Τὸ ''ὕστατο χαῖρε'' στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Μολυβδοσκεπάστου π. Θεόδωρο Διαμάντη


Τάφηκε, μὲ τὴ συμμετοχὴ πολλῶν κληρικῶν καὶ πλήθους λαϊκῶν, στὴ Μονὴ Μολυβδοσκεπάστης Κόνιτσας, δίπλα στὸν Ἐπίσκοπο, ποὺ τοῦ ἄλλαξε τὴ ζωή, τὸν ἀλησμόνητο Σεβαστιανό, ὁ ἀείμνηστος ἡγούμενός της ἀρχιμανδρίτης π. Θεόδωρος Διαμάντης.

Μέσα σὲ κλίμα ἀνθρώπινης θλίψης, γιὰ τὴ σωματική του ἀπουσία, ἀλλὰ καὶ ἀναστάσιμης ἐλπίδας, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν ἀποδεδειγμένο ὀσιακὸ του βίο. 

Στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἔλαβαν μέρος ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀρχιμανδρίτης π. Σεραφείμ, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Νικάνορος (Ζαβόδρας) Γρεβενῶν, οἱ Μητροπολίτες Καστορίας Σεραφείμ, Αἰτωλίας Κοσμᾶς, Σιατίστης Ἀθανάσιος καὶ Κονίτσης Ἀνδρέας.

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΙ ΛΟΓΟΙ

Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου π. Σεραφεὶμ τόνισε τὴν προσφορὰ τοῦ κεκοιμημένου ἡγουμένου, μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μοναστηριακή του δράση, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνόθευτου ἤθους τῆς προσωπικότητάς του στὴ σύνολη Ὀρθοδοξία.

Στὸν ἐπικήδειο λόγο του ὁ Μητροπολίτης Κονίτσης ἀναφέρθηκε στὴν παλαιὰ γνωριμία του, ἀπὸ τὰ φοιτητικά τους χρόνια, μὲ τὸν μακαριστὸ π. Θεόδωρο, τονίζοντας τὶς ἀρετὲς τῆς προσωπικότητάς του.

Παράλληλα ἐπεσήμανε τὴ διάσταση τοῦ πνευματικοῦ ἔργου του στὴ Μητρόπολη Κονίτσης, ὡς ἱεροκήρυκα καὶ ὑπεύθυνου τῶν κατηχητικῶν ἀρχικὰ καὶ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Μολυβδοσκεπάστου στὴ συνέχεια, ὅπου ξετύλιξε τὰ χαρίσματά του εἴτε ὡς ἐξομολογητὴς εἴτε μέσα ἀπὸ διάφορα διακονήματα.

Συμπορεύτηκαν γιὰ πολλὰ χρόνια μαζί, πρῶτα ὡς στενοὶ συνεργάτες τοῦ ἀοίδιμου Μητροπολίτη Σεβαστιανοῦ, ποὺ τοὺς προσέλκυσε καὶ τοὺς δύο κοντά του, καὶ ἀργότερα ὡς Ἐπίσκοπος ὁ ἕνας καὶ ἡγούμενος ὁ ἄλλος.

Ἐκ μέρους τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου τὸν ἀποχαιρέτισε ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Ἀρσένιος Μάιπας, μεταφέροντας ἀναμνήσεις καὶ βιώματα ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ἀναστροφή του μὲ τὸν γέροντα.

Μεταξὺ ἄλλων ἀνέφερε ὅτι «ὁ γέροντας ἦταν ψυχὴ ἁγιασμένη.

Ἦταν ἄνθρωπος ἀφιερωμένος -- δοσμένος ψυχὴ τὲ καὶ σώματι στὸν Θεό. Σεμνός, εἰλικρινής, ἀνιδιοτελής, ἀφανής, ἀπροσποίητος καὶ ἀνεπιτήδευτος στὴν συμπεριφορά του. Οὔτε ὀμόρφαινε τὰ λόγια του, οὔτε χάιδευε τ΄ αὐτιὰ κανενός.

Ἦταν ἄνθρωπος εὐθὺς καὶ ἀνυποχώρητος στὶς ἀρχές του. Ἦταν φιλάγιος, φιλακόλουθος, ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ φιλόπατρης.

Πάνω καὶ πέρα ἂπ  ὅλη τὴν πολυσχιδῆ δράση του, ἦταν πρωτίστως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀνάλωσε συνειδητὰ καὶ ἀκούραστα τὸν ἑαυτό του στὴ διακονία τοῦ συγχρόνου πονεμένου ἀνθρώπου.

Μὲ ἐλατήρια δύναμη τὴν βαθειά του πίστη, τὴν ἀταλάντευτη προσήλωσή του στὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ τὸν ἱερό του ζῆλο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ νωρὶς σὲ πολύμοχθο ποιμαντικὸ καὶ πνευματικὸ ἔργο.

Ἄνθρωπος ἀγάπης ὁ ἴδιος, μὲ χαρακτηριστικὴ ταπείνωση καὶ διάκριση, ἔχων τὸν ἐνοικούντα φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετέδιδε χαρά, θάρρος, αἰσιοδοξία ἐλπίδα καὶ ἀνακούφιζε μὲ τὸν παραμυθητικό του λόγο, ὅσους προσέτρεχαν στὸ πετραχήλι καὶ στὴν νηπτική του σοφία. Παράλληλα ἔδωσε κυριολεκτικὰ πνοὴ ζωῆς σὲ πολλοὺς νέους ἀνθρώπους, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ ἀπεξαρτηθοῦν ἀπὸ διάφορες οὐσίες».

Πρόσθεσε ἀκόμη: «Νὰ καταθέσω ἕνα συμβάν, ποὺ ἔλαβε χώρα πρὸ ἐτῶν στὸ πανεπιστημιακὸ νοσοκομεῖο Ἰωαννίνων, ποὺ φανερώνει τὴν ἀνύστακτη ἀγάπη καὶ μέριμνα τοῦ Γέροντα, ἀκόμη καὶ τὴν ὕστατη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, γιὰ τὰ πνευματικὰ παιδιά του.

Ὁ Γέροντας ἦταν βαριὰ ἀσθενής· οἱ θεράποντες ἰατροὶ μᾶς προετοίμασαν γιὰ τὸ ἐπερχόμενο τέλος.

Τελικὰ ὁ Γέροντας θεραπεύτηκε πὰρ  ἐλπίδα, καὶ μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι κατὰ τὴν νοσηλεία τοῦ περιῆλθε σὲ ἔκσταση, εἶδε τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Κυρίου, ποὺ ἦλθαν γιὰ νὰ συνοδεύσουν τὴν ψυχὴ κατὰ τὴν ἐκδημία του, ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲ παρρησία καὶ ἄκρα ταπείνωση τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσουν λίγο χρόνο ζωῆς ἀκόμη, διότι -ἐμεῖς- δὲν ἤμαστε προετοιμασμένοι γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό.

Πράγματι ὁ γέροντας συνῆλθε ὡς ἐκ θαύματος καὶ ἐπέστρεψε στὰ καθήκοντά του. Ἐμεῖς τότε θαυμάσαμε τὴν πρόνοια τοῦ Κυρίου περὶ ἠμῶν καὶ παρηγορηθήκαμε μὲ τὴν τόση ἀγάπη καὶ μέριμνα τοῦ Γέροντα».

Καὶ κατέληξε: «Ἐμεῖς, τὰ πνευματικά σου παιδιά, τὴν ἱερὴ αὐτὴ στιγμή, κλίνουμε τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος μπροστὰ στὸ σεμνὸ σκήνωμά σου, ζητώντας ταπεινὰ καὶ εἰλικρινά, ἐκ βάθους καρδίας συγχώρηση γιὰ ὅσες φορὲς σὲ λυπήσαμε, σὲ στενοχωρήσαμε ἢ σὲ πληγώσαμε. Θὰ μείνει ἀνεξάλειπτα χαραγμένο στὴ μνήμη μας τὸ ἅγιο παράδειγμά σου, ὅταν ταπεινωνόσουν μπροστὰ στοὺς ὑποτακτικούς σου καὶ μᾶς ζητοῦσες ταπεινὰ συγγνώμη γιὰ τὰ ἀμελητέα λάθη σου».

***

Συλλυπητήρια μηνύματα ἀπηύθυναν ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων Κων/νος Τασούλας καὶ ὁ ὑφυπουργὸς Προστασίας τοῦ Πολίτη Ἐλευθέριος Οἰκονόμου, οἱ ὁποῖοι συνδεόταν μαζί του.

Σὲ πάνω ἀπὸ 1200 ἄτομα, ποὺ παραβρέθηκαν στὴν ἐξόδια ἀκολουθία, δόθηκε ὡς ἐνθύμιο δίπτυχο μὲ τὴ φωτογραφία τοῦ γέροντα καὶ ἕνα κομποσχοίνι.

ΘΕΙΑ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΙΑ

Ἐντύπωση προκάλεσε σὲ ὅλους ἀπὸ τὸν ἰατροδικαστὴ μέχρι τοὺς Ἱεράρχες καὶ τὸν ἁπλὸ κόσμο ἡ εὐκαμψία τοῦ σώματός του.

Μάλιστα ἱερέας σήκωσε στὴ διάρκεια τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας τὸ χέρι τοῦ ἀλησμόνητου π. Θεοδώρου στὸ φέρετρο καὶ σχημάτισε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μ' αὐτὸ πάνω του, ἐνῶ ἡ θερμοκρασία του, ὅπως βεβαιώνουν οἱ πιστοί, ποὺ τὸν ἀσπάστηκαν, ἦταν φυσιολογική.

Καὶ μὲ τὴν κοίμησή του ὁ π. Θεόδωρος ἔδωσε τὴ λεπτὴ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Μᾶς ἔδειξε τὸ Θεό. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ καρδιά του, ποὺ πίστεψε ἀληθινὰ στὸν Ἀναστημένο Κύριο, Τὸν γεύτηκε μέσα της.

Καὶ ὅταν ἀκόμα τὴν κατέτρεχαν πόνοι καὶ ἀναστεναγμοί, ὅπως ἡ μακρὰ περίοδος τῆς ἀσθένειάς του, δὲν ἦταν ἄξενη καὶ μακρινή, ἀλλὰ γλυκιὰ καὶ μοσχοβολοῦσε.

Ἡ καρδιὰ του μέχρι τὸ τέλος, μὲ νεανικὸ ἐνθουσιασμό, ζητοῦσε τὴ θεία συνοδοιπορία. Πάντοτε γέμιζε ἀπὸ φῶς καὶ πνεῦμα.

Καὶ «λάμποντας, ἀστράπτοντας, ἠλλοιωμένος», ἔψαλε μὲ εὐφροσύνη: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον».

Ἦταν στραμμένος πάντοτε ὄχι πρὸς τὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο τοῦ «μηδέν». Ἀλλὰ πρὸς τὴν ἀκτινοβολοῦσα ἄβυσσο τοῦ Θεοῦ.

Γι' αὐτό, χάρη στὴν αἴσθηση - ὑπεραίσθηση τῆς πίστης του, ἄκουε καὶ ἔβλεπε ἄλλες φωνὲς καὶ ἄλλες πραγματικότητες.

Τὸ ἀόρατο, τὸ ἀσύλληπτο καὶ τὸ ὑπερβατικό του ἦταν περισσότερο οἰκεῖο ἀπὸ τὸ ὁρατό.