Ἕνας Ἐθνομάρτυρας τῆς Ε.Ο.Κ.Α. στήν μαχόμενη Ἤπειρο καί τήν Κόνιτσα τῶν ἐτῶν 1946-1949


Ἀνάμεσα στούς μεγάλους Ἥρωες τοῦ Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ πού τήν κρίσιμη περίοδο τοῦ 1955-1959 ὄχι μόνο πολέμησαν ὑπό τήν σημαία τῆς Ἐθνικῆς Ὀργανώσεως Κυπρίων Ἀγωνιστῶν (Ε.Ο.Κ.Α.) γιά Ἕνωση καί μόνο Ἕνωση τῆς Κύπρου μέ τήν μητέρα Ἑλλάδα, ἀλλά ἔδωσαν καί τό αἷμα τους γιά τόν Ἑλληνισμό ἦταν ὁ Κυριάκος Μάτσης.

Ἀναζητώντας τεκμήρια ἀπό τήν ζωή του, βρήκαμε ὅτι ὁ Ἥρωας στά κρίσιμα ἔτη γιά τόν Ἑλληνισμό 1946-1949 βρισκόταν στήν Βόρεια Ἑλλάδα, σπουδάζοντας Γεωπονία στήν Θεσσαλονίκη. Ὁ ἀγώνας τῶν Νέων τῶν Ἑλληνικῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων νά ἀποκρούσουν μία ἀνθελληνικῆς ὑφῆς Ἀνταρσία τῶν κομμουνιστικῶν δυνάμεων (πού ἐνισχυόταν ἀπό Κράτη τοῦ Ἀνατολικοῦ Συνασπισμοῦ, ὅπως μαρτυροῦν τά ἀμέτρητα τεκμήρια περί τούτου) δέν ἄφησε ἀσυγκίνητο τόν νέο ἀπό τό Παλαιοχώρι τῆς Ἐπαρχίας Λευκωσίας. Ἀνησυχεῖ γιά τίς συγκρούσεις πού οὕτως ἤ ἄλλως πληγώνουν τήν δική του Ἑλλάδα, γιά τήν ὁποία θά ἀγωνιστεῖ τήν ἑπόμενη δεκαετία στήν ἰδιαιτέρα πατρίδα του. Ἐπισκέπτεται μέ ἄλλους φοιτητές τό Μέτωπο καί μέ τόν λόγο τους ἐνθαρρύνει τά Στρατευμένα νιάτα. Τό ἀποκαλύπτει ὁ βαθύς στοχασμός τῶν σημειώσεών του, ὅπως τά διασώζει ὁ ἀείμνηστος ἐκ Κύπρου ἀγωνιστής δημοσιογράφος Σπύρος Παπαγεωργίου.

Ὁ Κυριάκος Μάτσης, γιός ἀγροτῶν, γεννήθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1926 στό χωριό Παλαιοχώρι. Μετά τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τό δημοτικό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, πηγαίνει στό Γυμνάσιο τῆς Ἀμμοχώστου, ὅπου διακρίνεται γιά τήν πνευματική καί ἐθνική του δράση. Τό 1946 πῆγε στήν Θεσσαλονίκη γιά νά σπουδάσει Γεωπονία. Διακρίνεται γιά τήν ρητορική δεινότητα τῶν δημοσίων λόγων του. Ὁ Γεώργιος Παπανδρέου, τόν ἀποκαλεῖ «ἀηδόνι τῆς Κύπρου», ὅταν τόν ἀκούει νά μιλᾶ μέ πάθος γιά τό Κυπριακό σέ κάποια φοιτητική ἐκδήλωση.

Τά κείμενά του – ἡ σκέψη του

Ἔφηβος μαθητής, γράφει τό 1944:

« Θά ριχτῶ στόν ἀγώνα. Θά πολεμήσω τίμια καί παλληκαρίσια. Θ’ ἀγωνιστῶ γιά τό λαό. Τόν βλέπω ἀμόρφωτο καί θέλω νά τόν μορφώσω, τόν βλέπω ἀδικημένο καί θέλω νά τόν δικαιώσω…. ».

Στίς 29 Ἰουνίου 1945 μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀποφοιτήσεώς τους, ὁ Μάτσης προσφωνεῖ τούς συμμαθητές του, λέγοντας καί τά ἀκόλουθα:

« Ὁ κόσμος σήμερα, ὕστερα ἀπό ἕνα αἱματοκύλισμα, πλέει σέ ἕνα πέλαγος ἰδεολογιῶν καί ἡ νεολαία βρίσκεται μπροστά σέ πραγματικό ἀδιέξοδο. Ἀλλά ἡ Ἑλληνική νεολαία δέν θά βρεθῆ ποτέ σέ μία τέτοια θέση. Μοναδική της ἰδεολογία πρέπει νά εἶναι ἡ ἰδεολογία τῆς Ἑλλάδος, μοναδικό της σύμβολο ἡ Ἑλληνική γαλανόλευκη, πάνω στήν ὁποία βρίσκεται ἀπεικονισμένο τό πραγματικό ἰδανικό του Ἕλληνα, πίστη του στήν Πατρίδα καί στήν θρησκεία.

Ἑλληνόπουλα, ἄς κλείσουμε βαθειά στήν ψυχή μας τά ἀθάνατα αὐτά ἰδανικά. Ἔχουμε χρέος ἱερό νά τό κάνουμε αὐτό.

Ἐμπρός, λοιπόν, ἀκρίτες τῶν Ἐθνικῶν μας ἐπάλξεων. Ἄς τῆς δώσουμε τό κάθε τί. Καί τήν ζωή μας ἀκόμα. Γιατί ἄν πραγματικά μία φορά κανείς πεθαίνει, τό νά πεθαίνει κανείς γιά τήν Ἑλλάδα, θεία εἶναι ἡ δάφνη…».

Στίς 30 Ὀκτωβρίου 1946, μία μόλις ἑβδομάδα μετά τήν ἄφιξή του στήν Θεσσαλονίκη, γράφει στό ἡμερολόγιό του:

« Πρίν δύο μέρες γιορτάσαμε τήν 28η Ὀκτωβρίου. Τρίξανε τά ξύλινα πόδια τῶν ἀναπήρων του πολέμου. Καί τό τρίξιμο τους ἔφερε στή ψυχή ἕνα αἴσθημα ἀπελπισίας, γιατί οἱ θυσίες μας θυσιάστηκαν στό βωμό τοῦ ἁγίου συμφέροντος τῶν μεγάλων δυνάμεων. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἡρωική αὐτή χώρα πληρώνεται μέ τό κάλπικο νόμισμα τῶν ὡραίων λόγων καί τῶν ἐπιβλητικῶν ἐκφράσεων, ἐνῶ τά ἀληθῆ της συμφέροντα παραβλάπτονται οὐσιωδῶς, δέν μπορεῖ κανείς νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἐπικρατεῖ εἰς τόν κόσμο δικαιοσύνη.

Τουναντίον ὁ 20ος αἰών εἶναι στίγμα διά τήν ἀνθρωπότητα καί τόν πολιτισμόν, διότι, παρά τάς διαφόρους ἐπαγγελίας, τούς σοσιαλισμούς καί τούς κομμουνισμούς, ὁ κόσμος εἰς τήν πραγματικότητα πεινᾶ, βασανίζεται, ψοφᾶ εἰς τά πεζοδρόμια «.

Ἀπό τά ἡμερολογιακά κείμενά του, δέν λείπουν καί οἱ φιλοσοφικοί στοχασμοί. Νά τί γράφει στίς 14 Δεκεμβρίου 1946, ἀναφορικά μέ τόν φυσικό νόμο:

«… Σάν δέν μπορεῖς νά τόν νικήσης, ὤ ἄνθρωπε, τόν νόμο, σάν δέν μπορεῖς νά τόν παραβῆς, περιφρόνα τόν. Στάθου κατάντικρυ στίς φουρτοῦνες ἀπτόητος καί μέ σταθερό χέρι ὁδήγα τό καράβι τῆς ζωῆς μέσα ἀπ’ τήν ὁμίχλη καί τούς σκοπέλους, χωρίς νά νοιάζεσαι γιά τ’ ἀποτέλεσμα. Ἀργά ἤ γρήγορα θά πεθάνης. «

…Οὔτε ὅμως ἐπίσης καί οἱ ἀνθρωπιστικοί/ἠθικοπλαστικοί στοχασμοί. Ἐνδεικτικῶς (ἀπό τήν καταγραφή τῆς 23ης/12/1946 καί 31ης/12/1946 ἀντιστοίχως):

« Τό νά σκορπᾶς γύρω σου τήν χαρά, νά τό ξαλάφρωμα τοῦ πόνου, τό νά κάνης μία ψυχή εὐτυχισμένη, νά ἡ ἀληθινή χαρά «.

« Ὑπάρχουν στόν κόσμο αὐτό μερικές ἀρχές τίς ὁποῖες ἀπαραιτήτως πρέπει νά τηρῆ ὁ ἄνθρωπος. Κι’ ἀνάμεσα σ’ αὐτές, πρῶτες καί καλύτερες στέκονται αἵ τῆς ἀγάπης καί τοῦ σεβασμοῦ πρός τοῦ γονεῖς καί τούς διδασκάλους μας «.

Τό μυαλό τοῦ βέβαια, κυρίως περιστρέφεται γύρω ἀπό τήν ἀγαπημένη τοῦ Κύπρο. 15 Δεκεμβρίου 1946:

« Ἡ Κύπρος διέρχεται μίαν τῶν κρισιμοτέρων στιγμῶν τῆς μακραίωνος ἱστορίας της. Μέσα ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ἕνας λαός ζητᾶ τήν λευτεριά του. Καί ξέρει ὁ λαός αὐτός ν’ ἀγωνίζεται, νά παλαίη, νά ὑποφέρη…»

Ἡ Ἀγάπη του πρός τήν Πατρίδα, φυσικά δέν ἀποκλείει καί τήν πανανθρώπινη ὀπτική τῶν πραγμάτων. Στίς 31 Δεκεμβρίου 1946, ἀναλογιζόμενος τόν Πόλεμο, πού ἕνα χρόνο πρίν ἔχει λήξει, γράφει:

« Χρειάζονται ἀκόμη αἰῶνες γιά νά συναισθανθῆ ἡ ἀνθρωπότης ὅτι μόνον μέ τήν συναδέλφωσιν τῶν λαῶν θά μπορέση ὁ ταλαίπωρος κόσμος νά ζήση ἁρμονικά στόν πολυτάραχο πλανήτη μας «.

Στόν Ἀνταρτοπόλεμο

Στό τέλος τοῦ 1947, καί ἐνῶ ὁ Ἀνταρτοπόλεμος μαίνεται, ὁ Κυριάκος Μάτσης, γράφει πάλι στό ἡμερολόγιό του:

 «Φεύγει ἀκόμα ἕνας χρόνος. Καί ταλαιπωρημένη ἡ ἀνθρωπότης ἀγκομαχᾶ κάτω ἀπό μία ἀναταραχή τρομερή, μέσα σέ μία τεράστια σύγχυση πνευμάτων.

Ἰδιαίτερα ἡ Πατρίδα μας κάτω ἀπό τήν ἀντάρτικη δράση τῶν Κομμουνιστῶν, μέ ματωμένο τό μέτωπο ἀγωνίζεται γιά νά διασώση τήν Μακεδονία ἀπό τά χέρια τῶν Βουλγάρων πού νομίζουν ὅτι εἶναι δυνατόν νά πάρουν τήν Θεσσαλονίκη.

ΤΟΤΕ ΜΟΝΟΝ ΘΑ ΓΙΝΗ ΑΥΤΟ, ΟΤΑΝ ΠΤΩΜΑΤΑ ΤΑ ΚΟΡΜΙΑ ΜΑΣ ΤΑ ΠΑΤΗΣΟΥΝ.

Στίς 21 Φεβρουαρίου 1948, ἡ κυπριακή ἐφημερίδα «Ἐλευθερία» ἀναδημοσιεύει ἕνα ἐνδιαφέρον γράμμα τοῦ Μάτση πρός τούς δικούς του, ὅπου περιγράφεται ἡ ἀτμόσφαιρα στήν Θεσσαλονίκη μετά ἀπό μία ἐκτεταμένη ἐπίθεση κομμουνιστῶν μέ βόμβες:

«Αὐτήν τήν στιγμή πού σᾶς γράφω, ὁλόκληρη ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι ἀνάστατη καί καταγανακτισμένη ἀπό τήν θρασύτητα τῶν ἀναρχικῶν – διότι μόνον περί θρασύτητος πρόκειται – νά κτυπήσουν τήν πόλιν μας, μέ ἀποτέλεσμα τόν φόνο ἀθώων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκοιμῶντο ἀνύποπτοι. Πρόκειται περί μίας ἁπλῆς ἐντυπωσιακῆς ἐνεργείας, ἡ ὁποία ἀπεσκόπει νά ἀναπτερώσει τό ἠθικόν τῶν ἐναπομεινάντων ὀπαδῶν τῶν ἀναρχικῶν. Ἐπέτυχον ὅμως τά ἀντίθετα, διότι ὁ λαός τῆς Θεσσαλονίκης ἠνώθη περισσότερον ἀρραγῶς κάτω ἀπό τό ἀθῶον αἷμα πού ἐχύθη. Τό ἠθικόν ὅλων τῶν πολιτῶν ἐγιγαντώθη περισσότερον καί ἀτσαλώθηκε ἡ πίστις γιά τόν κίνδυνον πού διατρέχομεν, ὄχι ἐκ μέρους τῶν συμμοριτῶν, ἀλλά ἐκ μέρους τῶν βορείων γειτόνων μας.

Οἱ σπασμωδικές ἐνέργειες τῶν ἀναρχικῶν ἀποδεικνύουν τήν ἀρξαμένην κατάρρευσιν των. Εἰς τήν πραγματικότητα ἡ δύναμις των ἔχει μειωθῆ τεραστίως, εἰς δέ τάς πόλεις μία-μία αἵ παράνομοι ὀργανώσεις των ἀνακαλύπτονται καί διαλύονται. Οὕτω χθές συνελήφθησαν περί τά ἑξήκοντα πρόσωπα, τά ὁποῖα κατηγοροῦνται διά παράνομον δράσιν καί διότι οἱ πλεῖστοι τῶν συλληφθέντων κατεπρόδιδον ἐκ τῶν δημοσίων θέσεων , τάς ὁποίας κατεῖχον, τά σχέδια τῶν Ἀρχῶν.

Εἰς τήν ὕπαιθρον ἔχουν σχηματισθῆ σώματα Ἀμύνης καί ἔτσι βλέπομεν τούς ἀγρότας πού τήν ἡμέραν κρατοῦν τ’ ἀλέτρι γιά νά ὀργώσουν τά χωράφια τῶν, τήν νύκτα νά παίρνουν στά ἴδια χέρια τό ὅπλο καί νά περιμένουν τόν ἐχθρόν, γιά νά προασπίσουν τούς ἑαυτούς των, τάς οἰκογενείας των, τάς ἑστίας των καί τά κτήματα των. Ὁ ἡρωικός μας στρατός, ἐξ ἄλλου, ἐγκατεστημένος εἰς ὅλα τά ἐπίκαιρα σημεῖα, καταδιώκει κατά πόδας τούς ἀναρχικούς συμμορίτας μέ ἀποτέλεσμα, ὅτι σέ κανένα χωριό, ἔστω καί τό πιό μικρό, δέν μπόρεσαν νά μείνουν οὔτε 24 ὧρες. Καί ἡ λύσσα των ξεσπᾶ πάνω στά ἀθῶα παιδιά, τόν ἄμαχο πληθυσμό, στούς ἱερεῖς μας.

Χθές μετεδόθη ἡ φρικιαστική εἴδησις, ὅτι σέ ἕνα χωριό συνέλαβαν τόν ἱερέα καί τόν ἔβαλαν ζωντανό στόν τάφο, περιλούοντας τον μέ ζεστό νερό. Ἕναν ἄλλον ἱερέα, τόν ὁποῖον συνέλαβαν μαζί μέ τά δύο παιδιά του πρό ἡμερῶν, τόν κατακρεούργησαν ἀνηλεῶς. Μιλοῦν μόνα των τά ξηρά λόγια, ὥστε νά μή χρειάζονται σχόλια. Ἀπάγουν τάς νεανίδας μας διά νά κορέσουν τά ἄγρια ἔνστικτα των καί νά πληρώσουν τά χαρέμια τῶν “δημοκρατικῶν” παραδείσων των.

Ἡ ἐπίθεσις κατά τῆς Θεσσαλονίκης ἔκαμε νά ξυπνήση καί ὁ τελευταῖος πολίτης, καί ὅλοι αἰσθάνονται σήμερον ὅτι κάθε ἀνεκτικότης καί ἀδράνεια εἶναι προδοσία. Ὁλόκληρον τό Ἔθνος γράφει μέ τό αἷμα του τήν συνέχειαν τῆς λαμπρᾶς ἱστορίας του».

Ὁ “Ἀντικομμουνισμός” τοῦ Μάτση

Ὁ Κυριάκος Μάτσης εἶναι ἀντικομμουνιστής, ἀλλά προσγειωμένος καί λογικός, μακριά ἀπό κάθε πάθος. Προτιμᾶ τόν διάλογο, καί ὄχι τίς διαμάχες, γιά τό καλό τοῦ τόπου. Στήν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στό χωριό του, εἶχε ἀτελείωτες συζητήσεις μέ συγχωριανούς του Κομμουνιστές, ἐνίοτε δέ καί μέ ἡγετικά στελέχη αὐτῶν. Ἀκόμα καί ὅσοι διαφωνοῦσαν μαζί του, τόν σέβονταν, ὅπως ἀκριβῶς αὐτός σεβόταν τούς ἀντιπάλους του.

Καί ὕστερα ἀπό δέκα χρόνια, κατά τόν ἀγώνα τῆς ΕΟΚΑ, θά ἐπιχειρήσει νά ἔχει ἐπαφή μέ Κυπρίους Κομμουνιστές, πράγμα πού προκάλεσε καί τήν ὑποψία σέ κάποιους ὅτι τάχα ἦταν καί ὁ ἴδιος Κομμουνιστής! Δέν κατανοοῦσε ὅτι οἱ Κομμουνιστές τῆς Κύπρου δέν θά ἀγκάλιαζαν ποτέ τόν Ἀγώνα τῆς Ἑνώσεως.

Τό ἡρωικό τέλος του

Στίς 19 Νοεμβρίου τοῦ 1958 τό μαχητικό μέλος τῆς ΕΟΚΑ, ὁ Κυριάκος Μάτσης ὕστερα ἀπό προδοσία, βρισκόταν στό καταφύγιό του, περικυκλωμένος ἀπό Ἄγγλους στρατιῶτες. Ἐπιστέγασμα τῶν ἀγώνων τοῦ Κυριάκου Μάτση ἦταν ὅταν μέσα ἀπό τό κρησφύγετό του στό Δίκωμο, βροντοφώναξε στή μία καί τριάντα τό μεσημέρι τῆς 19ης Νοεμβρίου 1958:

«Ὄχι. Δέν παραδίδομαι. Ἄν θά βγῶ, θά βγῶ πυροβολώντας».

Ἦταν ἕτοιμος γιά τόν θάνατο.

«Ὁ κόσμος σήμερα, ὕστερα ἀπό ἕνα αἱματοκύλισμα, πλέει σέ ἕνα πέλαγος ἰδεολογιῶν καί ἡ νεολαία βρίσκεται μπροστά σέ πραγματικό ἀδιέξοδο. Ἀλλά ἡ Ἑλληνική νεολαία δέν θά βρεθῆ ποτέ σέ μία τέτοια θέση. Μοναδική της ἰδεολογία πρέπει νά εἶναι ἡ ἰδεολογία τῆς Ἑλλάδος, μοναδικό της σύμβολο ἡ Ἑλληνική γαλανόλευκη, πάνω στήν ὁποία βρίσκεται ἀπεικονισμένο τό πραγματικό ἰδανικό του Ἕλληνα, πίστη του στήν Πατρίδα καί στήν θρησκεία».

«Τό νά σκορπᾶς γύρω σου τήν χαρά, νά τό ξαλάφρωμα τοῦ πόνου, τό νά κάνης μία ψυχή εὐτυχισμένη, νά ἡ ἀληθινή χαρά».

«Ὑπάρχουν στόν κόσμο αὐτό μερικές ἀρχές τίς ὁποῖες ἀπαραιτήτως πρέπει νά τηρῆ ὁ ἄνθρωπος. Κι’ ἀνάμεσα σ’ αὐτές, πρῶτες καί καλύτερες στέκονται αἵ τῆς ἀγάπης καί τοῦ σεβασμοῦ πρός τοῦ γονεῖς καί τούς διδασκάλους μας».