνη τῶν Ἀπίστων», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, ἀποκτᾶ ποιμενάρχη ἀντάξιό της, δοκιμασμένο στὴ φωτιὰ καὶ τὸ σίδερο, μὲ πίστη καὶ ὅραμα. Ἐκεῖνος ἀμέσως ἀναδιοργανώνει ἐκκλησιαστικὰ τὴν ἐπαρχία του, ἀνακαινίζει τοὺς ναοὺς της, ἐνῶ κτίζει νέο μητροπολιτικὸ ναό, γιατί ὁ παλαιὸς εἶναι ἑτοιμόρροπος.

Ἐπικυρώνει τὸ κανονισμὸ τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης κοινότητας τῆς πόλης, μετατρέπει τὸ μητροπολιτικὸ μέγαρο σὲ ἐθνικὴ στέγη, φροντίζει γιὰ τὴν μισθοδοσία τοῦ κλήρου, ἐπιβάλλει τὸν ὑποχρεωτικὸ ἐκκλησιασμὸ τῶν μαθητῶν κάθε Κυριακὴ καὶ τὴν μετάληψή τους δυὸ φορὲς τὸν χρόνο, καθιερώνει τὸν ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ἐπὶ τοῦ λόφου Πάγου, ἐνῶ παρακινεῖ τὴν κοινότητα νὰ ἀγοράσει τὸ στάδιο, ὅπου ὁ Ἅγιος μαρτύρησε. Ἰδιαίτερη μέριμνα ὡστόσο ἔδειξε γιὰ τὴ Παιδεία, ὅπου ἐπιδίωξε τὸν ἐκσυγχρονισμό της, μὲ τὴν ὁμοιόμορφη ὀργάνωση τῶν σχολείων της. Συμπληρώνει τὸ διδακτικὸ προσωπικὸ τῆς περίφημης «Εὐαγγελικῆς σχολῆς τῆς Σμύρνης» μὲ νέους καθηγητές, θεμελιώνει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ νέο μεγάλο κτήριό της, ἐνῶ γιὰ τὰ κορίτσια ἐνισχύει τὸ ὀμήρειο καὶ θεμελιώνει τὸ νέο κτήριο τοῦ κεντρικοῦ παρθεναγωγείου. Δίνει κουράγιο στοὺς ἀσθενεῖς τῆς χολέρας, ποὺ στὰ 1910 πλήττει τὴ Σμύρνη γιὰ ἕνα χρόνο, συμπαραστέκεται καὶ δίνει ὁδηγίες στοὺς γιατρούς, ἐνῶ στὰ 1912 κτίζει νέα πτέρυγα στὸ γραικικὸ νοσοκομεῖο. Ἡ κοινωνική του δράση, ὁ πνευματικὸς καὶ πατριωτικός του ζῆλος ὀργίζουν τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι θεριεύουν, ξεκινώντας τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς θανατώσεις Ἑλλήνων καὶ Ἀρμενίων.

Ἐκτοπισμοί, σφαγές, λεηλασίες, ἀπειλὲς συνθέτουν τὸ σκηνικὸ κατὰ τὰ ἔτη 1914-1918. Ἡ νέα Τουρκία γεννᾶται μέσα σὲ αἷμα, ἀρμένικο καὶ ἑλληνικό. Τὸ 1919 ὅμως ἡ ἐλπίδα γιὰ λευτεριὰ ζωντανεύει, ἀντρώνεται καὶ τὰ ὄνειρα μοιάζουν νὰ βγαίνουν ἀληθινά, καὶ νάτος ὁ μητροπολίτης, μπρὸς στὴ Προκυμαία νὰ χαιρετᾶ τὸν Στρατό μας ποὺ ἔρχεται, ἐπιτέλους λυτρωτής. Μὰ ὅλα τὰ ὄνειρα δὲν ἔχουν αἴσιο τέλος. Ἡ προδοσία δὲν ἀργεῖ, Ἄγγλοι, Γάλλοι καὶ Ἰταλοὶ γυρνοῦν τὴν πλάτη, ἀποχωροῦν καὶ στέκουν ἀμίλητοι, κι ἀκούνητοι.

1921, κι οἱ Εὔζωνοί μας προχωροῦν πρὸς τὴν Ἄγκυρα, ἀλλὰ τὸ χρῆμα τῶν κομμουνιστῶν κι οἱ σφαῖρες τῶν μπολσεβίκων τοὺς λυγίζουν. Ὁ Κεμὰλ περνᾶ! Ὁ Πόντος πνίγεται στὸ αἷμα, ἡ Μικρασία ζεῖ τὴν καταστροφή. 

1922, Αὔγουστος. Ἡ Σμύρνη φλέγεται, οἱ γενναῖοι μας λαβωμένοι, τ’ ὄνειρο γίνεται ἐφιάλτης, ὅλοι κοιτᾶνε νὰ σωθοῦν, μὰ ἕνας προσμένει τὸ μαρτύριο. Σὰν ἄλλος Λεωνίδας, μὰ δίχως τοὺς τριακόσιους του, σὰν ἄλλος Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ποὺ λέει δὲν εἶναι δική μου ἡ πόλη γιὰ νὰ στὴ δώσω. Προσμένει, προσεύχεται καὶ καρτερεῖ. Μένει ἐκεῖ! Μαζὶ μὲ τὸν λαό του, μὲ τοὺς γέροντες, τὶς μανάδες, τὰ ἀθώα ἑλληνόπουλα! Μένει νὰ θυσιαστεῖ γιὰ τὴν μαγιὰ τοῦ Γένους μας ἀπ’ τὴν Ἀνατολή.

Τὸν καλοῦν νὰ φύγει, νὰ μπεῖ στὰ πλοῖα, νὰ σωθεῖ! Τοῦ στέλνουν φρουρά, μὰ τὴν ἀρνεῖται! Μόνο δυὸ Ἕλληνες κρατεῖ συντροφιά, τελεῖ τὴν Λειτουργία, εὐλογεῖ ὅλο τὸ λαό, προσεύχεται, καὶ γράφει. Ἐγκαλεῖ τὴν Κυβέρνηση, τὸν Βενιζέλο, μὰ εἶναι ἀργά. Ὅλα ἔχουν τελειώσει, ὁ Νουρεντὶν πασὰς τὸν καλεῖ, γιὰ νὰ τὸν παραδώσει στὸν μαινόμενο ὄλχο... «Αὐτοὶ εἶναι οἱ δικαστές σου», τοῦ εἶπε, «ἂν τοὺς ἔκανες καλὸ θὰ σοῦ κάνουν καλό, ἂν τοὺς ἔκανες κακό, κακὸ θὰ σοῦ κάνουν κι αὐτοί...» Τὸν ἅρπαξαν, τὸν χτύπαγαν μὲ ρόπαλα, μὲ κλωτσιὲς μὲ γροθιές, τοῦ τράβαγαν τὰ γένια ὡς ποὺ τὰ ξερίζωσαν, τὸν μαχαίρωσαν... Τοῦ ἔκoψαν τὴν γλώσσα, τὴ μύτη, τ’ αὐτιά, τοῦ βγάλανε τὰ μάτια. Τὸν σύρανε ὡς τὸν τουρκομαχαλά, ὅπου μπήξανε στὸ ἅγιό του σῶμα τὴν πατερίτσα του... Χάθηκε τὸ σῶμα του, ὅπως καὶ τόσων χιλιάδων μαρτύρων τῆς καταστροφῆς... Μνήματα, σπίτια, ἐκκλησιές, ὅλα χάθηκαν. Ζωές, κόσμοι, συντρίφτηκαν, θάφτηκαν κάτω ἀπὸ τὸν καπνὸ τῆς φωτιᾶς, τὶς κρεμάλες, τοὺς βιασμούς, τὰ οὐρλιαχτά, τὶς δολοφονίες.

Πλάι του κείτονται νεκροὶ καὶ ἄλλοι τέσσερις δεσποτάδες, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος, ὁ Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Ἰκονίου Προκόπιος, τοῦ Χρέους ὑπέρμαχοι καὶ τῆς Ἑλλάδας πρόμαχοι.

Πόντος, Βιθυνία, Παφλαγονία, Ἰωνία, Καππαδοκία... Ἕνας κόσμος ἀλλοτινός, ρωμαίικος Βυζαντινός. Μία πληγὴ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ κλείσει, μὰ κι ἕνας δρόμος ἀνοιχτός, φωτεινός, γεμάτος ζωή, πίστη, ἐλπίδα καὶ Θεό.

Γεμάτη ἡ ψυχή μας ἀπὸ πίκρα, μὰ καὶ χαρά, γιατί ζεῖ Κύριος ὁ Θεός μας! Γιατί ὁ Χρυσόστομος ζεῖ! Ζεῖ ἡ Σμύρνη! Κι ἡ Μικρασία ζεῖ! Μνῆμες θολές, μνῆμες παλιές, Ἥρωες ἑνὸς λαοῦ ποὺ εὔκολα ξεχνᾶ. Συναισθήματα βαριά, ποὺ μόνο ἡ καρδιὰ ἑνὸς ποιητῆ σεμνὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράζει, ὅπως αὐτὴ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ ποὺ λέει...

«Ὅπου καρδιά, ὅπου φρόνημα, τὸ Γένος, ἡ Ἐκκλησία,
καὶ τῶν Ἑλλήνων οἱ χοροὶ καὶ τῶν πιστῶν τὰ πλήθη,
Σοῦ προσκυνοῦνε, ἄμωμε, τὴ θεία δοκιμασία
καὶ τὸ μεταλαβαίνουνε τὸ αἷμα σου ποὺ ἐχύθη».

 

Ὁ Χρυσόστομος Καλαφάτης στάθηκε ὄρθιος στὶς μεγάλες στιγμὲς τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στάθηκε βράχος κόντρα στοὺς ἀνέμους τοῦ ἀνθελληνισμοῦ, ποὺ ὅπως σήμερα, ἔτσι καὶ τότε, χτυποῦσαν διαρκῶς τοὺς Ρωμηοὺς τῆς Ἀνατολῆς, μὰ καὶ τῆς σκλαβωμένης Ἑλλάδας. Μίας Ἑλλάδας Μεγάλης, ποὺ θ’ ἀγκάλιαζε ὅλα της τὰ παιδιά, ἀπὸ τοῦ Πόντου τὰ βουνὰ καὶ τὴν Καππαδοκία, ὡς τὸν Πύργο τὸν Λευκὸ καὶ τὴν Μακεδονία.

Τὸν ἅρπαξαν, τὸν χτύπαγαν μὲ ρόπαλα, μὲ κλωτσιὲς μὲ γροθιές, τοῦ τράβαγαν τὰ γένια ὡς ποὺ τὰ ξερίζωσαν, τὸν μαχαίρωσαν... Τοῦ ἔκoψαν τὴν γλώσσα, τὴ μύτη, τ’ αὐτιά, τοῦ βγάλανε τὰ μάτια. Τὸν σύρανε ὡς τὸν τουρκομαχαλά, ὅπου μπήξανε στὸ ἅγιό του σῶμα τὴν πατερίτσα του... Χάθηκε τὸ σῶμα του, ὅπως καὶ τόσων χιλιάδων μαρτύρων τῆς καταστροφῆς... Μνήματα, σπίτια, ἐκκλησιές, ὅλα χάθηκαν. Ζωές, κόσμοι, συντρίφτηκαν, θάφτηκαν κάτω ἀπὸ τὸν καπνὸ τῆς φωτιᾶς, τὶς κρεμάλες, τοὺς βιασμούς, τὰ οὐρλιαχτά, τὶς δολοφονίες.