Το Ακυρωτικό Δικαστήριο και η αποφυλάκιση των πέντε της Ομόνοιας την 10.02.1995


Οι μέρες περνούσαν και η ένταση μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας μεγάλωνε. Οι προσπάθειες καλής χειρονομίας για την απελευθέρωση των κρατουμένων απέτυχε.

Για πρώτη φορά μειώθηκε αισθητά η εκπροσώπηση σε βαθμό πρεσβευτών μεταξύ  των δύο κρατών. Οι δυο χώρες ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους. Εκατοντάδες λαθρομετανάστες συμπεριλαμβάνονταν στη λεγόμενη επιχείρηση «Σκούπα». Η αλβανική κυβέρνηση  είχε μπει  σε μια άγρια αντιπαράθεση. Ήταν τότε που φάνηκαν και τα πρώτα ρήγματα στις σχέσεις Αλβανίας - ΗΠΑ.

Σαν διεξαγόταν η δίκη των πέντε στα Τίρανα, στο αεροδρόμιο των Τιράνων,  ένα απόγευμα αργά,  προσγειώθηκε ένα ειδικό αεροπλάνο απ’ όπου κατέβηκε αναπάντεχα ένας όχι συνηθισμένος  επισκέπτης.

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός «Η φωνή της Αμερικής», που έμαθε το γεγονός, έλαβε όλα τα μέτρα, ώστε να ήταν ο πρώτος που θα μετέδιδε τις νεότερες πληροφορίες.

Κατά τις τρεις το πρωί ένα τηλεφώνημα  ξύπνησε τον δημοσιογράφο. Από το γραφείο της Ουάσιγκτον τον ειδοποίησαν ότι εκείνη τη νύχτα στα Τίρανα κατέφτασε ο Σίφτερ,  για την υπόθεση των Ελλήνων που δικάζονται.

Ο Αλβανός Πρόεδρος, που ήταν ενημερωμένος για την άφιξή του, τον περίμενε. Δεν ήθελε να οξύνει περισσότερο τις σχέσεις του με την κοσμοελέγχουσα  χώρα. Δώσανε τα χέρια, κάπως ψυχρά, και κάθισαν απέναντι ο ένας στον άλλο.

Αφού έπιασε θέση κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, ο Αμερικανός επισκέπτης κοίταξε το συνομιλητή του στα μάτια. Μόνον τότε ο άλλος ενδιαφέρθηκε να μάθει το σκοπό της επίσκεψης.

-Τι καλός αέρας σας έφερε στα μέρη μας;

-Θέλω να σας μεταφέρω το μήνυμα του Αμερικανού Προέδρου…

-Τι θέλει ο Πρόεδρός μας; του είπε κάπως επιφυλακτικά και χώθηκε πιο πολύ στην πολυθρόνα του.

-Ο Αμερικανός Πρόεδρος παρακολουθεί με ενδιαφέρον  και προσοχή τη δίκη που διεξάγεται στα Τίρανα… Είμαστε ανήσυχοι μήπως πράττετε λάθος και βιάζεστε  στο να δικαστούν πέντε πολίτες σας με ελληνική καταγωγή, ένας εκ των οποίων είναι Αμερικανός υπήκοος, ανέφερε ο Σίφτερ με χαμηλό τόνο.

-Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια και την υποστήριξη  που οι ΗΠΑ έχουν δώσει και δίνουν για την δημοκρατία στην Αλβανία. Η βοήθεια και η υποστήριξή σας ήταν και παραμένουν αναντικατάστατες στην πρόοδό μας για δημοκρατία... Αλλά, όσον αφορά το ενδιαφέρον που αναφέρατε,  στο όνομα του Αμερικανού Προέδρου, εγώ σας εγγυούμαι  ότι δεν υπάρχει τίποτε ν’ ανησυχείτε. Εγώ σας διαβεβαιώνω ότι διεξάγεται μια δίκη τίμια και ανοιχτή…

-Κύριε Πρόεδρε. Μην ξεχνάτε ότι η Ελλάδα είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μέλος του ΝΑΤΟ. Δεν έχουμε πληροφορηθεί για καμία εδαφική απαίτηση από την ελληνική κυβέρνηση προς την Αλβανία, εκτός από τα αιτήματα για την διασφάλιση των δικαιωμάτων της Ελληνικής Μειονότητας που ζει στη χώρα σας. Εμείς είμαστε ανήσυχοι εξαιτίας που η δίκη, η οποία διεξάγεται στα Τίρανα,  έχει επιδράσει σε μια βαριά επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και γενικά της κατάστασης στην περιοχή. Ο Πρόεδρός μας είναι ενδιαφερόμενος, ώστε αυτή η επιδείνωση  να αποφευχθεί  διαμέσου του διαλόγου… Είμαστε πεπεισμένοι πως Εσείς, με το κύρος σας,  θα επηρεάσετε θετικά…

-Πώς, με τι τρόπους;

-Εμείς σκεφτόμαστε πως οι πέντε πολίτες, που δικάζονται, πρέπει να ελευθερωθούν. Εσείς μπορείτε να επέμβετε, ως Πρόεδρος Δημοκρατίας  και ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Δικαιοσύνης.

- Όχι, δεν μπορεί να γίνει. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό κι από το γεγονός, διότι τα όργανα της δικαιοσύνης είναι ανεξάρτητα στην Αλβανία.

-Εγώ σας εννοώ, αλλά αυτό που σας ζητάμε πρέπει να το κάνετε…

-Αδύνατον. Αυτό είναι ένα αίτημα σταλινικού τύπου και θεωρείται επέμβαση στα εσωτερικά ενός ανεξάρτητου κράτους. Εγώ δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό…

-Εσείς σκέφτεστε ότι ο Κλίντον συγκρίνεται με το Στάλιν;

-Φρονώ ότι τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους.

Ο Σίφτερ βγήκε από το γραφείο νευριασμένος, χωρίς να μιλήσει. Το ίδιο βράδυ   αναχώρησε για την Αθήνα. Όπως έγινε γνωστό, λίγο αργότερα, του τηλεφώνησε από την Αθήνα, για να διαπιστώσει αν συνεχίζει να παραμένει ανένδοτος στις προηγούμενες απόψεις του. Η απάντηση ήταν αμετάβλητη. Μάλιστα συμπλήρωσε, ότι ο τρόπος συμπεριφοράς των Αμερικανών προς τα υποτελή κράτη είναι παρόμοια μ’ εκείνη που χρησιμοποιούσε ο μπολσεβίκος καθοδηγητής, ο Στάλιν.  

Ο πρέσβης Σίφτερ ξαφνιάστηκε από την απάντηση αυτή και κατέληξε στο συμπέρασμα:  «Είναι αδιόρθωτος, αδιάλλακτος».

Έφτασε και η μέρα του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Ένα συμβάν, που θ’ άλλαζε τη ροή των γεγονότων, συνδέεται με την ημέρα που θα διεξαγόταν η δίκη στο Ακυρωτικό. Ο αναπληρωτής Πρέσβης  Χιλ - ένας διπλωμάτης καριέρας, αργότερα πρέσβης των ΗΠΑ σε μερικές σοβαρές χώρες, ακόμη   και βοηθός Γραμματέα του Κράτους για υποθέσεις της Άπω Ανατολής και του Ειρηνικού - τηλεφώνησε προυνό προυνό στον Αλβανό Πρόεδρο. Η πράξη αυτή εκπέμπει μήνυμα περί διπλωματικής χειρονομίας. Ο Χιλ δεν του μετέδωσε κανένα τελεσίγραφο ή διαταγή, αλλά μόνον του είπε εγκάρδια:

-Κύριε Πρόεδρε, σας συγχαίρω και στο όνομα του Αμερικανού Προέδρου για την αποφυλάκιση των πέντε Αλβανών πολιτών με ελληνική εθνικότητα. Είναι μια χειρονομία που αξίζει να αξιολογηθεί σοβαρά.

Ο Πρόεδρος, ξαφνιασμένος και μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο, μόνον μουρμούρισε:

-Ναι, αλλά αυτοί δεν αποφυλακίστηκαν ακόμα…

-Έχουν ελευθερωθεί, έχουν ελευθερωθεί, του είπε ο Χιλ και έκλεισε το τηλέφωνο.

Μερικές ώρες αργότερα άρχισε η δίκη για την τελεσίδικη απόφαση.

...

Άνοιξε το μάτι της σιδερόπορτας. Μπροστά τους ο Αλία, ο  τέως Πρόεδρος της  Δημοκρατίας.

-Καλημέρα σας! Σήμερα βγαίνετε. Ο κόσμος  είναι στο πόδι… και απομακρύνθηκε.

Ακούστηκαν φωνές και θόρυβος που ερχόταν από το εξωτερικό τμήμα. Νόμισε ο Βλάσης  ότι ερχόταν για εκείνον ή κατέβαινε ο Θοδωρής, ο Κώστας ή  ο Παναγιώτης από τις σκάλες. Αλλά όχι… Ήταν άλλοι που τους πήγαιναν για το δικαστήριο.

Η αγωνία μεγάλη για το αποτέλεσμα της οριστικής απόφασης. Οι ώρες αγχώδεις. Ήταν τρεις η ώρα το απόγευμα, όταν στο μάτι της σιδερόπορτας, καταϊδρωμένος, φάνηκε ένας  δεσμοφύλακας.

-Βλάση, απολύεστε. Με αναστολή και οι πέντε. Έκλεισε το μάτι κι εξαφανίστηκε.

Δεν πρόλαβε να σηκωθεί ούτε από το πάτωμα που ήταν ξαπλωμένος. Το άκουσε, αλλά πάλι δεν πίστευε στ’ αυτιά του.

Στις τέσσερις η ώρα ξαναφάνηκε το πρόσωπο του τέως Προέδρου:

-Θα βγείτε σήμερα, αλλά έχει μεγάλες αντιθέσεις. Ο  βοηθός Γενικού Εισαγγελέα  δεν υπογράφει την απόλυσή σας. Στο δικαστήριο σάς υπερασπίστηκε με σθένος ο  πρόεδρος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου Ζεφ Μπρόζι. Αυτό είπε κι έφυγε.

Η ώρα περνούσε και η ανησυχία μεγάλωνε. Αλληλοκοιτάχτηκαν. Έτριξε ο μοχλός του απέναντι κελιού. Ήταν ένας από τους μελλοθάνατους. Η μοίρα εκείνων ήταν πιο φρικτή, πιο οδυνηρή. Αλυσοδεμένοι χεροπόδαρα με σκάφανδρο στο κεφάλι, δεμένοι με τριχιά από τη μέση. Άκουσε και γνώρισε μια  φωνή. Κάτι συνέβαινε. Το αυτί εκεί πιάνει και τον πιο μικρό ήχο και κίνηση. Ακόμα και την περπατησιά των ποντικών, των μαναριών της φυλακής. Από το τρίξιμο των μοχλών καθορίζεις το κελί που ανοίγει.

Ο Ζύλιο με τον Γκεζίμ στρώσανε να φάνε. Από ένα κομμάτι σπανακομπούρεκο,  λίγη μυζήθρα και από ένα μήλο. Δεν πήρανε την περίφημη «σούπα»  με πουρέ πατάτας, που είχε μείνει από τον πόλεμο του Βιετνάμ.

Ο Βλάσης δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του. Δεν του περνούσε. Γνώριζε καλά την τακτική και τη στάση των δικαστών, τον αδίστακτο χαρακτήρα τους, την προσωπική διάθεση του Προέδρου. Βαριά τα αισθήματά του γι’ αυτούς.

-Παραμάκρυνε η ώρα της αποφυλάκισης. Εάν δεν θα σας απολύσουν μέχρι τις δώδεκα  η ώρα τη νύχτα, τότε κάτι σοβαρό συμβαίνει, ακούστηκε η φωνή του Ζύλιου.

Ακούσανε θόρυβο. Εκείνη τη στιγμή έτριξε ο μοχλός της σιδερόπορτας. Άνοιξε η πόρτα. Ένα νέο πρόσωπο, ντυμένο στα πολιτικά, και δυο αστυνομικοί. Ήταν ο νέος διευθυντής των φυλακών που αντικατέστησε τον προηγούμενο, επειδή δραπέτευσαν μερικοί φυλακισμένοι. Ο διευθυντής ρώτησε:

-Ποιος είναι ο Βλάσης Πούπουλας;

-Εγώ είμαι,  του απάντησε ο Βλάσης.

-Πάρε τα πράγματά σου.

-Πού θα πάω;

-Αποφυλακίζεσαι.

-Τέτοια ώρα; Μήπως είναι κανένα παιχνίδι;

-Έξω είναι και οι σύντροφοί σου, βγες στην πόρτα και δες.

Έβγαλε το κεφάλι και είδε το Θοδωρή.

-Έλα, Βλάση. Βγαίνουμε απόψε.

Ο Βλάσης φιλήθηκε με τους άλλους συγκρατούμενούς του και τους ευχήθηκε: «Καλή αντάμωση, γρήγορα κι εσείς.  Ο Θεός μαζί σας». Έκλεισε το κελί αφήνοντας πίσω του δύο πρόσωπα πικραμένα και δακρυσμένα.

Στα πόδια του πέρασε ένας μεγάλος  ποντικός. Βγήκε από το μπακιρένιο καζάνι, που ήταν στη γωνία του διαδρόμου. Ένα καζάνι κατάμαυρο απ’ έξω, κατακόκκινο, αγάνωτο από μέσα, με δυο χερούλια, το ένα δεμένο με χοντρό σύρμα και το άλλο έτοιμο να κοπεί. Κάτω από τη μέση είχε πουρέ –σούπα. Όλη τη νύχτα την ανακάτευαν τα ποντίκια, που έβγαιναν από τις «λεγόμενες» τουαλέτες και από τα ντουλάπια που ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Την άλλη μέρα μ’ αυτή θα γευμάτιζαν οι σύντροφοί του,  πρώην μέλη του Πολιτικού Γραφείου, οι μελλοθάνατοι… όλοι. Αυτό ήταν το ρεφρέν των περίφημων φυλακών  της πρωτεύουσας.

Πίσω του έκλεισε η τρίδιπλη μεγάλη σιδερόπορτα του δευτέρου ορόφου, τρίτου τμήματος. Αγκάλιασε τον Θοδωρή,  τον Παναγιώτη και τον Κώστα. Και οι τέσσερις μαζί πέρασαν την αίθουσα, κατέβηκαν προς τα κάτω, περνώντας τις στενές σκάλες εξόδου και σταματήσανε σ’ ένα μικρό γραφείο. Μπαινόβγαιναν αστυνομικοί, μερικοί σοβαροί, κάποιοι άλλοι  χαμογελαστοί. Ήρθε και ο διευθυντής.

-Θα ’ρθείτε πάλι αύριο στις εφτά, για να πάρετε τα προσωπικά σας  αντικείμενα. Αυτήν την ώρα δεν είναι εδώ ο αποθηκάριος.

Χαμογέλασε ο Παναγιώτης και ψιθύρισε του Βλάση κοιτάζοντάς τον κατάματα.

-Πρέπει να δούμε πάλι τούτη την πόρτα;

-Δεν πειράζει, είπε ο Θοδωρής, ερχόμαστε και αύριο.

-Ελάτε, πάμε, είπε ο Κώστας  μ’ εκείνη την ηχηρή φωνή του. Πέρασαν ο ένας πίσω από τον άλλον στο διάδρομο και βγήκανε στο προαύλιο της φυλακής.

Έτριξε ο μοχλός της εξώπορτας και  βγήκαν έξω. Δεν κατάλαβαν ποιος  ή  ποιοι τους πλησίασαν, τους αγκάλιασαν και τους  φίλησαν. Το Θοδωρή τον αγκάλιασε η κόρη του και άλλοι, που περίμεναν ώρες ολάκερες. Ο Κώστας τυλίχτηκε μέσα στις αγκαλιές των δικών του και κάπου πρόβαλε εκείνο το κεφάλι με κοκκινωπά μαλλιά. Τον Βλάση τον είχαν βάλει στη μέση η σύζυγός του, η Αννούλα, μαζί με την κόρη τους, την Ελένη. Δε χόρταιναν φιλιά και αγκαλιές. Ο Παναγιώτης για μια στιγμή τα ’χασε. Κοιτούσε μήπως έβλεπε κανέναν από τους δικούς του. Η κόρη του Βλάση, άφησε για μια στιγμή τον μπαμπά της, ρίχτηκε στην αγκαλιά του Παναγιώτη και του είπε: «Η Νώρα δεν έχει μισή ώρα που έφυγε με την αδελφή της. Μας είπαν πως δεν θα βγείτε απόψε». Δάκρυσε ο Παναγιώτης και, εντυπωσιασμένος, επαναλάμβανε: «Δε θα ξεχάσω, εκείνο το αγγελούδι του Βλάση, που μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της».

Τους αγκάλιασε συγκινημένος  ο Νίκος, που ήρθε πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Αντώνης, ο βουλευτής, με το γλυκό χαμόγελο και το διαπεραστικό βλέμμα του. Ο δικηγόρος ο Δημήτρης, που ψυχολογώντας τους, τους έδινε θάρρος κι ελπίδα στο δικαστήριο, με διάφορους τρόπους. Ο Βασίλης, ο δραπέτης,  με την γλυκύτατη  ματιά και το μικρό πυκνό μουστάκι του. Ο Γιώργος, κι αυτός  βουλευτής, συγχαίροντάς τους για το έργο και τη στάση τους. Όλοι τους, δακρυσμένοι, μα  ικανοποιημένοι για το αίσιο τέλος της δίκης, περνούσαν  από τον έναν στον άλλον.

Πάρα πολλοί τους πλησίασαν εκείνο το βράδυ. Κάμερες, δημοσιογράφοι… Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλη τη χώρα και ευρύτερα. Χάρηκαν πολλές καρδιές: πονεμένες μανάδες, ενάρετες σύζυγοι, αθώα και αγαπητά παιδιά, καλοί συγγενείς και φίλοι. Η μαυρομαντιλούσα λεβεντογέννα Ήπειρος τους έπλεξε τραγούδια. Τραγούδια πόνου, καημού και λεβεντιάς.

Ένα αυτοκίνητο, που είχε σταματήσει λίγα μέτρα πιο πέρα, έβαλε μπρος. Μέσα του ένας υπάλληλος της αμερικάνικης πρεσβείας  και ο Γενικός Αντιεισαγγελέας. Είχαν «εγκατασταθεί» κοντά στις φυλακές της πρωτεύουσας, για να παρακολουθήσουν  την απελευθέρωση των πέντε Ελλήνων, που μαρτύρησαν για το καλό του λαού και του δύσμοιρου ετούτου τόπου.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Βαγγέλη Παπαχρήστου «Ταλαιπωρημένοι, μα αγέρωχοι»

Σημείωση: Βλάσης=Βαγγέλης

Φώτο πάνω: από το δικαστήριο και η έξοδος από τις φυλακές των Τιράνων. Κάτω: ο πρόεδρος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου Ζεφ Μπρόζι.