Η Απόπειρα Υποδουλώσεως της Βορ. Ηπείρου από την Διεθνή Διπλωματία την επαύριο των επιτυχιών του Ελ. Στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους


Στό Λονδίνο, ἡ Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη (στήν ὁποία συμμετεῖχαν μόνον ἐκπρόσωποι τῶν Μεγάλων Δυνάμεων) κατέληξε σέ ἕνα προκαταρκτικό κείμενο τό ὁποῖο ἀπεδέχθησαν τελικῶς ὅλοι οἱ ἐμπόλεμοι (ἡ Βουλγαρία συνεφώνησε μετά τήν κατάληψη τῆς Ἀδριανουπόλεως), πλήν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἀθήνα δέν ἦταν εὐχαριστημένη ἀπό τήν ἀσάφεια ὑπό τήν ὁποία τελοῦσε τό καθεστώς τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, ἐνῶ προβλεπόταν καί ἡ ἵδρυση ἑνός ἀλβανικοῦ κρατικοῦ μορφώματος. Μάλιστα, ὁ Ἕλληνας πρεσβευτής στήν Βιέννη Γεωργ. Στρέϊτ εἶχε ἤδη δηλώσει (ἀπό τόν Δεκέμβριο) στόν ὑπουργό Ἐξωτερικῶν της Δυαδικῆς Μοναρχίας von Berchtold ὅτι ἐάν ἡ Αὐστροουγγαρία εἶχε ἀκολουθήσει μία διαφορετική πολιτική στό Κρητικό ζήτημα, ἡ Ἑλλάδα δέν θά ἐπεδίωκε νά συμπράξει μέ τίς ὑπόλοιπες βαλκανικές δυνάμεις. Πλέον, ὅμως, δέν θά μποροῦσε νά ἀφήσει τήν διαχείριση τῶν βαλκανικῶν θεμάτων στόν σλαβισμό. Ἡ Ἀθήνα προσεπάθησε νά ἀκολουθήσει μία δυναμική πολιτική ἀλλά οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ἄσκησαν φορτικές πιέσεις. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἑλληνική κυβέρνηση ὑπεχώρησε, διατηρώντας, ὅμως, τίς ἐπιφυλάξεις της.

Ἡ Συνθήκη τοῦ Λονδίνου, μέ τήν ὁποία τερματιζόταν ὁ πόλεμος μεταξύ της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καί τῶν τεσσάρων βαλκανικῶν κρατῶν, ὑπεγράφη τήν 17η/30η Μαΐου 1913. Σύμφωνα μέ τούς ὅρους τῆς συνθήκης αὐτῆς, ἡ Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία παραιτεῖτο ὅλων τῶν ἐδαφικῶν δικαιωμάτων της δυτικῶς τῆς γραμμῆς Αἴνου – Μηδείας. Ἐξαίρεση ἀπετέλεσε ἡ Ἀλβανία, ἡ ὁποία κατέστη ἀνεξάρτητο κράτος. Ἡ Ἑλλάδα δέν ἦταν εὐχαριστημένη ἀπό τούς ὅρους τῆς συνθήκης, καθώς τό νεοσύστατο κράτος τῶν Ἀλβανῶν (οἱ ἡγέτες τῶν ὁποίων εἶχαν ταχθεῖ στό πλευρό τῶν ἡττημένων Ὀθωμανῶν) ἀπέκτησε μεγάλες ἐδαφικές περιοχές τῆς βορείου Ἠπείρου, κατοικούμενες κατά συντριπτικό ποσοστό ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς. Οἱ Ἕλληνες ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν τήν συνθήκη αὐτή ὕστερα ἀπό προτροπή τοῦ πρωθυπουργοῦ, ὁ ὁποῖος θεώρησε ὅτι εἶχε διασφαλίσει τήν ἀναγνώριση τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας ἐπί τῶν ἤδη ἀπελευθερωθεισῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου καί ἐπί τῆς Κρήτης. Πάντως, ὁ Σουλτάνος πίστευε ὅτι ἡ ὑπόθεση ἐκκρεμοῦσε, καθώς αὐτός εἶχε ἁπλῶς παραιτηθεῖ ἀπό τά δικαιώματα ἐπικυριαρχίας του στήν Κρήτη, ἐναποθέτοντας στίς κυβερνήσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τήν τύχη τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου καί τῆς χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Σημειωτέον ὅτι ἡ συνθήκη αὐτή χαρακτηρίστηκε προκαταρκτική καί κάθε μία βαλκανική κυβέρνηση θά ὑπέγραφε χωριστό κείμενο μέ τήν ἀντίστοιχη τουρκική. Τελικῶς, αὐτό καθυστέρησε πολύ νά συμβεῖ διότι μεσολάβησε ὁ Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος.

Σέ αὐτόν, ὁ Ἑλληνικός Στρατός κατήγαγε νέες ἐντυπωσιακές νίκες, οἱ ὁποῖες ὅμως ἐκ νέου ἐστοίχησαν πολύ σέ ἀνθρώπινο δυναμικό. Τό χειρότερο ὅλων ἦταν ὅτι οἱ στρατιωτικές ἐπιτυχίες δέν ἐπικυρώθηκαν στό τραπέζι τῆς διπλωματίας. Ἡ Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου ἄφηνε στό ἔλεος τῶν Βουλγάρων τόν ἑλληνισμό τῆς Θράκης. Τό γεγονός αὐτό προκάλεσε τίς σφοδρές ἐπικρίσεις τῆς ἀντιπολιτεύσεως εἰς βάρος τοῦ Βενιζέλου στήν Βουλή. Ἐπίσης, ὁ πρωθυπουργός ἐδέχθη σφοδρά φραστικά πυρά καί γιά τό θέμα τῆς βορ. Ἠπείρου. Ὁ εὐρισκόμενος στήν Ἁγία Πετρούπολη Ἴων Δραγούμης σημείωσε δηκτικά: «Πάει καί ἡ μισή Ἤπειρος ἀπό τά λάθη τοῦ κ. Βενιζέλου. Τέλος καί τῷ Θεῶ Δόξα!». Οἱ ἐπικρίσεις τοῦ ἐβασίζοντο στά τεκταινόμενα στό Λονδίνο, ὅπου ἐσυνεχίζοντο οἱ συνεδριάσεις τῆς Πρεσβευτικῆς Συνδιασκέψεως. Οἱ Ἰταλοί καί οἱ Αὐστριακοί ἐπίεζαν γιά τήν διεύρυνση τῶν ὁρίων τῆς ἀλβανικῆς ἐπικράτειας, ἐφαρμόζοντας τήν μεταξύ τους συμφωνία τῆς 8ης Μαΐου (ν. ἡμ.). Τελικῶς, παρά τίς συνεχεῖς διαβεβαιώσεις τοῦ Lord Grey πρός τόν Βενιζέλο, ἀπεφασίσθη ἡ σύσταση ἑνός ἀνεξάρτητου ἀλβανικοῦ κράτους, μέ σχετικό πρωτόκολλο, τό ὁποῖο ὑπεγράφη τήν 29η Ἰουλίου. Ἐπίσης, ἐπελέγη ὁ Γερμανός πρίγκιψ Γουλιέλμος τοῦ Wied ὡς κληρονομικός ἡγεμών, συνεκροτήθη μία διεθνής ἐπιτροπή οἰκονομικοῦ ἐλέγχου καί ἀπεφασίσθη ἡ ἀποστολή Ὀλλανδῶν ἀξιωματικῶν γιά τήν διατήρηση τῆς τάξεως. Τέλος, θά συστηνόταν μία διεθνής ἐπιτροπή γιά τήν διαχάραξη τῶν συνόρων του νέου κράτους. Σέ αὐτήν, προήδρευε ὁ Βρεταννός Ταγματάρχης Doughty-Wylie καί συμμετεῖχαν ὁ Γερμανός Ταγματάρχης G. Thierry, o Ρῶσσος στρατιωτικός ἀκόλουθος τῆς πρεσβείας τῶν Ἀθηνῶν P. Goudime - Levkovitch, ὁ Γάλλος Συνταγματάρχης A. Lallemand, ὁ Αὐστριακός πρόξενος τῶν Ἰωαννίνων C. Bilinsky καί ὁ Ἰταλός N. Labia. Ἡ ἐπιτροπή αὐτή ἐργάστηκε μέσα σέ κλίμα ἔντονων ἀντιπαραθέσεων στό βόρειο τμῆμα τῆς χώρας ἕως τά τέλη Νοεμβρίου τοῦ 1913.

Τήν 26η Αὐγούστου (π. ἡμ.), ἡ Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη κοινοποίησε στήν Ἀθήνα τίς ἀποφάσεις της ἐπί τοῦ ἐδαφικοῦ καθεστῶτος τοῦ νεοσύστατου κράτους. Αὐτές συνίσταντο στήν ἀπόδοση στήν Ἀλβανία τῆς βορείου Ἠπείρου, ἐνῶ ἀποκλειόταν ἡ διεξαγωγή δημοψηφίσματος γιά νά ἐκφρασθεῖ ἡ βούληση τῶν κατοίκων. Ἡ διαχάραξη θά γινόταν ἐπί τόπου ἀπό μία διεθνῆ ἐπιτροπή, ἡ ὁποία θά ἐλάμβανε ὑπ’ ὄψιν της γεωγραφικά καί ἐθνολογικά δεδομένα. Ἡ Ἑλλάδα ὄφειλε νά ἀποσύρει τά στρατεύματά της ἀπό τίς περιοχές πού θά ἐπιδικάζονταν στό νέο κράτος, τό ἀργότερο ἕναν μήνα μετά ἀπό τήν περάτωση τοῦ ἔργου τῆς ἐπιτροπῆς. Οἱ ὁριστικές ἀποφάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς Διαχαράξεως τῆς Ἑλληνοαλβανικῆς Μεθορίου δημοσιοποιήθηκαν στήν Φλωρεντία, τήν 17η Δεκεμβρίου 1913.

Τό σχετικό κείμενο ἦταν πολύ εὐνοϊκό γιά τήν Ἀλβανία καί ὅριζε μία γενική γραμμή ἀπό Ν.Δ. πρός Β.Α., ἡ ὁποία θά χώριζε τά δύο κράτη. Στό σχετικό κείμενο, περιγραφόταν λεπτομερῶς ἡ περιοχή πού ἐπιδικαζόταν στό νεοσύστατο κράτος. Ὅλη ἡ παράκτια περιοχή μέχρι τόν ὅρμο τῆς Φτελιᾶς (μέ τήν νῆσο Σάσωνα) καί ὁ παλαιός ὀθωμανικός καζᾶς (περιφέρεια) τῆς Κορυτσᾶς μαζί μέ τήν νότια καί τήν δυτική ὄχθη τῆς λίμνης Ὀχρίδα παραχωροῦνταν στήν Ἀλβανία. Αὐτό ἐσήμαινε ὅτι οἱ Ἅγιοι Σαράντα, τό Ἀργυροκάστρο, τό Βουθρωτό, τό Δέλβινο, ἡ Κορυτσά, ἡ νῆσος Σάσσων καί ἡ Χειμάρρα θά ἔπρεπε νά ἐκκενωθοῦν ἀπό τόν Ἑλληνικό Στρατό. Σημειωτέον ὅτι τά ἐδάφη αὐτά εἶχαν ἀπελευθερώσει οἱ ἡμέτερες δυνάμεις, καταβάλλοντας βαρύ φόρο αἵματος. Ὡς ἐκ τούτου, πολλοί στρατιωτικοί ἔπνεαν μένεα κατά τῆς κυβερνήσεως. Ἡ τελευταία εἶχε περιέλθει σέ δύσκολη θέση καί ἀπηγόρευσε τήν διεξαγωγῆς μιας συγκεντρώσεως στήν πρωτεύουσα ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων τῆς βορείου Ἠπείρου.

Τό Πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας προκάλεσε τήν κατακραυγή σύσσωμου του ἑλληνισμοῦ ἀλλά καί ἕναν νέο κλονισμό τῶν ἤδη εὔθραυστων σχέσεων μεταξύ Βασιλέως καί πρωθυπουργοῦ. Ὁ πρῶτος ἀπέρριπτε κάθε σκέψη περί ἐφαρμογῆς του, ἡ ὁποία θά συνεπαγόταν τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀπό τήν βόρ. Ἤπειρο, ἀπειλώντας νά παραιτηθεῖ τοῦ θρόνου καί νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ἀγώνα. Ὁ πρωθυπουργός ἀπειλοῦσε καί αὐτός μέ παραίτηση προκειμένου νά ἐφαρμόσει τήν πολιτική του. Τελικῶς, οἱ Βορειοηπειρῶτες ξεσηκώθηκαν ἀπό μόνοι τους δίχως νά τύχουν τῆς συνδρομῆς τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως, παρά τά ἀντιθέτως διαδιδόμενα. (συνεχίζεται)

 
Ἰωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Νομικός-Διεθνολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Θεσσαλονίκη: ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)

 

Πάνω Εικόνα. Οἱ ἐδαφικές ἀλλαγές μετά τόν Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Κάτω Εικόνα. Ὁρισμένοι ἐξ ὅσων συμμετεῖχαν στήν Συνδιάσκεψη τοῦ Λονδίνου. Διακρίνεται στό μέσον ὁ Ἐλ. Βενιζέλος.

Τό Πρωτόκολλο τς Φλωρεντίας προκάλεσε τήν κατακραυγή σύσσωμου του λληνισμο λλά καί ναν νέο κλονισμό τν δη εθραυστων σχέσεων μεταξύ Βασιλέως καί πρωθυπουργοῦ. Τελικς, ο Βορειοηπειρτες ξεσηκώθηκαν πό μόνοι τους δίχως νά τύχουν τς συνδρομς τς λληνικς κυβερνήσεως.