Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ


Τὴν 22α Ἰουλίου, ὁ Ἰταλὸς ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν κόμης Sforza ἀποδέσμευσε τὴν χώρα του ἀπὸ τὸ Σύμφωνο Tittoni – Βενιζέλου (ἐπικαλούμενος τὸ ἄρ. 7), πιστοποιώντας καὶ ἐμπράκτως τὴν μεταβολὴ τῆς ἰταλικῆς πολιτικῆς ἐπὶ τοῦ θέματος. Ἐπισήμως, ἡ Ἰταλία κατήγγειλε τὸ Σύμφωνο Tittoni - Βενιζέλου, τὴν 25η Αὐγούστου 1922. Σημειωτέον ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τοῦ ἐπικεφαλῆς τῆς ἰταλικῆς διπλωματίας προκάλεσε τὴν ἀργοπορημένη μέν, ὀξεία δὲ ἀντίδραση τοῦ Λονδίνου. Σταδιακά, ἡ ἀλβανικὴ ἐξέγερση (ἡ ὁποία διαρκοῦσε ἤδη ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1919) ἐπεκτάθηκε σὲ τέτοιον βαθμὸ ὥστε νὰ ὑποχρεώσει τοὺς 20.000 Ἰταλοὺς στρατιῶτες σὲ ἐκκένωση ὅλων τῶν ἐδαφῶν τῆς προπολεμικῆς Ἀλβανίας (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν νῆσο Σάσωνα), ἕως τὶς ἀρχὲς Σεπτεμβρίου τοῦ 1920.

Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ὑπογραφὴ τῆς ἰταλοαλβανικῆς συμφωνίας τῶν Τιράνων, τὴν 2α Αὐγούστου 1920. Σημειωτέον ὅτι ἡ νῆσος Σάσσων ἀποτελοῦσε τμῆμα τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ἀπὸ τὸ 1862. Οἱ Ἰταλοὶ τὴν εἶχαν καταλάβει τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1914 ἀφοῦ εἶχαν ἐξασφαλίσει προηγουμένως τὴν συγκατάθεση τῆς βρεταννικῆς καὶ τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση εἶχε συναινέσει στὴν παραχώρησή της στὴν Ἀλβανία μὲ τὸ Πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας, γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπικρίθηκε ὁ Βενιζέλος.

Ἡ ἰταλικὴ κυβέρνηση, ἀδυνατώντας νὰ κατανοήσει τὴν στάση τῶν Ἀλβανῶν γιὰ τοὺς ὁποίους τόσα εἶχε κάνει, ἀπέδωσε τὸ ἀλβανικὸ κίνημα σὲ ὑποκίνηση τῶν Σέρβων στὸν βορρᾶ καὶ τῶν Ἑλλήνων στὸν νότο! Ἡ ἀποχώρηση τῶν Ἰταλῶν ἀπὸ τὴν Ἀλβανία ἔτρωσε μὲν τὸ γόητρο τοῦ στρατοῦ τους, δὲν ἐμπόδισε δὲ τὴν Ρώμη ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρει τὴν ἀμέριστη συμπαράστασή της στὰ Τίρανα γιὰ τὴν εἰσδοχή τους στὴν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν (Κ.τ.Ε.), ἔξι μῆνες ἀργότερα (τὴν 17η Δεκεμβρίου 1920). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀπετέλεσε μεγάλη διπλωματικὴ ἐπιτυχία τῶν Ἀλβανῶν διότι συνέβη παρὰ τὴν ἐκπεφρασμένη ἀντίθεση τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Βελιγραδίου καὶ τοῦ Παρισιοῦ.

Λίγο μετά, ἡ ἀλβανικὴ κυβέρνηση ἐκμεταλλεύθηκε τὴν συμμετοχή της στὴν Κ.τ.Ε., καταθέτοντας προσφυγὴ κατὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Νοτιοσλαβίας, στρατεύματα τῶν ὁποίων δῆθεν «ἐξακολουθοῦσαν νὰ κατέχουν παρανόμως τμήματα τοῦ ἀλβανικοῦ ἐδάφους». Ἡ κατάσταση ἐπιδεινώθηκε ραγδαία καὶ ἡ βρεταννικὴ διπλωματία παρενέβη γιὰ τὴν ἐκτόνωση τῆς κρίσεως. Τὸ Λονδίνο συνέταξε ἕνα μνημόνιο μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη τῶν Παρισίων καὶ τῆς Ρώμης, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο προτεινόταν ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος τῶν ἀλβανικῶν συνόρων ἀπὸ τὴν Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη. Αὐτὴ ἀποτελοῦσε ἕνα ἄτυπο ὄργανο τῆς προπολεμικῆς διπλωματίας, ποὺ λειτουργοῦσε δίκην διευθυντηρίου τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Μετὰ τὸ 1918, θεσμοθετήθηκε τυπικὰ καὶ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ τοὺς πρέσβεις στὸ Παρίσι τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν, τῆς Ἰαπωνίας, τῆς Μέγ. Βρεταννίας καὶ τῆς Ἰταλίας καθὼς καὶ ἕναν ἀντιπρόσωπο τῆς Γαλλίας. Ἐπιπλέον, ὁρίστηκε τὸ Παρίσι ὡς μόνιμη ἕδρα τοῦ ὀργάνου αὐτοῦ.

Ἡ Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη ἔσπευσε νὰ παρέμβει, ἀναγνωρίζοντας τόσο τὴν ἀλβανικὴ ἀνεξαρτησία ὅσο καὶ τὸ «ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον» τῆς Ἰταλίας γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς ἀνεξαρτησίας αὐτῆς. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη ἀνεγνώρισε τὴν Ἀλβανία ὡς ἀνεξάρτητο κράτος, τὰ σύνορά του ὁποίου θὰ χαράσσονταν βάσει τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας. Ἡ διαχάραξη τῶν συνόρων της Ἀλβανίας θὰ γινόταν ἀπὸ μία διεθνῆ ἐπιτροπή. Ἐπιπλέον, ὁρίστηκε ὅτι ἡ παραβίαση τῶν συνόρων του νεοσύστατου κράτους θὰ θεωρεῖτο ἀπειλῆ γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς Ἰταλίας. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναθέσει τὴν προστασία τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος τῆς Ἀλβανίας στὴν Ἰταλία, οἱ δυνάμεις τῆς ὁποίας εἶχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐπέμβουν ἀκόμα καὶ ἂν τὰ Τίρανα δὲν προσέφευγαν στὸν διεθνῆ ὀργανισμό! Ἡ πρωτοφανὴς αὐτὴ ἀπόφαση ἐλήφθη τὴν 9η Νοεμβρίου 1921 καὶ καθιστοῦσε οὐσιαστικὰ τὴν Ἀλβανία κράτος ὑπὸ κηδεμονία.

Ἐπιπλέον, ὅρισε μία διεθνῆ ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν διαχάραξη τῶν συνόρων της Ἀλβανίας ἐπὶ τόπου καὶ σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας. Ὁ Ἰταλὸς Στρατηγὸς Ἐνρίκο Τελλίνι (Enrico Tellini) τοποθετήθηκε ἐπικεφαλῆς τῆς διεθνοῦς ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἀπαρτιζόταν ἀπὸ Βρεταννοὺς καὶ Γάλλους ἀξιωματικούς, ἐνῶ συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴν καὶ ἀντιπρόσωποι ἀπὸ τὰ ἐνδιαφερόμενα κράτη. Οἱ Ἰταλοὶ ἀντιπρόσωποι ἀνέλαβαν τὴ διαχάραξη τῶν ἑλληνοαλβανικῶν συνόρων, ἐνῶ οἱ Ἀγγλογάλλοι αὐτὴν τῆς ἀλβανοσερβικῆς μεθορίου. Ἐπικεφαλῆς τῆς ἑλληνικῆς ἀντιπροσωπείας ὁρίστηκε ὁ Ἀντισυνταγματάρχης Δῆμος Νότη Μπότσαρης. Ἐξ ἀρχῆς, ἡ στάση τοῦ Ἰταλοῦ Στρατηγοῦ ἦταν εὐνοϊκὴ γιὰ τοὺς Ἀλβανοὺς καὶ προκάλεσε ἀντιδράσεις. Οἱ Βορειοηπειρῶτες ἐξοργίστηκαν καὶ ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἐξέφρασε τὴν ἔντονη δυσφορία της. Ἐπιπλέον, οἱ ἀποφάσεις τοῦ προκάλεσαν τὴν καταφορὰ τοῦ ἑλληνικοῦ Τύπου. 

Ὁ Μπότσαρης συνέστησε στὴν κυβέρνηση τοῦ Στυλιανοῦ Γονατὰ νὰ ὀργανώσει καθολικὴ ἐξέγερση τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ἀλλὰ δὲν εἰσακούσθηκε. Ἡ ἑλληνικὴ ἀντίδραση συνίστατο στὴν κατάθεση προσφυγῆς στὴν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν (ποὺ ἦταν ἕνας ὀργανισμὸς ἀντίστοιχός του σημερινοῦ Ο.Η.Ε.) μὲ αἴτημα τὴν τροποποίηση τῆς ἀποφάσεως τῆς τελευταίας περὶ ἀποδοχῆς τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας ὡς βάσεως γιὰ τὴ διαχάραξη τῶν συνόρων. Τὸ αἴτημα τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως ἀπερρίφθη. Τότε, ὁ Μπότσαρης ἀπεσύρθη ἀπὸ τὶς ἐργασίες τῆς ἐπιτροπῆς, δηλώνοντας ὅτι ἠρνεῖτο νὰ συναινέσει στὴν παραχώρηση ἑλληνικῶν ἐδαφῶν σὲ ξένο κράτος. (συνεχίζεται)

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, 1833 – 1949», Θεσσαλονίκη: ἐκδόσεις Σάκκουλα, 2014) 

Εἴκ. 1. Ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς ἰταλικῆς ἀντιπροσωπίας διαχαράξεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου, Ἰταλὸς Στρατηγὸς Enrico Tellini.

Εἴκ. 2. Ὁ Ἀντισυνταγματάρχης Δῆμος Νότη Μπότσαρης ἠγεῖτο τῶν Ἑλλήνων ἀντιπροσώπων στὴν ἐπιτροπὴ διαχαράξεως τῆς ἑλληνοαλβανικῆς μεθορίου.