Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ & Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΟΡ. ΗΠΕΙΡΟΥ ΑΠΌ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ


Ἰωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Νομικός-Διεθνολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἀλβανικῆς ἀνεξαρτησίας ἀπό τόν Ἰσμαήλ Κεμάλ στόν Αὐλώνα (τήν 28η Νοεμβρίου 1912) δέν προκάλεσε ἰδιαίτερη αἴσθηση στούς διπλωματικούς κύκλους. Ἐντούτοις, ἡ πολιτικοστρατιωτικά ἀπομονωμένη Ἀλβανία βρῆκε συμπαραστάτες στό πρόσωπο τῶν Ἰταλῶν (πρωτίστως) καί τῶν Αὐστριακῶν (δευτερευόντως) ἰθυνόντων. Ἡ Ρώμη καί ἡ Βιέννη θεωροῦσαν τίς ὑπόλοιπες βαλκανικές δυνάμεις (μέ ἀλφαβητική σειρά Βουλγαρία, Ἑλλάδα, Μαυροβούνιο καί Σερβία) ὄργανα τῆς ρωσσικῆς πολιτικῆς καί ὡς ἐκ τούτου ἀντιμετώπισαν μέ ἔντονη καχυποψία τίς ἐπιτυχίες τούς εἰς βάρος τῶν Ὀθωμανῶν. Σύντομα, ἡ ἰταλική κυβέρνηση ἀπεφάσισε νά παραβλέψει τήν τουλάχιστον ἐπαμφοτερίζουσα - ἄν ὄχι ἐχθρική - στάση τῶν Ἀλβανῶν ἐθνικιστῶν κατά τό πρόσφατο παρελθόν στό πλαίσιο τοῦ πολέμου της μέ τήν Ὑψηλή Πύλη (τά ἔτη 1911 – 1912) καί νά τούς προσφέρει τήν ὑποστήριξή της. Ἡ ἀντίδραση τῶν Αὐστριακῶν συνίστατο στήν θετική ἀντιμετώπιση τοῦ ἐνδεχομένου τῆς δημιουργίας μίας ἐκτεταμένης γεωγραφικά Ἀλβανίας. Ἐπί τῆς βάσεως αὐτῆς, προχώρησαν σέ παρασκηνιακές διαβουλεύσεις μέ τούς Ἰταλούς, μέ τούς ὁποίους ὑπέγραψαν μία διμερῆ συμφωνία, τήν 31η Δεκεμβρίου 1912. Σύμφωνα μέ αὐτήν, οἱ δύο χῶρες ἀνελάμβαναν τήν δέσμευση νά συστήσουν μία ἀνεξάρτητη Ἀλβανία, στήν ὁποία θά διατηροῦσαν περίπου ἰσοδύναμες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Σημειωτέον ὅτι οἱ Αὐστριακοί ἔσπευσαν νά ἐνημερώσουν γιά τίς ἀπόψεις τούς τούς Γερμανούς συμμάχους τους. Ἡ πολιτική τούς ἐπί τοῦ συγκεκριμένου ζητήματος προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις στό Βερολίνο καί τήν ἀποδοκιμασία τοῦ Αὐτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄.

Ἡ πολιτική τῶν δύο προαναφερθεισῶν δυνάμεων σχολιάστηκε ἀρνητικά ἀπό ἀρκετούς ξένους διπλωμάτες. Ἐνδεικτικά ἀναφέρεται ὅτι ὁ Βρεταννός πρεσβευτής στό Βελιγράδι Ralph Paget ἔγραψε πρός τόν προϊστάμενό του ὑπουργό Sir Edward Grey : «… (οἱ Ἀλβανοί) θεωροῦνται ἀκατάλληλοι δί’ αὐτονομίαν», ἐνῶ ὁ πρέσβης τῆς Ρωσίας στό Παρίσι κόμης Aleksandr Petrovitch Izvolsky ἀπεκάλεσε τήν Ἀλβανία «ἐν θέαμα διά τήν Εὐρώπην καί μίαν ἀνοικτήν πληγήν». Ὁ δέ Βρεταννός διπλωμάτης Sir Arthur Nicolson προχώρησε ἀκόμα περισσότερο, προβλέποντας τόν σύντομο διαμελισμό τοῦ νεοσύστατου κρατιδίου μεταξύ της Αὐστροουγγαρίας καί τῆς Ἰταλίας, οἱ κυβερνήσεις τῶν ὁποίων εἶχαν ἐκβιάσει καταστάσεις.

Στό μέτωπο τοῦ πολέμου, ὁ Ἑλληνικός Στρατός, μετά τά Ἰωάννινα, ἀπελευθέρωσε τό Λεσκοβίκι, τήν Κόνιτσα, τήν Πρεμετή, τήν Κλεισούρα, τούς Ἁγίους Σαράντα, τό Ἀργυροκάστρο, τό Δέλβινο καί τό Τεπελένι.  Ἡ Χειμάρρα εἶχε ἤδη ἀπελευθερωθεῖ ἀπό Ἕλληνες ἐθελοντές μέ ἐπικεφαλῆς τόν Συνταγματάρχη τῆς Χωροφυλακῆς (καί ἥρωα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα) Σπύρο Σπυρομίλιο ἀπό τόν προηγούμενο Νοέμβριο. Τά ἑλληνικά στρατεύματα ἦταν ἕτοιμα νά ἀπελευθερώσουν καί τόν στρατηγικῆς σημασίας λιμένα τοῦ Αὐλώνα. Οἱ Ἰταλοί, ὅμως, ἀντέδρασαν μέ ὀργή καί ὁ Βενιζέλος ὑπεσχέθη ὅτι ὁ Ἑλληνικός Στρατός δέν θά προχωροῦσε μέχρι ἐκεῖ, καθώς δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει τήν φανερή ἐναντίωση μίας θεωρουμένης Μεγάλης Δυνάμεως. Ἡ ὑπόσχεση αὐτή προκάλεσε νέα ἔνταση στίς σχέσεις μεταξύ του Ἀρχιστρατήγου καί τοῦ πρωθυπουργοῦ. Πάντως, ἕως τά τέλη τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1913, ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἶχε ἀπελευθερώσει ὁλόκληρη τήν βόρεια Ἤπειρο ἀπό τήν Κορυτσά μέχρι τοῦ Ἰονίου Πελάγους, συμπεριλαμβανομένης τῆς περιοχῆς τῆς Χειμάρρας.

Συνολικά, τά ἡμέτερα τμήματα διέτρεξαν 448 χιλιόμετρα ― ἀπό τήν Λάρισσα μέχρι τήν Φλώρινα ― μέσα σέ 34 ἡμέρες, ἀνάμεσα ἀπό βουνά καί ἑλώδεις πεδιάδες καί κάτω ἀπό ἀδιάκοπη σχεδόν βροχή. Τό κέντρο τοῦ στρατοῦ ἔδωσε καί κέρδισε μάχες στήν Ἐλασσόνα, στόν Σαραντάπορο, στόν Τριπόταμο, στά Γιαννιτσά. Ἡ ἀριστερή του πτέρυγα πολέμησε στήν Κατερίνη, στήν Δεσκάτη, στούς Λαζαράδες, στό Ἀλπάνκιοϊ, στό Σόροβιτς καί στήν Μπάνιτσα καί ἔδωσε τέσσερις ἀκόμη μάχες κατά τήν πορεία της πρός τό Μοναστήρι. Ἀποτέλεσμα τῶν μαχῶν αὐτῶν ἦταν ἡ σύλληψη 35.000 αἰχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Τούρκου Ἀρχιστράτηγου. Συνολικά, 100 τηλεβόλα καί 70.000 τουφέκια ἔπεσαν στά ἑλληνικά χέρια.

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ πρίγκιπας Γεώργιος ἐπεσκέφθη τήν βόρεια Ἤπειρο, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1913. Ἦταν ἡ πρώτη φορά ὕστερα ἀπό πέντε αἰῶνες πού ἡ βόρ. Ἤπειρος εὐρίσκετο ξανά στήν ἀγκαλιά τῆς πατρίδος καί ἕνας ἄκρατος ἐνθουσιασμός ἐπικρατοῦσε παντοῦ. Ἕνας Γάλλος δημοσιογράφος πού παρακολούθησε τήν ὑποδοχή τοῦ διαδόχου του ἑλληνικοῦ θρόνου ἀπό τούς Βορειοηπειρῶτες ἔγραψε τά ἀκόλουθα : «Ἐπί τρία τέταρτά της ὥρας μία ἀπερίγραπτη παρέλαση χιλιάδων ἀνδρῶν, γυναικών καί παιδιῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπευφημοῦν τόν πρίγκιπα, ψάλλουν πατριωτικούς ὕμνους, κουνοῦν ζωηρά βενετσιάνικα φαναράκια, σημαῖες, μαντίλια, καπέλα, ὑψώνουν τά χέρια καί ὑποκλίνονται... Ἐπίσης πολυάριθμα εἶναι τά κόκκινα μουσουλμανικά φέσια. Οἱ φεσοφόροι αὐτοί συμμετέχουν μέ τόν ἴδιο ἐνθουσιασμό κραυγάζοντας "Ζήτω ὁ Διάδοχος! Ζήτω ὁ Βασιλεύς Κωνσταντῖνος!"». Προσέθεσε δέ ὅτι «δέν καθόρισε ἡ Ἑλλάδα τά ὅρια τῆς ἑλληνικῆς Ἠπείρου μέχρι τήν παραλία βορείως τῆς Χειμάρρας ἀπό κενοδοξία, γιά νά διευρύνει τά σύνορά της. Εἶναι ἀδύνατον ἡ Χειμάρρα νά μή γίνει ἑλληνική. Διότι εἶναι ἑλληνική». (συνεχίζεται)

(Τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ κειμένου εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τό προσφάτως ἐκδοθέν βιβλίο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Ἀθήνα : ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)

Εἴκ. 1. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς βρεταννικῆς διπλωματίας κατά τά ἔτη 1905 – 1916 Sir Edward Grey.

Εἴκ. 2. Ὁ ἥρωας τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα καί ἐλευθερωτής τῆς Χειμάρρας Σπύρος Σπυρομήλιος