Η πολιτική των αλβανικών κυβερνήσεων και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα - ο Αλβανός πρωθυπουργός ν’ απελευθερώσει τους δυο άδικα φυλακισμένους


« Ο πολιτικός πλουραλισμός θα προχωρήσει οπωσδήποτε. Εμείς θα τους υποκινήσουμε να ιδρύσουν όσα κόμματα, αριστερά, δεξιά, κεντρώα, αλλά οπωσδήποτε  αυτά θα πρέπει να ελέγχονται και να διευθύνονται από μας, τις θεμελιώδεις αρχές αυτών των κομμάτων εμείς θα τις συντάξουμε.. Επικεφαλής αυτών των κομμάτων θα πρέπει να είναι άνθρωποι που να υποστηρίζουν τη στρατηγική μας….» τόνισε ο ο Ραμίζ Αλία τον Οκτώβριο του 1990 στην σύσκεψη του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Εργασίας.

Και αλήθεια έτσι έγινε. Επικεφαλής όλων των κομμάτων ανέλαβαν άνθρωποι του πρώην συστήματος, που κρατούν γερά τα ηνία αυτών των κομμάτων για 32 χρόνια.  Στη χώρα ακόμα επικρατεί το άρωμα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, μπροστά στη νέα τάξη πραγμάτων.

Στόχος και σκοπός του κομμουνιστικού δικτατορικού καθεστώτος  ήταν  η αποψίλωση του ελληνικού στοιχείου στις αμιγείς μειονοτικές περιοχές και  η αλλοίωση της εθνικής συνείδησης. Μια τακτική, ένας στόχος κι ένας σκοπός που τον ακολούθησαν με φανατισμό οι οπαδοί του και στην λεγόμενη δημοκρατία στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

«Δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή η απαίτηση της Ομόνοιας να κατεβάσει δικούς της υποψηφίους βουλευτές. Δεν είναι καθόλου απίθανο, να ζητήσει αύριο η ΟΜΟΝΟΙΑ ν’ αναρτήσει και την ελληνική σημαία», ξανά η θέση του Ραμίζ Αλία στο Συμβούλιο της Προεδρίας, το Μάρτιο 1991.

Και το είδαμε αυτό στη λύσσα και στην αγριότητα των οργάνων της δημόσια τάξης σε κάθε  εθνική μας εορτή, σε κάθε εκδήλωση της οργάνωσης.

Το είδαμε στην αφαίρεση της ελληνικής από τις δίγλωσσες πινακίδες, το είδαμε στην σκληρότητα της αντιμετώπισης από τα εθνικιστικά στοιχεία της καθημερινής ομιλούμενής μας μητρικής γλώσσας. 

Το είδαμε το 1994, όταν η Ομόνοια είχε αναβαθμίσει το όνομα και το ρόλο της, όταν η ΕΕΜ αριθμούσε τη μία νίκη μετά την άλλη, τόσο στις κοινοβουλευτικές, όσο και σε αυτές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με την άγρια μανία του καθεστώτος Μπερίσα να υποτάξει  την Μειονότητα και τον δικό της Φορέα, με  την Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου», την δίκη των πέντε ηγετών της Ομόνοιας, την πίεση, το φόβητρο, των λεηλασιών και της ψυχολογικής βίας ώστε   οι Βορειοηπειρώτες να εγκαταλείψουν το χώρο. Μια ένταση που όξυνε πάρα πολύ τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, μέχρι ενός θερμού επεισοδίου.

Το είδαμε στη συνέχεια με τα καθημερινά έκτροπα, τις πιέσεις, νοθείες  στις εκάστοτε εκλογές που διεξάγονταν στη χώρα και μέχρι βαρβαρότητες και συλλήψεις σ’ αυτές της Χιμάρας..

Το είδαμε τελευταία με τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο Δήμο Δρόπολης, Φοινίκης με αποκορύφωμα το Δήμο Χιμάρας.

«Εγώ είμαι Κυβέρνηση, εγώ είμαι Αλβανία. Δεν θα δεχτώ να ελληνοποιήσουν τη Χιμάρα, να τραγουδούν ελληνικά τραγούδια και να συνομιλώ μ’ έναν…», λέει ο πρωθυπουργός της χώρας, και  με εκστομίσεις μικρού παιδιού  ειρωνεύεται τον εκλεγμένο Δήμαρχο της Χιμάρας Φρέντυ Μπελέρη. Η εθνικιστική οργή του, κρατεί φυλακισμένους τους δύο αθώους Χιμαριώτες, ξαναζωντανεύοντας την δύσκολη και έκρυθμη περίοδο του 1994.

Ο Πρωθυπουργός οξύνει αντί να ομαλύνει την κατάσταση, σ’ έναν καιρό που διαμηνύει ότι σέβεται τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, ό,τι θέλει καλές και φιλικές σχέσεις με τη γείτονα, ό,τι επιθυμεί την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια, Η ρευστή κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της ΕΕΜ διαψεύδει τα πάντα.

Το κυριότερο που πρέπει να κάνει το διάστημα αυτό ο Αλβανός πρωθυπουργός είναι ν’ απελευθερώσει τους δυο άδικα φυλακισμένους και ο νεοεκλεγμένος δήμαρχος ν’ αναλάβει τα καθήκοντά του.

(από συνεργάτη της ΣΦΕΒΑ στη Β. Ήπειρο)