Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ


Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1917, οἱ Ἰταλοί ἐπεκτάθηκαν πρός νότον, εἰσερχόμενοι στό Δελβινάκι καί τό Καλπάκι. Δέν σταμάτησαν, ὅμως, ἐκεῖ. Τόν ἑπόμενο μήνα, κατέλαβαν τήν Κόνιτσα καί ἀκολούθως τήν Σαγιάδα (τόν Μάρτιο). Ἡ Ρώμη χρησιμοποίησε ὡς πρόσχημα τήν κατάληψη τῆς Κορυτσᾶς ἀπό τούς Γάλλους, τόν Ὀκτώβριο, τοῦ προηγουμένου ἔτους. Ἐκεῖ, οἱ τελευταῖοι ἀνεκήρυξαν τήν «Αὐτόνομη Ἀλβανική Δημοκρατία τῆς Κορυτσᾶς» πρός μεγάλη δυσαρέσκεια τοῦ Βενιζέλου. Σημειωτέον ὅτι ὀπαδοί τῶν Φιλελευθέρων εἶχαν καταλύσει τήν ἑλληνική διοίκηση στήν περιοχή, μέ τό πρόσχημα ὅτι ἡ οὐδετερότητα τῶν Ἀθηνῶν θά ὁδηγοῦσε σέ κατάληψη τῆς πόλεως ἀπό τούς Ἰταλούς. Ὁ Κρητικός πολιτικός (ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς «κυβερνήσεως» τῆς Θεσσαλονίκης) ἐπέλεξε νά ἐπιδείξει μετριοπάθεια καί πρότεινε μέσω τῆς συνεντεύξεως τοῦ στενοῦ του συνεργάτη Ἀποστ. Ἀλεξανδρή σέ ἰταλική ἐφημερίδα ὅπως διατηρηθοῦν τόσο ἡ ἰταλική κυριαρχία στόν Αὐλώνα ὅσο καί ἡ ἰταλική «ἐπιρροή» στήν περιοχή, ἐνῶ δέν θά ὀχυρώνονταν τά χερσαία σύνορα οὔτε ἡ παράλια ζώνη μέχρι τήν Πρέβεζα. Ἡ ἰταλική κυβέρνηση ἀπέφυγε νά ἀπαντήσει, μή ἐπιθυμώντας νά δεσμευθεῖ. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἄρχισε νά ὑποθάλπει τίς αὐτονομιστικές κινήσεις τῶν βλαχόφωνών της Πίνδου καί τῶν μουσουλμάνων Τσάμηδων. Μάλιστα, ὁ Ἰταλός ὑποπρόξενος Ἰωαννίνων πῆγε στά Γρεβενά καί στά Τρίκαλα, τά ὁποῖα εὐρίσκοντο στήν οὐδέτερη ζώνη μεταξύ τῶν ἐπισήμου ἑλληνικοῦ κράτους καί τοῦ στασιαστικοῦ «κράτους» τῆς Θεσσαλονίκης. Ἐκεῖ, προσεπάθησε νά ἐξασφαλίσει τήν ὑποστήριξη τῶν βλαχόφωνων γιά τήν ὑποβολή αἰτήματος καταλήψεως τῶν περιοχῶν τους ἀπό ἰταλικά στρατεύματα.

Λίγο μετά, τά στρατεύματα τῆς Ρώμης κατέλαβαν τά Ἰωάννινα καί ὁλόκληρη τήν περιοχή μέχρι τό Μέτσοβο. Οἱ Ἰταλοί ἐφήρμοσαν ἀμέσως τά συνήθη ἀνθελληνικά μέτρα, τά ὁποῖα εἶχαν θεσπίσει σέ ὅλες τίς, κατακτηθεῖσες ἀπό τά στρατεύματά τους, πόλεις τῆς Ἠπείρου (ἀπόλυση δημοσίων ὑπαλλήλων καί ἀντικατάστασή τους ἀπό Ἀλβανούς καί Ἰταλούς, κλείσιμο τῶν ἑλληνικῶν σχολείων κ.ο.κ.), προκαλώντας τήν ὀργή τῆς ἑλληνικῆς κοινῆς γνώμης. Οἱ ἐνέργειές τους αὐτές δέν ἐπέφεραν μόνον τήν ἀντίδραση τῶν Ἀθηνῶν ἀλλά καί αὐτήν τοῦ Παρισιοῦ. Ἡ γαλλική στρατιωτική διοίκηση προχώρησε στήν κατάληψη τῆς Πρεβέζης καί τῆς Φιλιππιάδος. Οἱ ἐξελίξεις, ὅμως, ἦταν ραγδαῖες στό ἑλληνικό πολιτικό σκηνικό. Τήν 30η Μαΐου / 12η Ἰουνίου 1917, ὁ Βασιλεύς Κωνσταντῖνος, ἀπεχώρησε τοῦ θρόνου, ὑποκύπτοντας στήν ἰσχύ τῶν γαλλικῶν ὅπλων. Αὐτό ἔγινε καί μέ τήν συναίνεση τῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία ἐξασφάλισε συγκεκριμένα ἀνταλλάγματα, ὅπως διεφάνη πολύ σύντομα.

Πιό συγκεκριμένα, λίγα εἰκοσιτετράωρα ἀργότερα, ὁ Στρατηγός Ferrero ἀνακήρυξε τήν Ἀλβανία αὐτόνομο κράτος ὑπό τήν προστασία τοῦ Βασιλέως τῆς Ἰταλίας! Οἱ κυβερνήσεις τῶν κρατῶν τῆς Συνεννοήσεως δέν ἀντέδρασαν, καθώς σύντομα στήν ἐξουσία ἐγκατεστάθη ὁ Βενιζέλος καί ἡ Ἑλλάς εἰσῆλθε τοῦ πολέμου κατά τῶν Κεντρικῶν Αὐτοκρατοριῶν. Ἡ Ἰταλία ἦταν πλέον σύμμαχος τῆς Ἑλλάδος καί ὁ Κρητικός πολιτικός ἀξίωσε τήν ἀποχώρηση τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων (στήν περιοχή τῆς Ἠπείρου) πέραν τῆς γραμμῆς, τήν ὁποία ὅριζε τό Πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας. Ἀρχικῶς, ἡ Ρώμη φάνηκε διατεθειμένη νά συζητήσει τό ἐνδεχόμενο αὐτό ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι θά διατηροῦσε τόν ἔλεγχο τοῦ τριγώνου τοῦ Πωγωνίου ἕως τήν λήξη τῶν ἐχθροπραξιῶν. Ἐπιπλέον, ἡ ἰταλική κυβέρνηση ἀπαιτοῦσε τήν μή ἐγκατάσταση τῶν ἑλληνικῶν Ἀρχῶν στήν περιοχή, αἴτημα τό ὁποῖο ἀπερρίφθη ἀπό τήν ἑλληνική κυβέρνηση.

Ἡ Ρώμη ὑπέβαλε μία ἐναλλακτική πρόταση, ἡ ὁποία συνίστατο στήν παροχή γραπτῶν ἐγγυήσεων γιά τήν ἀσφάλεια τῶν «ἰταλόφιλων» πληθυσμῶν τῆς περιοχῆς ἐκ μέρους τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως. Ὁ Βενιζέλος συνεφώνησε προκειμένου νά ἀποτρέψει μία περαιτέρω ἐπιδείνωση τῶν διμερῶν σχέσεων ἀλλά ἡ ἀπόφασή του προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις. Οἱ Ἰταλοί ἀνεθάρρησαν ἀπό τήν ἐπιτυχία τους αὐτή καί ὁ πρεσβευτής τους στήν Ἀθήνα κόμης Alessandro di Bosdari πρότεινε τήν ἀνάληψη τοῦ ἐλέγχου τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἑλληνικῶν Ἀρχῶν ἔναντι τῶν μουσουλμάνων καί τῶν βλαχόφωνων ἀπό ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι θά ἔδρευαν στό ἰταλικό προξενεῖο Ἰωαννίνων. Τήν ἴδια περίοδο, πραγματοποιήθηκε μία Συμμαχική συνδιάσκεψη στό Παρίσι μέ ἀντικείμενο τίς ἐξελίξεις στήν Βαλκανική. Ἡ Ἑλλάδα συμμετεῖχε μέ τόν πρεσβευτή της στήν γαλλική πρωτεύουσα Ἄθω Ρωμάνο καί τόν Συνταγματάρχη Κων. Ρακτιβᾶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν κατάφεραν νά ἐξασφαλίσουν καμμία ἐγγύηση γιά τήν βόρεια Ἤπειρο. Ἡ ἀποτυχία τῶν Ἑλλήνων ἀντιπροσώπων νά διασφαλίσουν ἔστω καί τά στοιχειώδη δικαιώματα τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ἑλληνισμοῦ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐκ νέου ἀποπομπή τῶν Βορειοηπειρωτῶν βουλευτῶν ἀπό τήν ἑλληνική Βουλή. Ἐπιπλέον, τήν 6η Αὐγούστου, ὁ πρωθυπουργός Βενιζέλος δήλωσε σέ αὐτήν ὅτι ἡ Ἑλλάδα οὐδένα διεθνῆ τίτλο κατεῖχε γιά τήν βόρεια Ἤπειρο. Τά γεγονότα αὐτά προκάλεσαν ἰσχυρές ἀντιδράσεις μεταξύ τῶν Βορειοηπειρωτῶν. Στήν Συνδιάσκεψη ἐκείνη ἀπεφασίσθη ἡ ταυτόχρονη ἀποχώρηση τῶν γαλλικῶν καί τῶν ἰταλικῶν στρατευμάτων ἀπό τήν Ἤπειρο μέ ἐξαίρεση τήν περιοχή τοῦ Πωγωνίου, ἡ ὁποία θά παρέμενε ὑπό τόν ἔλεγχο τῶν Ἰταλῶν ἕως τήν λήξη τῶν ἐχθροπραξιῶν. (συνεχίζεται)

Ἰωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Νομικός-Διεθνολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο ὑπό τόν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Θεσσαλονίκη : ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014)

Πάνω φώτο: Ὁ Ἄθως Ρωμάνος βαδίζει στά δεξιά τοῦ Βασ. Κωνσταντίνου Α΄ κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ τελευταίου στό Παρίσι, τό 1913.

Κάτω φώτο: Ὁ Γάλλος Στρατηγός Maurice Sarrail κατά τήν διάρκεια ἐπιθεωρήσεως ἰταλικῶν στρατευμάτων στήν Θεσσαλονίκη, τό 1916.