Μακεδονία: Ζήτημα τιμῆς καὶ ταυτότητας - Δὲν πρέπει νὰ βάλουμε τὴν ὑπογραφή μας στὴν ἀναγνώριση ἑνὸς ἔθνους κατασκευασμένου


Φαίνεται ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία τὰ καταφέρνει καλύτερα ἀπὸ τὴν κρατική. Διαβάζοντας τὸ ἀνακοινωθὲν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴ σχισματικὴ Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων, μαθαίνουμε ὅτι οἱ Σκοπιανοὶ κληρικοὶ ζητοῦν νὰ ἐπανέλθουν στὴν κανονικὴ τάξη μὲ ὄνομα ποὺ δὲν περιέχει τὸν ὄρο «Μακεδονία»!

Συγκεκριμένα, τὸ Πατριαρχεῖο κάνει λόγο γιὰ «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν», ἐνῶ ἡ δημοσιογραφικὴ ἔρευνα μᾶς ἐνημερώνει ὅτι πιθανὸν στὸν τίτλο «Ἀχριδῶν» νὰ προστεθεῖ ὁ ὅρος «καὶ Πρώτης Ἰουστινιανῆς». Βλέπουμε ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ Πατριαρχεῖο Σερβίας καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν ἄλλαξαν στάση ἀπὸ τὸ 1967 ἕως σήμερα ἀπέναντι στὸ σκοπιανὸ ἐκκλησιαστικὸ μόρφωμα ποὺ κατασκεύασε ὁ Τίτο. Αὐτὴ ἡ ἀμετακίνητη στάση ἀνάγκασε τοὺς Σκοπιανοὺς νὰ ὑποχωρήσουν τουλάχιστον στὸν ἐκκλησιαστικὸ τομέα. Τὸ θέμα δὲν λύθηκε, πάντως ἔχει εἰσέλθει σὲ καλὸ δρόμο.

Ἀντιστοίχως ἀμετακίνητη πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ στάση ὅλων τῶν πολιτικῶν καὶ διπλωματικῶν παραγόντων ἀπέναντι στὴν κυβέρνηση τῶν Σκοπίων. Νὰ ἐμμείνουμε στὴν ἀπόφαση τῶν πολιτικῶν ἀρχηγῶν ποὺ ἐλήφθη ὑπὸ τὴν Προεδρία τοῦ ἀειμνήστου Κωνσταντίνου Καραμανλῆ τὸ 1992. Νὰ μὴ δεχθοῦμε καμία σύνθετη ὀνομασία, ἡ ὁποία θὰ περιλαμβάνει τὸν ὄρο «Μακεδονία». Οὔτε Ἄνω - Gorna οὔτε Βόρεια - Severna οὔτε Νέα - Nova οὔτε ὁποιονδήποτε ἄλλον προσδιορισμό. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα διαιωνίζουν καὶ ἐπιβραβεύουν τὸν ἀλυτρωτισμὸ τῶν ψευδομακεδόνων, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀναγεννώμενο βουλγαρικὸ ἐθνικισμό, ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ ἐναγκαλίζεται σφικτὰ τὰ Σκόπια. Τὸ «Βόρεια Μακεδονία», τὸ ὁποῖο συζητεῖται, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα. Βόρεια σημαίνει ὅτι κάποια στιγμὴ πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴ Νότια, δηλαδὴ διεθνῶς θὰ δίδεται τὸ μήνυμα ὅτι τὰ Σκόπια δικαιοῦνται νὰ ἀπορροφήσουν τὴν ἑλληνικὴ Μακεδονία. Θυμίζω ὅτι τὸ Βόρειο Βιετνὰμ ἑνώθηκε μὲ τὸ Νότιο καὶ μάλιστα μὲ πόλεμο, ἐνῶ ἡ Βόρειος καὶ ἡ Νότιος Κορέα συζητοῦν γιὰ μελλοντικὴ ἕνωση, παρὰ τὰ ἐμπόδια.

Παράλληλα μὲ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἐπίσημη ὀνομασία τῆς γλώσσας καὶ τῆς ἐθνότητας. Δὲν πρέπει νὰ βάλουμε τὴν ὑπογραφή μας στὴν ἀναγνώριση ἑνὸς κατασκευασμένου ἔθνους, τὸ ὁποῖο γεννήθηκε στοὺς κόλπους τῆς Κομμουνιστικῆς Διεθνοῦς καὶ ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ τὸ καθεστὼς τοῦ Τίτο. Τὸ «μακεδονικὸ» ἔθνος κατασκευάστηκε γιὰ νὰ διεκδικεῖ ἐδάφη, ἱστορία καὶ πολιτισμὸ ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό. Ἐὰν τὸ ἀναγνωρίσουμε εἶναι σὰν νὰ ὁμολογοῦμε ἐνώπιόν της διεθνοῦς κοινότητος ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος, ἡ μακεδονικὴ σχολὴ ἁγιογραφίας τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, οἱ Μακεδόνες ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ἑλληνισμό. Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὑπάρχει μακεδονικὴ ταυτότητα διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἑλληνική. Οὔτε γλώσσα «μακεδονικὴ» πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε γιὰ τοὺς ἴδιους ἀκριβῶς λόγους.

Οἱ κυβερνῶντες νὰ θυμοῦνται ὅτι ἡ ὑπεράσπιση τῆς Μακεδονίας εἶναι γιὰ τοὺς Ἕλληνες ζήτημα ἐθνικῆς ἀξιοπρέπειας καὶ ταυτότητας.