Απονέμεται στον πρώην Πρόεδρο της Ομόνοιας Σωτήρη Κυριαζάτη (μετά θάνατον) ο τίτλος «Επίτιμος Δημότης Δήμου Φοινικαίων»


Με πρόταση του Δημάρχου Φοινικαίων Χρήστου Κίτσιου το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα ν’ απονείμει στον Σωτήρη Κυριαζάτη για τον αγώνα και την προσφορά του για τα δίκαια του Βορειοηπειρωτικού Ελληνσμού τον τίτλο «Επίτιμος Δημότης Δήμου Φοινικαίων».

Η απονομή έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο  Λιβαδειάς, την ημέρα  της εορτής του, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα.

Άνοιξε την εκδήλωση ο Δήμαρχος Φοινικαίων Χρήστος Κίτσιος ο οποίος τόνισε πως είναι τιμή και συνάμα χρέος μας ν’ αναδείξουμε και να τιμήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν ακόμα, για τούτον τόπο και κόσμο, που με  το έργο και τις πράξεις τους γράψανε ιστορία σ’ αυτόν τον πολυβασανισμένο Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό , πράγμα που η νέα γενιά να γνωρίσει, να μιμηθεί και να κρατήσει ψηλά την σκυτάλη.

Για την ζωή και τον έργο του αείμνηστου Πρόεδρου, Σωτήρη Κυριαζάτη, μίλησε ο συναγωνιστής και συνοδοιπόρος του Βαγγέλης Παπαχρήστος, ο οποίος τόνισε:

Κυρίες και κύριοι

Νιώθω υπερήφανος που μου ανάθεσαν να εισηγηθώ σήμερα σ’ αυτήν την εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον αείμνηστο Σωτήρη Κυριαζάτη, που τυγχάνει να είναι και εορτάσιμη ημέρα του ονόματός του.

Συνάμα νιώθω κι ένα μεγάλο βάρος, διότι δεν είναι εύκολο να μιλήσεις και ιδίως να καθρεφτίζεις τη ζωή και την δράση, μέσα σε λίγα λεπτά, ενός ανθρώπου με μεγάλη ακτινοβολία, με πολλά προτερήματα και αξίες, μ’ ένα ευρύ πεδίο δράσεως.

Ο Σωτήρης Κυριαζάτης γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1930 στο χωριό Λαζάτι, του Δήμου Φοινικαίων. Ήρθε στη ζωή στα χρόνια ενός βασιλείου στη χώρα, με  φτώχεια, κακομοιριά και αναλφαβητισμό.  Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του με άριστα, αλλά  η έλλειψη Εφτατάξιου και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον πλαισίωσαν στα οικογενειακά προβλήματα και τον ένταξαν στον οψιμαθή, αλλά ευρυμαθή διανοούμενο.  Το 1947 παρακολουθεί ένα ετήσιο σεμινάριο για δασκάλους στην Αυλώνα και την επόμενη διορίζεται δάσκαλος στο χωριό Καλύβια  Σούση (Ραχούλα). Η πρώτη του διδαδασκαλίκη χρονιά, που του έχει αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη κι αν και πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες, θυμούνταν με νοσταλγία  τους πρώτους μαθητές του, όλους τους χωρικούς που τους αγάπησε και τον αγάπησαν.

Δια αλληλογραφίας, τελειώνει το Επτατάξιο σχολείο στο Δέλβινο και το  1956 συνεχίζει την Παιδαγωγική Σχολή στο Ελμπασάν. Τώρα πλέον ο Σωτήρης είναι ένας καταρτισμένος δάσκαλος και αφήνει τα ίχνη του στα διάφορα μονοπάτια της μόρφωσης, εκπαίδευσης και πολιτισμού: ως δάσκαλος, ως διευθυντής στο Οκτατάξιο σχολείο της Πλάκας, ως επιθεωρητής στο Τμήμα Παιδείας των Αγίων Σαράντα.

Τα έτη 1962 – 1963 παρακολουθεί την Φιλολογική σχολή του Πανεπιστημίου των Τιράνων, τον κλάδο Ιστορίας – Γεωγραφίας.

Το 1965 εγκαθίσταται στην πόλη των Αγ. Σαράντα. Μέχρι το 1973-74 εξακολουθεί να διδάσκει και να επιθεωρεί στα σχολεία της περιφέρειας των Αγ. Σαράντα.

Αν και σε διευθύνων θέσεις ποτέ δεν τον κατείχε η ιδέα της εκδίκησης και των μέτρων, αλλά του αλληλοσεβασμού και της βοήθειας προς τον συνάδελφο δάσκαλο.

Όντας διευθυντής στο Εφτάχρονο της Πλάκας, κάποιος δάσκαλος που πατούσε λίγο το ωράριο τις Δευτέρες, λόγω μακρινής απόστασης που διάνυζε, ο Σωτήρης όχι μόνον που δεν τον κριτίκαρε, αλλά τον πονούσε κι από πάνω, και απαντούσε στον συνάδελφο που διαμαρτύρονταν για την αργοπορία:  «Εσύ μην γίνεσαι πιο καθολικός από τον Πάπα. Άσε σε μένα να του κάνω παρατήρηση».

Το 1974 έως το 1983, λόγω των ικανοτήτων, ιδίως στα πολιτιστικά και κοινωνικά, του ανάθεσαν τη θέση του Διευθυντή  Πολιτισμού στο Νομό  των Αγίων Σαράντα. Μια θέση που εξυπηρέτησε με μεγάλη αφοσίωση, αναδεικνύοντας, διάμεσου των λαογραφικών φεστιβάλ και τον πολιτισμικό πλούτο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας.

Από το 1983 έως την συνταξιοδότησή του το 1985 διδάσκει στο Τεχνολογικό Σχολείο των Αγ. Σαράντα.

Ένας σωστός διανοούμενος, ήξερε να συμπεριφερθεί επάξια και με τους ανωτέρους του και με τους κατωτέρους του. Όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Ο ελεύθερος του χρόνος η βιβλιοθήκη των Αγίων Σαράντα, όπου έχει καθιερώσει και το δικό του αντικαταστατό μέρος.

Από μικρός αγάπησε το χωριό του, εκεί που μάτωσαν τα πόδια του και άκουσε την λαλιά του κούκου. Πού γέμιζαν οι πνεύμονες του  με την ευωδιά των λουλουδιών ή όπως εκφράζεται ο ίδιος:

«Ανηφορώντας για το χωριό, ρουφάς αχόρταγα τη μυρωδιά του θρούπου  Πολλά θρούπα. Όλες οι λακκιές γεμάτες. Ολόκληρο το χωριό ζωσμένο από θρούπα. Λες από δω να ’χει παρέα και τα άνομά του;  Ρουφάς τη μυρωδιά της τρεντελίνας και της ρίγανης. Την ευωδία των κίτρινων σπαρτολούλουδων. Αλλιώτικες μυρωδιές. Ξεχωριστές. Γνωστές, όμως. Δικές σου. Οι ευωδιές του τόπου σου. Σε γεμίζουν. Σε θρέφουν. Σε ξαναζωντανεύουν και σ’ ανανεώνουν. Σ’ αγκαλιάζουν. Σου δίνουν δύναμη. Απ’ εδώ αρχίζει ο πατριωτισμός. Ν’ αγαπάς και να προσφέρεις για το χωριό σου. Ν’ αγαπάς και να φροντίζεις για τον τόπο σου. Ν’ αγαπάς και να συμβάλλεις για την πατρίδα σου. Και μετά και για τις πατρίδες όλου του κόσμου…» Από δω και το γνωστό σοφό: «Για τούτον τόπο και κόσμο», το Κυριαζάτικο σοφό όπως το γνωρίζουν όλοι.

        Μέσα του προικισμένος με την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, το συγχωριανό και το διπλανό του. Διδάγματα της Χριστιανοσύνης αυτά. Αγαπάει και μεριμνάει  τους συχωριανούς του, στενοχωρείτε μέσα του από την κατάστασή τους. Νιώθει υπερηφάνεια για την λεβεντιά τους.

         « Λαζατινοί άντρες, τους βλέπω να περπατούν όρθιοι, να χορεύουν, τους ακούω να μιλούν, να τραγουδούν, να ’ναι παρέα, άντρες που δεν τους δαγκώνει ο σκύλος το σκόπι. Δεν ενοχλούν κανέναν. Δίκαιοι στις διαφορές με τους άλλους. Γεροντεύονται, διαλογίζονται και συμβιβάζονται. Όταν, όμως, ξεπερνιούνται τα πρέποντα, δε χαρίζουν».

Ο Κυριαζάτης ως άνθρωπος με δημοκρατικά αισθήματα, αγαπούσε την ελευθέρια και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένιωθε μέσα του πίκρα όταν καταπατούνταν βάναυσα τα δικαιώματα αυτά. Όταν δεκάδες και εκατοντάδες, ανάμεσά τους και από την Ελληνική Μειονότητα, φυλακίζονταν και εξορίζονταν, ακόμα και θανατώνονταν, για άσχετα πράγματα, μόνον και μόνο επειδή ζητούσαν λίγη ελευθερία και δημοκρατία, την δική τους γλώσσα και την δική τους οντότητα.

Γι’ αυτό ξεσπά. Δεν δουράει άλλο. Ξεχείλισε η ψυχή του. Μαζί με τους στενούς και έμπιστους φίλους του δημιουργούν το ΒΗ.Κ.Α. (Βορειοηπειρωτικό Κίνημα Απελευθέρωσης) στο Σκουτίτσι, στο Λαζάτι.  Καταρτίζει επιστολή προς τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Χρήστο Σαρτζετάκη, τον Πρωθυπουργό κ. Ανδρέα Παπανδρέου και τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Γιάννη Αλευρά για την κατάσταση της εδώ Μειονότητας, όπου ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρονταν: « Ο Ελληνισμός στη Β. Ήπειρο περνάει την πιο κρίσιμη φάση της ιστορίας του. Η παραπέρα συνέχιση αυτής της κατάστασης θα ‘χει καταστρεπτικές και ολέθριες συνέπειες. Δεν θα υπερβάλουμε όταν θα τονίζαμε ότι αν αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί σε τέτοιες συνθήκες, θα ‘ρθει καιρός που δεν θα γίνεται πια λόγος για Έλληνες στην Αλβανία…  Πώς μπορεί κύριοι να μεγαλώσει κανείς Έλληνας χωρίς να διδάσκεται τη γλώσσα του, την ιστορία του έθνους του, δίχως τις εθνικές του γιορτές, τη θρησκεία του; Πώς μπορεί να επιτευχθεί εθνική επιβίωση χωρίς  εθνική παιδεία και Ελληνισμό;.. Τα ελληνικά βιβλία απαγορευμένα ή κλισμένα στις βιβλιοθήκες. Το ράδιο και η τηλεόραση ζουν στην παρανομία, μάλιστα πολλοί βρίσκονται στις φυλακές κατηγορούμενοι ότι τα παρακολουθούν…. Αν θέλουμε να δώσουμε ένα πιο σωστό χαρακτηρισμό το τι σημαίνει αυτό που αποκαλείται δικτατορία του προλεταριάτου στην Αλβανία είναι μια στρατιωτική -γραφειοκρατική διακυβέρνηση με την δύναμη των όπλων με τρία συστατικά: Αληπασατισμός- Σταλινισμός- Χιτλερισμός. Μια αρχή υπάρχει: Ο ανίκανος, ο έμπιστος ένα όργανο- η ασφάλεια μια δύναμη, ο φόβος- ένα καθεστώς ο δεσποτισμός…».

        Η Σιγκουρίμη, όμως, είναι παντού. Ο χαφιές είναι αναμεσά τους. Δεν πηγαίνει το μήνυμα στο προορισμό του, αλλά το παραδίνει στην αλβανική ασφάλεια. Τους προδίδει. Τους καταδίδει. Τον χαιρετάει και τον συγχωράει ο Κυροιαζάτης μετά την αποφυλάκισή του. Μεγάλη καρδιά.

Μαζί με την παρέα του  συλλαμβάνεται στις 12 Γενάρη 1987 και απολαμβάνει τα μεσαιωνικά βασανιστήρια, που μόνον οι κόκκινοι δικτάτορες γνώριζαν και εφάρμοζαν. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, στην δίκη, ρώτησε το μάρτυρα, τι γνωρίζει για τον κατηγορούμενο (Κυριαζάτη) ο μάρτυρας απάντησε: «Διαπίστωσα πως ο κατηγορούμενος εξαπατούσε το κόμμα και είχε βγει στην παρανομία κατά της λαϊκής εξουσίας. Κατήγγειλα το γεγονός στις μυστικές υπηρεσίες...» Και συνεχίζει ο πρόεδρος:

«Πότε κατά τη γνώμη σου, μάρτυρα, ήρθαν οι Δεροπολίτες, τον 18ο αιώνα;»

Ο μάρτυρας ανήμπορος ν’ απαντήσει  έκανε ακανόνιστες κινήσεις των χεριών…

«Καμιά βδομάδα πιο πριν»  ακούστηκε μια χαμηλή φωνή. Ήταν του Σωτήρη.

Πρόεδρος: Κατηγορούμενε Σωτήρη, έχεις κάτι να προσθέσεις;

         «Δεν τα είπε όλα. Εγώ του είπα ότι οι εκκλησίες στη Δερόπολη είναι χτισμένες τον 7ο, 10ο, 15ο αιώνα και πως τις χτίσανε οι ίδιοι οι Δεροπολίτες με τα χέρια τους. Και πως όπου να σκάψεις θα βρεις αρχαία μνημεία και επιγραφές ελληνικές».

        Όταν ο πρόεδρος του είπε να καθίσει, ο Σωτήρης με μάτια  βαθουλωμένα και κουρασμένα, αλλά πολύ εκφραστικά τους κοίταξε όλους  με τη σειρά, θέλοντας έτσι να τους δώσει κουράγιο και δύναμη. «Αναλαμβάνω, εγώ όλη την ευθύνη», είπε και κάθισε

Τιμωρείτε με 14 χρόνια στέρησης των ελευθεριών. Στο Μπουρέλι και στο Σπατς. Στα ανήλεα μέρη. Στα κολαστήρια.

Αν και επιβίωνε μέσα στην κόλαση, δεν το βάζει κάτω. Με το κεφάλι ψηλά δίνει κουράγιο στους συφυλακισμένους του. Δεν έχασε την σοφία και την ειρωνεία του. Το χιούμορ του. Όταν πήγε ο κουρέας να τους κουρέψει σύριζα ξανά ο Σωτήρης με το γνωστό του χιούμορ τους λέει: «Παιδιά, είστε όλοι όμορφοι. Αυτά (τα μαλλιά)  γίνονται πάλι. Αυτό που είναι κάτω από τα μαλλιά, αν το πάρουν δεν ξαναγίνεται».

Ξανά ξεσπά η ειρωνεία του την δεκαετία του 1970 στο Βουθρωτό κατά το διαχωρισμό και ταξινόμηση των αρχαιολογικών ευρημάτων, όταν ο απεσταλμένος του Υπουργείου Πολιτισμού διαμαρτύρονταν διότι δεν βρήκαν κάτι που ν’ αποδεικνύει την αλβανική προέλευση, ο Σωτήρης του απαντά: « Τα δικά μας (τα Ιλλυρικά) είναι βαθιά, ετούτα (τα ελληνικά) είναι στην επιφάνεια.

Αποφυλακίστηκε το 1991, με την κατάρρευση του δικτατορικού συστήματος, όπου ξαναείδε το φως της ελευθερίας. Να τι γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του:

«1991. Αποφυλακιζόμαστε. Είναι θαύμα. Διότι εκείνος ο δρόμος ήταν αγύριστος. Λίγοι βγαίνουν απ’ αυτόν τον Άδη ζωντανοί. Ούτε κι εμείς θα ’χαμε άλλη τύχη. Το θαύμα γίνεται με το ιστορικό «γκρέμισμα» ολόκληρου του ανατολικού δικτατορικού κομμουνιστικού μπλοκ. Έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι, όσοι επέζησαν, πολιτικοί κρατούμενοι. Κι εμείς. Ίσως «χρειαζόμαστε». Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε. Ορκισμένοι να σταθούμε πλάι σ’ αυτόν τον τόπο και κόσμο. Να προσφέρουμε το δυνατό. Μας πονούσε και μας πονάει. Έχουμε γεννηθεί και κουναρηθεί εδώ. Έχουμε ανατραφεί σ’ αυτόν τον τόπο. Έχουμε μεγαλώσει μαζί του. Όλοι πονούν. Ο καθένας, όμως, τον πόνο του γνωρίζει.

-Περαστικά, μου λένε. –Σε όλους, λέω. Διότι όλοι είμαστε φυλακή. Όλοι στην «κόλαση». Εξαρτάται σε ποιον κύκλο του Δάντε βρίσκεται ο καθένας.

Η Λένη ξαφνιάζει όταν με βλέπει να μπαίνω στην πόρτα. Τέσσερα, και, χρόνια. Εκτός από αραιά γράμματα και τηλεγραφήματα, δεν υπάρχει άλλη επικοινωνία. Όχι μόνο ο χρόνος αλλά και η φυλακή σ’ αλλάζει. Έχει μείνει μόνη. Περιμένει. Θυμάται και το λόγο που της λέει κάποιος από τους αστυνομικούς που ήρθαν από πάνω για έλεγχο στο σπίτι: «Θα περιμένεις σαν η Πηνελόπη». Γνωρίζει την ιστορία του Οδυσσέα, η Λένη.

Συναντώ τον Κυριαζάτη ένα απόγευμα στην παραλία. Μόνος του. Με το κεφάλι ψηλά. Με το χαμόγελο στα χείλη. Αγκαλιαζόμαστε. Τον ενημερώνω για τις εξελίξεις. Για την οργάνωση της Ομόνοιας και πως τον χρειάζεται.

«Εκλέγομαι εκπρόσωπος για την Συνδιάσκεψη  απ’ τη δεύτερη συνοικία της πόλης των Αγ. Σαράντα, προτεινόμενος απ’ τον απεσταλμένο, στέλεχος της ιδρυτικής ομάδας, Βαγγέλη Παπαχρήστο», θα ‘λεγε χαρακτηριστικά αργότερα.

Ήταν, όμως, κακοφανισμένος. Για την θέση μερικών στελεχών της Ομόνοιας. Για τον διαχωρισμό. Για την νέα ταξική πάλη. Όταν κάποιος πρότεινε το όνομά του για μέλος του Συμβουλίου, ήρθε η απάντηση: «Αυτός είναι πολιτικός κρατούμενος, δεν δικαιούται». Στενοχωρείται. Δεν το βάζει κάτω. 

«Δεν είναι σωστό, να διαχωρίζονται και πάλι οι Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς. Και σ’ έναν καιρό που είμαστε μια χούφτα και μείναμε λιγότεροι. Δε συμφέρει να σκορπίζουμε δυνάμεις δεξιά κι αριστερά. Και πιστεύουμε, έτσι, ότι θα πετάζουμε; Αφού κόβομε τις φτερούγες; Και ποιοι είναι αυτοί ή ποιοι μένουν, τότε, το στηθάμι, οι γνήσιοι, όπως αποκαλούνται; Ο τόπος έχει ανάγκη από εθνική συμφιλίωση.

Δε σκεπτόμαστε ότι πίσω απ’ τους διαχωρισμένους-δεξιούς-αριστερούς, τους έσω και τους έξω, υπάρχει μια μερίδα αυτού του τόπου; Και σ’ έναν καιρό που όλοι, ίσως, καθένας για τους λόγους του, διψασμένοι για λευτεριά και δημοκρατία, αγκαλιάζουν το κίνημα και προσδοκούν στην Ομόνοια; Ν’ αποκλείουμε δυνάμεις; Έτσι δε στάζουμε φαρμάκι της διχόνοιας; Δε συνεχίζουμε την κρυφο-φάνερη ταξική πάλη; Δε σπρώχνουμε να ταμπουρωθούν σε χωριστά προχώματα;» Γράφει ο Κυριαζάτης στα απομνημονεύματά του για τις μέρες εκείνες.

Ήταν αυτές οι εξελίξεις που ανάγκασαν το Σωτήρη να δεχτεί την υποψηφιότητα του ΔΚ για βουλευτής, αλλά με τον όρο να μην γίνει μέλος αυτού του κόμματος.

Την 25η Φεβρουαρίου 1992 συνεδριάζει η Πρώτη Γενική Συνδιάσκεψη της Ομόνοιας η οποία αναδεικνύει παμψηφεί ως Γενικό Πρόεδρο το Σωτήρη Κυριαζάτη, για να επανεκλεγεί και στην Δεύτερη Συνδιάσκεψη, δύο χρόνια αργότερα. Δύο θητείες Πρόεδρος της Ομόνοιας.

«Ν’ αγωνιστούμε και να προσφέρουμε γι’ αυτόν τον τόπο και κόσμο». Αυτό  ήταν το καθημερινό ρεφρέν του αείμνηστου, πρώτου εκλεγμένου Γενικού Προέδρου της Ομόνοιας, Σωτήρη Κυριαζατη,

Μια τετραετία που χαράχθηκε ως τετραετία αναβάθμισης και ανάδειξης της οργάνωσης Ομόνοια, ως τετραετία διεκδικήσεων και απαιτήσεων για τα δικαιώματα της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας σε όλους τους τομείς και σε όλες τις βαθμίδες, μα και μια τετραετία που χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει την βία και τρομοκρατία εκ μέρους της αλβανικής κυβέρνησης, η οποία στόχευε να υποβάθμιση και γιατί όχι να διαλύσει την οργάνωση, να τρομοκρατήσει τον κόσμο, για  να εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστίες. Μια τετραετία όπου η οργάνωση έθεσε ως πρωταρχικό της στόχο την αναγέννηση του Ελληνισμού στην Αλβανία και την εθνική πνευματική, θρησκευτική, πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική του ανάπτυξη.

Σε αυτές τις θητείες του ως Γ. Πρόεδρος της Ομόνοιας ο Σωτήρης Κυριαζάτης μπόρεσε να κρατήσει ενωμένο τον Βορειοηπειρωτικό Ελληνισμό, διαμέσου των μηνυμάτων, ομιλιών και συναντήσεων, να αναβαθμίσει το ρόλο και το κύρος της Ομόνοιας με τις επαφές τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

«Με την πεποίθηση ότι όλοι οι Βορειοηπειρώτες έχουν αντιληφθεί πλέον ότι δεν αξίζει και δεν πρέπει αυτός ο κόσμος κι αυτός ο τόπος να ζει καθυστερημένα και να υποφέρει ακόμα, έχοντας παιδιά ικανά και έτοιμα να προσφέρουν τις πνευματικές και υλικές δυνάμεις για την ανόρθωσή του, απευθύνουμε την έκκληση αύτη και περιμένουμε όλους τώρα που ήρθε η ώρα να δώσουν σ’ αυτόν τον τόπο μήνυμα ζωής και ελπίδας. Ο καθένας όπου ζει ας θυμηθεί τους προγόνους το χωριό και τον τόπο του,  ας θυμηθεί τι του έλεγαν ο πατέρας και η μάνα του για τον τόπο αυτό και ας έρθει να τον δει και να προσφέρει ό,τι μπορεί.  Η πατρίδα σας καλεί όλους - όσοι από παλιά έχετε απομακρυνθεί αλλά και όσοι τους τελευταίους μήνες αφήσατε τον τόπο τούτο αναζητώντας μια καλύτερη τύχη να δώσετε το παρόν, να κάνετε το χρέος σας. Το ελπίζει αυτό, το πιστεύει και σας περιμένει με την αγκάλη ανοιχτή, σα μητέρα…», αναφέρει σε έκκληση προς όλους τους Βορειοηπειρώτες, το Μάιο 1992 να μην εγκαταλείπουν το χώρο, να δώσουν το παρόν, να ψηφίσουν τα δικά τους παιδιά.

«Ήρθε  η ώρα του λυτρωμού, της δημοκρατίας και της ελευθερίας και για μας. Μπροστά στις νέες αυτές εξελίξεις και τα νέα δεδομένα, ήρθε, νομίζουμε, πια η ώρα όλοι μας - σύλλογοι, οργανώσεις και άτομα - να στρέψουμε το βλέμμα μας προς το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας, να συγκλίνουμε τις απόψεις μας και να καθορίσουμε νέους κοινούς στόχους γι’ αυτόν τον τόπο και τον κόσμο, που αποτελεί την κεντρομόλο δύναμη της δράσης μας...», τονίζει σε άλλο μήνυμά του, σκοπός του οποίου να ενώσει και να συγκλίνει τις προσπάθειες όλων των Συλλόγων και Ομοσπονδιών που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα.

Το αποκορύφωμα  της πολιτικής Κυριαζάτη ήταν το Ψήφισμα των 12 αιτημάτων, ένα σοβαρό, υπεύθυνο και τεκμηριωμένο ντοκουμέντο για τα δικαιώματα της Ε. Ε. Μειονότητας στην Αλβανία.

«Τα αιτήματά μας βασίζονται στις Διεθνείς Συμβάσεις, στο Διεθνές Δίκαιο. Ζητάμε από την αλβανική ηγεσία μέσω ενός Ψηφίσματος, το οποίο έχει παραδοθεί, όλα τα δίκαια αιτήματά μας. Ζητάμε απ' την Ελληνική Κυβέρνηση, διότι βάσει της Δ.Α.Σ.Ε. οι εθνικές μειονότητες δεν ανήκουν μόνο στα κράτη που ζουν,  αλλά και στα κράτη που ανήκουν. Το ψήφισμα εστάλη προς την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα και  τους διάφορους Διεθνείς Οργανισμούς και ζητάμε να μας στηρίξουν στα δίκαια αιτήματά μας...», αναφέρει για το Ψήφισμα. Ένα Ψήφισμα που ταρακούνησε τους πάντες. Ένα Ψήφισμα που ο ανακριτής μου στην δίκη των Πέντε της Ομόνοιας, ασχολούνταν τρεις μέρες μόνον με αυτό.

Καλλίλογος, οραματιστής, αγωνιστής μα και αγαπητός, απλός, καλός οικογενειάρχης… τα χαρακτηριστικά του. Αυτά που έμειναν και σκορπίστηκαν παντού είναι η σοφία του, η «Κυριαζάτικη σοφία», όπως την αποκαλούν σήμερα. Όταν κάποιος  τον επαινούσε για τίς διακριτικές του ικανότητες, αυτός απαντούσε: - Βλέπω με σήκωσες πολύ ψηλά , τώρα ψάχνω να δω που θα με ρίξεις». Ζω πλούσια τη φτώχεια μου, έλεγε στον άλλον που τον ρωτούσε για την κατάστασή του. Τώρα έμεινε ορφανός ο Σωκρατικός διάλογος, η σοφία του, " η απολογία του η αληθινή ". 

Αν και τον ταλαιπωρούσε η αθεράπευτη ασθένεια, ο Κυριαζάτης μέχρι που έκλεισε τα μάτια του πονούσε και αγωνιζόταν για τούτον τον τόπο και κόσμο, όπως χαρακτηριστικά έλεγε: « Δεν πρέπει και δεν αξίζει αυτός ο τόπος και αυτός ο κόσμος να ζουν καθυστερημένα,  δεν πρέπει η μάνα να υποφέρει ακόμα, αφού έχει παιδιά ικανά και έτοιμα να της προσφέρουν τα πάντα. Όντας σίγουροι για την  ανταπόκριση όλων, ευχόμαστε αυτός ο τόπος και ο κόσμος να προοδεύσει και να ευημερήσει».

Τα τελευταία χρόνια η ύφεση της οργάνωσης τον πόνεσε. Χάραξε ιδιαίτερο Καταστατικό και Πρόγραμμα για μια Ενιαία Αναβαθμισμένη Ομόνοια, για μια Ομόνοια όλων των Βορειοηπειρωτών, μακριά από κόμματα και παρατάξεις. Δεν πρόλαβε να το υλοποιήσει.

Απεβίωσε στις 6 Ιουλίου 2019 στην Αθήνα. Με την εκδημία του άφησε ένα μεγάλο κενό στην διανόηση και γενικά στους κόλπους των Βορειοηπειρωτών.

Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός, που τον γνώρισε, αισθάνεται την απουσία του, την ρητορική και την αποφασιστικότητά του, την ωριμότητα των σκέψεων και πράξεών του.

Η οργάνωση της Ομόνοιας έμεινε πιο φτωχή διότι έχασε ένα μέλος της, έχασε τον αξιόλογο καλλίλογο, οραματιστή, αγωνιστή, τον πρώτο εκλεγμένο πρόεδρό της.

Χαιρέτησαν  στην εκδήλωση ο πρώην Πρόεδρος της Ομόνοιας Λεωνίδας Παππάς, ο συνφυλακισμένος με τον Κυριαζάτη Βαγγέλης Καραθάνος, ο πρώην Υπουργός Σπύρος Ξέρας, ο πρώην Βουλευτής της Ομόνοιας Θωμάς Μήτσιος και ο Διευθυντής των Κοινωνικών Ασφαλίσεων Αγίων Σαράντα, Θωμάς Καλόγερος.

Η Ελένη Παππά, διαχειρίστρια επαρχίας Αλύκου,  διάβασε την  επιστολή που έστειλαν ο Περιφερειάρχης Ιωαννίνων Αλέκος Καχριμάνης και ο βουλευτής Κορυτσάς Γρηγόρης Καραμέλιος.

Προβλήθηκε ένα μικρό ντοκιμαντέρ για την ζωή και τη δράση του, μαθητές απάγγειλαν  ποιήματα αφιερωμένα σ’ αυτόν από τον ποιητή Φώτο Κυριαζάτη.

Ο Δήμαρχος Χρήστος Κίτσιος παρέδωσε στον αδερφό του εκλειπόντα, τον  Βαγγέλη Κυριαζάτη, την Τιμητική Πλακέτα, ο οποίος και ευχαρίστησε εξ ονόματος της οικογένειας.