150 ἔτη μετὰ Ἀπρίλιος 1871: Ἡ μεταφορὰ τοῦ λειψάνου τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ἐ΄ στὴν Ἀθήνα


Φέτος συμπληρώνονται 200 ἔτη ἀπὸ τὴν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821. Πολλὰ δραματικὰ γεγονότα συνόδευσαν τὸν Μάρτιο καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821 τὴν ἔναρξη ἑνὸς δύσκολου Ἀγῶνος ποὺ θὰ κρατοῦσε χρόνια. Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821 ἴσως τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ τραγικὸ συνάμα γεγονὸς ἦταν ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’  ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀνήμερα τὴν Κυριακή τοῦ Πάσχα (στὶς 10 Ἀπριλίου 1821).

Τὸ μαρτύριο τοῦ Γρηγορίου

Τὸ μαρτυρικὸ αὐτὸ τέλος, ποὺ διατηρεῖ ζωντανὸ μέχρι σήμερα ἡ κλειστὴ Πύλη τῶν Πατριαρχείων στὴν Πόλη, ἔχει περιγραφεῖ ἀπὸ Ἕλληνες καὶ ξένους αὐτόπτες μάρτυρες, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἱστορικῶν. Ζωγράφοι καὶ ποιητὲς τὸ ἔχουν καταγράψει σὰν ἕνα περιστατικὸ ποὺ σημάδεψε τὴν Ἐθνεγερσία. 

Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή: τὸ νεκρὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχη διαπομπεύθηκε ἀπὸ ὁμάδα Ἑβραίων τῆς Πόλης καὶ μετὰ ρίχτηκε στὴν θάλασσα τοῦ Μαρμαρά. Ἐκεῖ, μὲ θαυματουργὸ τρόπο, τὸ ἀνέσυρε πλοιάριο Κεφαλλῆνος ναυτικοῦ, ὀρθοδόξου, ποὺ ἀφοῦ ἀναγνωρίστηκε, μεταφέρθηκε στὴν Ὀδησσὸ τῆς Ρωσίας.

Ἡ κηδεία του ποὺ τελέστηκε πολλὲς μέρες μετὰ τὸν θάνατό του, θὰ γίνει καὶ ἀφορμὴ νὰ ἐνταθοῦν οἱ Ρωσοτουρκικὲς σχέσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ τονιστεῖ ἡ θρησκευτικὴ διάσταση τοῦ Ἀγῶνος τῶν Ἑλλήνων. Ὁ ἴδιος ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρος Α’ (ὁ ἴδιος ποὺ εἶχε ἀποκηρύξει μὲ ἔνταση τὸ κίνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου στὴν Μολδοβλαχία), ἔστειλε τὰ ἱερατικὰ ἄμφια καὶ ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ γίνει μία ἐξόδιος ἀκολουθία ἀντάξια ἑνὸς Ὀρθοδόξου Πατριάρχου.

Τὰ 50 ἔτη ἀπὸ τὴν Ἐθνεγερσία

Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ὁ Γρηγόριος βρῆκε προσωρινὴ ἀνάπαυση στὰ ἐδάφη τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ 1871 ὁ Ἑλληνισμὸς θὰ τιμοῦσε τὰ 50 ἔτη ἀπὸ τὴν Ἐθνεγερσία. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ τιμηθοῦν μάρτυρες, πρωταγωνιστὲς τοῦ ξεσηκωμοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δημιουργήθηκαν μπροστὰ στὸν χῶρο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κάποιος σήμερα, ὅπως τοῦ Ρήγα Φεραίου καὶ ὁ ἀνδριάντας τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου.

Τότε ἐτέθη καὶ τὸ θέμα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου τοῦ Γρηγορίου ἀπὸ τὴν Ρωσία στὴν Ἀθήνα, ἐν ὄψει τῶν 50 ἐτῶν ἀπὸ τὸ 1821 καὶ τὸ μαρτύριό του. Στὴν Ἀθήνα θὰ μείνουν μέχρι τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς μελλοντικῆς πρωτεύουσας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Συγκροτήθηκε σχετικὴ Ἐπιτροπὴ (μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν Θεόφιλο), ἡ ὁποία ἀπευθύνθηκε στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸν Βασιλέα Γεώργιο. Στὰ τέλη Μαρτίου 1871, ἀφοῦ ἔγιναν οἱ δέουσες προετοιμασίες καὶ οἱ συνεννοήσεις μὲ τὴν Ρωσικὴ Κυβέρνηση τὸ πλοῖο ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ μὲ τὴν παρουσία 2 Ἱεραρχῶν, 2 Ἀρχιμανδριτῶν καὶ ἄλλων προσώπων κατευθύνθηκε πρὸς Σύρο καὶ Ρωσία.

Ὁ πλοῦς ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ τῆς Ρωσίας στὴν Ἀθήνα

Στὴν Ὀδησσὸ ἔγινε ἐπίσημη ὑποδοχὴ τῆς ἀντιπροσωπείας (μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ὁμογενῆ Γρηγόριο Μαρασλή, ἐθνικὸ εὐεργέτη καὶ ἀργότερα Δήμαρχο Ὀδησσοῦ), στὶς 2 Ἀπριλίου 1871 τελέστηκε Δοξολογία, ἐνῶ ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη θύμιζε τιμὴ σὲ Ἅγιο (ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε μετὰ ἀπὸ 50 ἔτη, στὰ 100 ἔτη ἀπὸ τὸ μαρτύριό του). Μετὰ ἀπὸ ἡμέρες λατρευτικῶν τελετῶν καὶ μετὰ ἀπὸ ἀνάλογα μέτρα, τὴν 10η Ἀπριλίου τὸ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ πῆρε τὸν πλοῦ τῆς ἐπιστροφῆς.

Ἔφθασε στὸν Πειραιὰ τὶς 14 Ἀπριλίου 1871 καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ παρουσία πολιτικῶν ἡγετῶν παρέστη στὴν ὑποδοχή. Ἡ μετακομιδὴ τῶν λειψάνων ἔγινε τὴν Κυριακὴ 25 Ἀπριλίου 1871. Στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν πέραν τῶν Ἱεραρχῶν (ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Πατρῶν καὶ Ἠλείας Κύριλλος) βρέθηκαν οἱ Βασιλεῖς Γεώργιος Α΄ καὶ Ὄλγα, ποὺ ἔδειξαν τὴν ἀπέραντη ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμό τους πρὸς τὸν μαρτυρικὸ Πατριάρχη.

«….ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχου ὑπῆρξε τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀνάστασις»

Τὸν ἐκλιπόντα Γρηγόριο χαιρέτισε μὲ λόγο του ἐνθουσιώδη ὁ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Νικηφόρος Καλογεράς, ἱερωμένος (καὶ ἀργότερα, τὸ 1883 μητροπολίτης Πατρῶν καὶ Ἠλείας). Ὁ ἐνθουσιασμὸς ἔγκειται στὴν σύνδεση τῆς θυσίας τοῦ Γρηγορίου μὲ τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας.

Σὲ ἕνα σημεῖο τόνισε χαρακτηριστικά: «Καὶ δύναται τὶς εἰπεῖν ὅτι ὁ θάνατος τοῦ Πατριάρχου ὑπῆρξε τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς τυραννίας, ἡ τοῦ διεσπαρμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους συναρμογὴ καὶ συνένωσις. Δία τοῦ αἵματος λοιπὸν αὐτοῦ ὁ μὲν Ἀγὼν καθαγιασθεῖς καὶ χαρακτήρα ἱερὸν καὶ ἅγιον λαβῶν παρεσκεύασε τὴν νίκην κατὰ τοῦ τυράννου, ἠμεῖς δὲ σήμερον ζῶμεν ὡς ἐλεύθεροι καὶ τὸν φαεινότατον ἥλιον βλέπομεν μετ’  εὐγνωμοσύνης πολλῆς….».

Λίγες ἡμέρες μετά, στὶς 29 Ἀπριλίου, μετὰ ἀπὸ ἀνάλογη προετοιμασία καὶ τὴν παρουσία ὅλων τῶν ἐπισήμων της Ἑλλάδος ἀνοίχτηκε ἡ λάρνακα τοῦ νεκροῦ Γρηγορίου καὶ συνετάχθη ἐπίσημη πράξη περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ λειψάνου, τὸ ὁποῖο ὑπέγραψαν οἱ παρόντες Ὑπουργοὶ καὶ τὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Ὁ ἀνδριάντας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν

Τὴν ἑπόμενη χρονιά, τὴν 25η Μαρτίου 1872, θὰ γίνουν καὶ τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντος τοῦ Γρηγορίου στὰ Προπύλαια Πανεπιστημίου (τοῦ Τηνίου γλύπτη Γ. Φυτάλη), ὅπου θὰ ἀπαγγείλει τὸ θρυλικό του ποίημα ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (πού ξεκινᾶ μὲ τοὺς γνωστοὺς στίχους  «Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος; Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;» καὶ κλείνει μὲ τὸ τρομερὸ δίστιχο «….χτυπᾶτε, πολεμάρχοι, μὴ λησμονῆτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη….».

Αὐτὲς οἱ πράξεις θὰ γίνουν ἕνα μικρὸ μνημόσυνο στὸν Μάρτυρα Πατριάρχη ἀπὸ τὴν Δημητσάνα Γορτυνίας. Τὸν Γρηγόριο Ε’, ποὺ ἀνήμερα τὸ Πάσχα τοῦ 1821 ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τὸν Τοῦρκο κατακτητὴ στὴν Κωνσταντινούπολη.

Γιὰ τὸ ὅλο γεγονὸς ἔχουν γράψει ἐκτενῶς ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος (στὸ βιβλίο του Γρηγόριος Ε΄ – Ὁ Ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης», σελίδες 637-646) καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Βοβολίνης (στὸ μνημειῶδες ἔργο του «Ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας», Ἀθῆναι 1953, σελίδες 116-118).