Η ιστορία μιας ωλένης


Ἡ μάχη κρατοῦσε μέρες τώρα χωρίς διακοπή. Ἀπέναντί τους οἱ Μελανοχίτωνες, ἡ ἐπίλεκτη σωματοφυλακή τοῦ Μουσολίνι. Κάτω ἡ κοιλάδα τοῦ Ἀώου γεμάτη ἀπό ἅρματα μάχης τῶν Ἰταλῶν, ἕτοιμα νά ὀρμήξουν κατά πάνω τους, ἐνισχυμένα ἀπό τό ἰταλικό πυροβολικό, πού ἔβαλε συνεχῶς. Ὅμως ὄχι, δέν ὑπῆρχε περιθώριο γιά δεύτερη σκέψη. Ἡ προσοχή τραμμένη στό διοικητή. Ὅλοι περίμεναν τό σύνθημα γιά τή γενική ἐπίθεση. Ὁ Γιῶργος ἦταν κουρασμένος, κρύωνε καί πεινοῦσε, ἀλλά δέν μποροῦσε νά τό σκεφτεῖ τώρα. Πρέπει νά πάρουμε τήν Πρεμετή, νά ἐξασφαλίσουμε τήν ἐπικοινωνία τοῦ μετώπου ἀπό βορρᾶ σέ νότο. Μόνον ἔτσι θ’ ἀποκόψουμε τούς Ἰταλούς. Ἀλλιῶς ἡ Κορυτσά δέν ἦταν ἐξασφαλισμένη. Τό χιόνι τοῦ πάγωνε τά πόδια. Ξημέρωνε τῆς Ἁγίας Βαρβάρας. Ἁγία μου! Κάνε το θαῦμα σου!

Τό σύνθημα δόθηκε. Ὁ Γιῶργος σήκωσε τό ἀριστερό του χέρι, αὐτό πού κρατοῦσε τ’ ὅπλο του, καί πετάχτηκε μπροστά φωνάζοντας «ἀέρα». Ἡ λάμψη μίας ὁμοβροντίας ἔκανε τό χιόνι πορφυρό. Ἐκεῖνος δέν κατάλαβε τίποτε. Κείτονταν πάνω στό ματωμένο χιόνι. Καί τό χέρι του, αὐτό πού κρατοῦσε τ’ ὅπλο, πεταμένο μέτρα μακριά, μέ τήν παλάμη ἀνοικτή στόν οὐρανό νά μεταγγίζει τήν τελευταία παράκληση. Τά νερά τοῦ Ἀώου συνέχισαν ἀμέριμνα τό δρόμο τους γιά τήν Ἀδριατική. Ἡ προέλαση ἔπρεπε νά συνεχιστεῖ πάραυτα. Τήν ἴδια μέρα ὁ στρατός μας μπῆκε τροπαιοφόρος στήν Πρεμετή κι ὕστερα στό Τεπελένι. Τό μέτωπο ἐξασφαλίστηκε. Ὅταν βγῆκαν τ’ ἀστέρια, ὁ Γιῶργος δέν μποροῦσε νά τά δεῖ.

Δέν ξέρω ἄν σᾶς εἶπα μία ἀλήθεια μέ πολλά παραμύθια ἤ ἕνα παραμύθι μέ πολλές ἀλήθειες. Διηγήθηκα μία ἱστορία, πού ἐκπροσωπεῖ ἀρκετούς ἕλληνες στρατιῶτες πού πῆραν μέρος στό νικηφόρο ἔπος τοῦ ’40. Ἴσως ὅμως νά μήν εἶναι ἡ πραγματική ἱστορία τοῦ Γιώργου. Γι’ αὐτόν δέν ξέρουμε πολλά. Δέν ξέρουμε τί δουλειά ἔκανε, ἄν εἶχε οἰκογένεια, μάνα ἤ ἀδέλφια νά τόν περιμένουν πίσω. Δέν ξέρουμε καν ἄν τό ὄνομά του εἶναι Γιῶργος. Αὐτό ὅμως, πού ξέρουμε μέ βεβαιότητα εἶναι, ὅτι θυσίασε τή ζωή τοῦ ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς 15000 ἕλληνες ἥρωες πού ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης, ὑπερασπιζόμενοι τό δίκιο τῆς πατρίδας, ἐνάντια σέ κάθε λογική.

Ὁ «Γιῶργος», βλέπετε, δέν εἶναι παρά ἕνα ἀνθρώπινο ὀστό. Μία ὠλένη ἀριστεροῦ χεριοῦ, πού βρέθηκε σπαρμένη στά ὑψώματα τῆς Πρεμετῆς, ἀφοῦ περίμενε ἐκεῖ γιά 70 χρόνια. Παραδόθηκε ἀπό ντόπιους σάν κειμήλιο τοῦ ’40. Ὅμως τo λείψανο ἑνός ἥρωα δέν ἀξίζει νά γίνεται ἔκθεμα μουσείου. Τοῦ πρέπουν οἱ προσευχές τῆς ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἡ ΣΦΕΒΑ τό παρέδωσε στόν πατέρα Ρωμανό, τόν ἱερέα τῆς Κλεισούρας. Ἐκεῖ, στήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, τήν ἀφιερωμένη στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, φυλάσσονται τά ὀστᾶ τῶν ἑλλήνων στρατιωτῶν πού περισυλλέγονται, μέχρι νά ταυτοποιηθοῦν καί νά ἐπιτραπεῖ ἡ κανονική ταφή τους στό νέο στρατιωτικό κοιμητήριο. Ἐκεῖ ἀναπαύεται προσωρινά καί ἡ ὠλένη τοῦ «Γιώργου», πού μᾶλλον δέν τόν ἔλεγαν Γιῶργο, ἀλλά ἔτσι τόν ὀνόμασε ἡ ΣΦΕΒΑ γιατί κάπως ἔπρεπε νά τόν μνημονεύουμε.

Στή Βόρειο Ἤπειρο σήμερα γίνεται μία ἀγωνιώδης προσπάθεια γιά τήν περισυλλογή τῶν ὀστῶν τῶν ἡρώων μας, πού ἄλλα βρίσκονται θαμμένα πρόχειρα στά πεδία τῶν μαχῶν κι ἄλλα ἄταφα, πεταμένα στίς ἀπόκρημνες χαράδρες. Ἕνας ἀγώνας δρόμου μέ δύο ἀμείλικτους ἀντίπαλους: τόν ἀνελέητο χρόνο –γιά συλλογή πληροφοριῶν ὅσο ζοῦν κάποιοι ἡλικιωμένοι πού θυμοῦνται- καί τίς -ἐχθρικές στό ἐγχείρημα- ἀλβανικές ἀρχές πού δέν κρύβουν τή δυσαρέσκειά τους γιά τήν προσπάθεια καί δέν χάνουν εὐκαιρία νά βάζουν ἐμπόδια.

Σίγουρα ἀπορεῖτε γιατί ἀπ’ ὅλες τίς ἔνδοξες ἱστορίες ἡρωισμοῦ αὐτοῦ τοῦ ἔπους διάλεξα τήν ἱστορία μίας ὠλένης. Μίας ὠλένης ἀπό ἕνα χέρι ἀριστερό, πού βρέθηκε κάπου στήν Πρεμετή. Στὶς μέρες μας δίνεται ἡ ἐντύπωση πώς, γιά τούς σύγχρονους ἕλληνες τό ἔπος αὐτό ἔχει πάρει τίς διαστάσεις μύθου, δηλαδή ἐξωπραγματικοῦ, ἐνῶ στήν καλύτερη περίπτωση θεωρεῖται μία ἱστορία ἔνδοξη μέν, πού ὡστόσο, ἔχει τελειώσει πρό πολλοῦ. Ὅμως ὄχι. Τό ἔπος τοῦ ’40 δέν εἶναι ἕνα παραμύθι μέ ἥρωες καί δράκους. Εἶναι ἀληθινό καί σύγχρονο, ὅσο καί μεῖς. Οὔτε εἶναι μία ἱστορία αὐτοτελής. Εἶναι ἕνα φωτεινό ἀπόσπασμα μίας ἱστορίας πού ἄρχισε πολύ πιό πρίν καί παραμένει ἀτέλειωτη, σάν τόν ἀτέλειωτο σκελετό τοῦ Γιώργου. Πρόκειται γιά τήν τρίτη καί πιό πρόσφατη ἀπελευθέρωση τῆς Βορείου Ἠπείρου, πού, παρ’ ὄλ’ αὐτά, ἐξακολουθεῖ νά μένει σκλαβωμένη. Γιά τά ὑπόλοιπα ὀστᾶ τοῦ Γιώργου δέν ξέρουμε τίποτε κι ἴσως νά μήν μπορέσουμε ποτέ νά κάνουμε κάτι. Ὁ Θεός ξέρει ποῦ βρίσκονται καί περιμένουν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἀλλά τήν ἀτέλειωτη καί θλιβερή ἱστορία τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὁ ἴδιος Θεός τήν ἔχει ἐναποθέσει στά δικά μας χέρια, ἡμῶν τῶν ἀτελῶν, ἀκόμα κι ἄν κρατᾶ τό τέλος γιά τόν ἑαυτό Του. Ἴσως στήν προσπάθεια νά κεντρίσω τό ἐνδιαφέρον μέ μία παραδοξότητα, σᾶς ἔκανα νά χάσετε τό νόημα. Γιά ὀστᾶ ἡρώων πού εἶναι ἀκόμα πεταμένα καί γιά Βόρειο Ἤπειρο, πού παραμένει ἀλύτρωτη, ἤθελα νά σᾶς πῶ.

Π.Γ.Π