ΤΟ 1821 ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


Μέσα σὲ ὅλη τὴν πνευματικὴ σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας παρατηροῦμε ὁρισμένους διανοητὲς νὰ ἀμφισβητοῦν τὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς «κατασκευάσθηκε» τὸν 19ο αἰώνα καὶ ὅτι ἡ σχέση μας μὲ τοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ τὸ Βυζάντιο-Ρωμανία εἶναι μύθος «ἐθνικιστικός». Βεβαίως στὴ χώρα μας ἔχουμε καὶ ὀρθῶς ἐλευθερία ἐκφράσεως. Ὅμως ἡ ἀνησυχία μας αὐξάνεται ὅταν τέτοιες ἀνιστόρητες ἀπόψεις ἐκφράζονται ἀπὸ συγγραφεῖς σχολικῶν βιβλίων καὶ ἀπὸ στελέχη πού διορίζονται σὲ καίριες δημόσιες θέσεις. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δογματίζουν αὐθαιρέτως καὶ ἀγνοοῦν ἢ διαστρέφουν τὶς πάμπολλες ἱστορικὲς πηγές, οἱ ὁποῖες ἀποδεικνύουν τὴν ἐθνολογικὴ καὶ πολιτιστικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπενθυμίζουμε μερικὲς χρήσιμες ἱστορικὲς ἀλήθειες:

Μπορεῖ τὸ Βυζαντινὸ κράτος νὰ ἦταν πολυεθνικὸ καὶ ὁ Αὐτοκράτωρ νὰ διατηροῦσε γιὰ πολιτικοὺς λόγους τὸν τίτλο «Βασιλεὺς Ρωμαίων», ὅμως μέσω τῆς παιδείας καὶ τῆς γλώσσας τὸ κράτος διεκήρυττε τὴν ἑλληνικότητά του. Ἡ Αἰνειάδα τοῦ Βιργιλίου, τὸ ἔπος τῆς λατινικῆς Ρώμης, οὐδέποτε ἐδιδάχθη σὲ ὁποιαδήποτε βαθμίδα τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἐνῶ ἀντιθέτως μικροὶ καὶ μεγάλοι μάθαιναν ἀπὸ στήθους τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη. Ἡ σπουδαία Βυζαντινολόγος Ἑλένη Γλύκατζη- Ἀρβελὲρ τονίζει ὅτι τὸ Βυζάντιο ἦταν πολυεθνικό, ἀλλὰ μονοπολιτισμικό, διότι θεμελιώθηκε ἐπὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.

Τὸ 1237, μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης γράφει πρὸς τὸν Πάπα Γρηγόριο Θ΄ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ Αὐτοκράτορες χρησιμοποιοῦν τὸν τίτλο «Βασιλεὺς Ρωμαίων», ἀλλὰ κατάγονται ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο γένος τῶν Ἑλλήνων, τὸ ὁποῖο γέννησε τὴ σοφία τοῦ κόσμου. Προσθέτει δὲ ὅτι στοὺς Ἕλληνες ἐδόθη ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἡ Πόλις καὶ ὅτι οἱ οἰκογένειες Δούκα καὶ Κομνηνῶν εἶναι ἑλληνικές. (1)

Στὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ ἑλληνικὴ συνείδηση διατηρεῖται στὶς ψυχὲς τῶν κατατατρεγμένων προγόνων μας χάρις κυρίως στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες. Γύρω στὸ 1700 ὁ φλογερὸς ἱεροκῆρυξ καὶ Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων Ἠλίας Μηνιάτης ὁμιλῶν στὴ Βενετία παρακαλεῖ ὡς ἑξῆς τὴν Παναγία: «Ἕως πότε πανακήρατε Κόρη τὸ τρισάθλιον Γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νὰ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεσμὰ μιᾶς ἀνυποφέρτου δουλείας….». (2)

Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ χρησιμοποιοῦνται καὶ τὰ τρία χαρακτηριστικὰ ὀνόματα:Ἕλλην, Ρωμηός, Γραικός. Τὸ Γραικὸς στὸ στόμα τῶν ξένων δὲν ἔχει πάντα θετικὴ σημασία, ὅμως χρησιμοποιεῖται καὶ ἀπὸ πολλοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες συγγραφεῖς. Π.χ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος ὀνομάζει τὴν Ἑλλάδα Γραικία (3). Τὴν σύνθεση καὶ τῶν τριῶν ὀνομάτων βλέπουμε στὸ ποίημα «Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως» τοῦ Ἐπισκόπου Μυρέων Ματθαίου τὸ 1619:

Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στὸ γένος τῶν Ρωμαίων….
Ώ, πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων…
Σ’ἐμᾶς εἰς ὅλους τούς Γραικοὺς νὰ ἔλθη τούτ’ τὴν ὥρα. (4)

Οἱ Ἕλληνες ἀκόμη καὶ μέσα στὴ δυστυχία καὶ τὴ μερικὴ ἀγραμματωσύνη -λόγω δουλείας- δὲν λησμονοῦν τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ρίζες τους. Ἀπὸ τὸ 1529 μέχρι τὸ 1821 τὸ δημοφιλέστερο λαϊκὸ ἀνάγνωσμα εἶναι «Ἡ Φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξανδρου» πού θυμίζει τὴ δόξα τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων. Στοὺς νάρθηκες πολλῶν ναῶν καὶ μοναστηριῶν ζωγραφίζουν οἱ ἁγιογράφοι τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφοὺς γιὰ νὰ δείξουν στὸ ἐκκλησίασμα καὶ στοὺς μαθητὲς τῶν Κρυφῶν Σχολειῶν ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ καταγωγή τους. Λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση οἱ ναυτικοί μας τοποθετοῦν στὰ πλοῖα τους ὡς ἀκρόπρωρα τὰ κεφάλια μεγάλων μορφῶν τῆς Ἀρχαιότητος, ὅπως τοῦ Θεμιστοκλέους κ.α.

Ἀλλὰ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴ βυζαντινὴ Ρωμηοσύνη (ὁ ὅρος ἀπὸ τὴ Νέα Ρώμη- Κωνσταντινούπολη) παραμένει σταθερὴ καὶ διατρανώνει τὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τὰ Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τοῦ Ἀγῶνος (1821-1828) καθιερώνουν ὡς νομοθεσία τῆς Νέας Ἑλλάδος «τοὺς νόμους τῶν Χριστιανῶν ἡμῶν Αὐτοκρατόρων».

Οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 αἰσθάνονταν ὅτι συνεχίζουν καὶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ καὶ τὴ βυζαντινὴ παράδοση. Σὲ ἰταλικὴ ἐφημερίδα τοῦ 1821 ἀναφέρονται τὰ λόγια του Ἀθανασίου Διάκου ὅτι ἀγωνίζεται «γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Λεωνίδα» (5). Καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συζητώντας μὲ τὸν Ἄγγλο Ναύαρχο Χάμιλτον θεωρεῖ ἑαυτὸν ὡς συνεχιστὴ τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε συνθηκολόγησε, καὶ χαρακτηρίζει τὸ Σούλι καὶ τὴ Μάνη μαζὶ μὲ τοὺς κλεφταρματολοὺς ὡς τὴ φρουρὰ τοῦ τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος.

Εἶναι, λοιπόν, ἀντιεπιστημονικὴ θέση καὶ φανατικὴ ἰδεοληψία ἡ προσπάθεια νὰ μᾶς πείσουν κάποιοι ὅτι δῆθεν μέχρι τὸ 1821 δὲν γνωρίζαμε ποιοὶ εἴμαστε καὶ ὅτι ὁρισμένοι διανοητὲς δημιούργησαν ἕνα τεχνητὸ νεοελληνικὸ ἔθνος. Ὅσοι ψάχνουν γιὰ τεχνητὰ ἔθνη ἂς ψάξουν στὴ Βαλκανικὴ γειτονιά μας. Ἐμεῖς θὰ μελετοῦμε τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια χωρὶς φόβο καὶ πάθος καὶ θὰ διατηροῦμε τὴν ἑλληνική μας συνείδηση ἐνθυμούμενοι ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ δημοκρατικοὶ πολίτες δεχόμαστε τὸν γνήσιο πατριωτισμὸ καὶ ἀπορρίπτουμε τὰ δύο ἄκρα: Τὸν ἐθνοφυλετισμὸ καὶ τὸν ἐθνομηδενισμό.

1. Απ. Βακαλοπούλου, Πηγὲς Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Α΄τόμος, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 50-53.
2. Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, Ἀθήνα 1988, σέλ. 207.
3. Στὸ ἔργο του «Ὁμολογία Πίστεως». Κυκλοφορεῖται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Παροναξίας σὲ πανομοιότυπη ἔκδοση τῆς Α΄ ἐκδόσεως τοῦ 1819, Νάξος 2009.
4. Ἀνθολογεῖται στὴ «Βυζαντινὴ Ποίηση» τοῦ Γεωργίου Ζώρα. Τὸ βρῆκα στὸ βιβλίο τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ: 1204, ἡ Διαμόρφωση τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2007 (Β΄ἔκδοση), σελ. 44.
5. Κωνσταντίνου Σάθα «Ἕλληνες Στρατιῶται ἐν τὴ Δύσει», ἐκδόσεις ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ, Ἀθήνα 1993, σέλ. 65.

Ἄρθρο στὴν ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ