Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ ΤΟΥ 1821


Συνεχίζουμε  μὲ τὸ  δεύτερο μέρος τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Φιλ Κεμεντζετζίδη μὲ τίτλο «ἡ συμμετοχὴ τῶν Βορειοηπειρωτῶν στὴν ἐθνικὴ παλιγγενεσία τοῦ 1821». Στὸ πρῶτο μέρος εἴδαμε τὴν προσφορὰ τῶν Ἑλλήνων Βορειοηπειρωτῶν ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἀργυροκάστρου. Στὸ ἄρθρο ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ δοῦμε πῶς συνέβαλλαν καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ ἄλλες περιοχὲς τῆς Ἠπείρου ὅπως ἡ Κορυτσά, ἡ Μοσχοπόλη, ἡ Πρεμετὴ καὶ ἡ Χειμμάρα στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἐθνικοῦ κορμοῦ ἔστω κι ἂν αὐτοὶ δὲν εἶδαν τελικὰ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους ἐλεύθερη καὶ ἑνωμένη μὲ τὴν μάνα Ἑλλάδα.

ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ

Α) Ἀπὸ τὸ Βυθκούκι

Κωστάκης Τάττης, ὁ ὁποῖος  κατὰ τὸ 1810 λόγω τοῦ διωγμοῦ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Θεσσαλονίκη. Ἦταν ἔμπορος καπνοῦ καὶ ταμπάκου. Ὁ ἐγγονὸς του ἐπίσης Κωστάκης Τάττης, δικηγόρος στὸ ἐπάγγελμα, ἔγραψε γι’ αὐτὸν τὰ «Ἱστορικὰ Σημειώματα», ὅπου ἀναγράφεται ὡς Μακεδών. Ἡ Κορυτσὰ βεβαίως γεωγραφικῶς δὲν εἶναι πόλη ἠπειρωτική, ὡστόσο μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ ζητήματος τὸ 1914, ἀποτελεῖ πλέον τμῆμα  τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Β) Ἀπὸ τὴ Δάρδα

Πολύκαρπος ὁ Δαρδαῖος (1778 – 1821). Ἔμαθε γράμματα στὴ Μοσχοπόλη καὶ στὰ Γιάννινα, ἔγινε ἐπίσκοπος στὴν Τρωάδα καὶ κατὰ τὸ 1811 στὴ Λάρισα. Λόγω τοῦ διωγμοῦ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ κατέφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔγινε Φιλικός, τὸ 1820 ἐπέστρεψε ξανὰ στὴ Λάρισα καὶ τὸ 1821 σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ Μαχμοὺτ πασά.

Ὁ Δεσπότης Πολύκαρπος ἦταν στενὸς συνεργάτης τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ἐξέχον στέλεχος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ  συμμαθητὴς καὶ φίλος τοῦ Ι. Κωλέττη. Ὁ Γραμματικός τοῦ Ἀλῆ πασᾶ Μάνθος ὅταν πήγαινε στὴ Δάρδα, ἔστελνε ἀνθρώπους νὰ ἀνταμώσουν τὸ Δεσπότη. Ἐνῶ ὁ Τέρπος Πάνος, λάμβανε εἰδήσεις ἀπὸ τὸ Μάνθο καὶ τὶς μεταβίβαζε στὸν Πολύκαρπο. Ὁ Ἀλὴ πασὰς τὸν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ τοῦ ἔλεγε “ty te dua si vella...” (ἐσένα σὲ ἀγαπῶ σὰν ἀδελφό).  Ἀφοῦ ὁ Δεσπότης Πολύκαρπος τὰ «χάλασε» μὲ τὸν Ἀλὴ λόγω τῶν παρεμβάσεών του Πασᾶ σὲ ἐκκλησιαστικὰ θέματα, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λάρισα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μαζὶ μὲ ἐχθρούς του Ἀλῆ, ἔκαναν ἀναφορὰ στὸ Σουλτάνο ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἀποκήρυξε. Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο τοῦ παπα-Σπύρο Ζέγκα, στὸν Πολύκαρπο μαζὶ μὲ ἄλλους ὀφείλεται ἡ ἀποδόμηση τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, στὴν αὐλὴ τοῦ Σουλτάνου καὶ ἡ ἀπόφαση νὰ κηρυχθεῖ ἐχθρός της Ὑψηλῆς Πύλης.

Ὁ Πολύκαρπος Λαρίσης, ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴ Λάρισα στὶς 17 Σεπτεμβρίου τοῦ 1821. Κατηγορήθηκε ὡς συνεργὸς καὶ ἐμψυχωτὴς τῶν ἐπαναστατῶν καὶ ἀφοῦ φυλακίστηκε γιὰ μικρὸ διάστημα, καρατομήθηκε ἔμπροσθεν τῆς Μητροπόλεώς του στὸ γεφύρι, ἀπὸ τὸν Μαχμοὺτ πασά. Λίγο πρὶν τὴν ἐκτέλεσή του ἀφοῦ ἔλαβε ἄδεια ἀπὸ τοὺς δημίους του καὶ τοὺς διαμοίρασε τὰ ἐνδύματα ποὺ φοροῦσε, προσευχήθηκε καὶ εὐλόγησε τὸ ποίμνιό του  καὶ εἶπε: « Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ εἰς χείρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου, …»  Οἱ δήμιοί του, ἔγδαραν τὸ κεφάλι του καὶ μετὰ ἀπὸ 2 μέρες παρέδωσαν τὸ κρανίο μαζὶ μὲ τὸ ἀκέφαλο σῶμα πρὸς ταφὴν στοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλης.

Γ) Μέσα ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κορυτσᾶς

Ἰωάννου Χρίστος, τσοχαντάρης (φύλακας βεστιαρίου τῆς ἐνδυματοθήκης) τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, κλέφτης τοῦ 1811, φιλικός, ἀγωνιστὴς στὴ Βλαχία ὑπὸ τὸν Ι. Κολοκοτρώνη. Σκοτώθηκε  τὸ 1824 κοντὰ στὴν Πάτρα κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῶν Ἑλλήνων. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς οἱ κάτοικοι τῆς Κορυτσᾶς καὶ τῆς Μοσχοπόλεως βοήθησαν τὸν ἀγώνα τοῦ 1821 μὲ ἄνδρες καὶ χρήματα καὶ ὑποχρεώθηκαν νὰ δώσουν στοὺς Τούρκους ὁμήρους καὶ χρηματικὲς ἐγγυήσεις.

Δ) Ἀπὸ τὴ Μοσχοπόλη

Ἀναστάσιος Βόγας, ἡ οἰκογένεια τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε τὸ 1790 στὰ Βελεσσὰ τῆς Μακεδονίας, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν ἀδερφὸ του Μάρκο ἐμπορεύονταν κουκούλια ἀπὸ τὴ Βιέννη καὶ τὴν Ἰταλία. Στὰ Βελεσσὰ ἀνήγειραν ἑλληνικὴ ἐκκλησία, Μητρόπολη καὶ σχολεῖο γιὰ τὴ μόρφωση τῶν Ἑλληνοπαίδων. Ἔφεραν γιατρὸ καὶ ἀνέπτυξαν ἀγωνιστικὰ τὸν ἐκεῖ Ἑλληνισμό.

Ἡ Μοσχοπόλη καὶ ἡ περιοχὴ τῆς Κορυτσᾶς συνέδραμαν καὶ μὲ τὶς περιουσίες τῶν πλουσίων κατοίκων τους καὶ τῶν ἀποδήμων στὴ Μολδοβλαχία καὶ στὴν Αὐστροουγγαρία, γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγώνα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῶν Τουρκαλβανῶν τῆς περιοχῆς ποὺ συχνὰ προέβησαν σὲ λεηλασίες καὶ ὠμότητες  εἰς βάρος τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς περιοχῆς.  Ὁ Ἰωακεὶμ Μαρτιανὸς γράφει σχετικά: « Ἐπέπιπτον ἀναφανδὸν κατὰ χωρίων καὶ κωμῶν ἀδυνάτων, ἐλεηλάτουν τούς ἀπὸ πολλοῦ περιτρόμους ἐνοίκους, στόχον κυρίως ἔχοντες τοὺς εὐκαταστάτους, ἀπεγύμνουν αὐτούς, ἀφήρπαζον οὐχὶ σπανίως τοὺς υἱοὺς ἐπὶ λύτροις καὶ διέπραττον πλεῖστα ὅσα τοιαῦτα, ἀναλόγως τῆς καταστάσεως τῶν αἰχμαλωτιζομένων καὶ ἰδίως τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀκολάστου φιλαργυρίας»

ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΕΜΕΤΗ

Ἀπὸ τὴν Πρεμετὴ προέρχεται ἡ οἰκογένεια Γκία, ἐκ τῆς ὁποίας προέρχονται οἱ ἡγεμόνες τῆς Μολδοβλαχίας. Ἐπίσης εἶναι πατρίδα τῶν Δουκαίων.

1. Δούκας Κωνσταντῖνος, μυστικὸς σύμβουλος τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, προστάτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος πέθανε ὡς διοικητὴς στὸ Μπεράτι.

2. Εὐθύμιος Δούκας, υἱὸς τοῦ Κωνσταντίνου Δούκα (1780 – 1819), Φιλικὸς στὴ Βλαχία.

3. Ἀδὰμ Ζῶτος (1890 – 1860), ἐγγονὸς τοῦ Εὐθυμίου Δούκα. Γεννήθηκε στὰ Γιάννινα, πῆγε στὸ θεῖο του στὴ Λεβαδειά, ἔγινε Φιλικὸς καὶ ἀγωνίσθηκε στὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα. Πέθανε στὴν Εὔβοια.

4. Δούκας Δούκας, ἄλλος υἱὸς τοῦ Κωνσταντίνου Δούκα, ἔγινε ταγματάρχης τοῦ Ρωσικοῦ Στρατοῦ, Φιλικός, ἀγωνίσθηκε στὴ Βλαχία καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1858.

5. Δούκας Κωνσταντῖνος (ἄλλος), ἀγωνίσθηκε ὑπὸ τὸν Ι. Στράτο στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ στὰ Ναυπλιακὰ τὸ 1827 .

ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΡΑΣΣΑΡΗ ΠΡΕΜΕΤΗΣ

Γεώργιος Σκίπης, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ 1821 βρίσκονταν στὸ Βραχώρι (Ἀγρίνιο) ὁπου  ἔκαψε τὸ τουρκικὸ διοικητήριο. Στὴν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου γιὰ νὰ μὴν αἰχμαλωτιστεῖ ἡ οἰκογένειά του, τουφέκισε τὴ γυναίκα καὶ τὰ δύο κοριτσάκια του , τὰ ὁποία ὅμως ἐπέζησαν, αἰχμαλωτίστηκαν, ἐξισλαμίσθηκαν καὶ στὰ 1882 ὁ ἀδελφός τους τὰ βρῆκε συζύγους μπέηδων, τὸ ἕνα  στὴ Λάρισα καὶ τὸ ἄλλο  στὰ Τρίκαλα.

ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΙΜΑΡΑ

1. Ἀνέστης , ὁπλαρχηγὸς γνωστὸς ὡς καπετὰν Νέστος, ὑπηρετώντας ὑπὸ τὸν Κιουταχὴ στὸν Πειραιά, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα ἀνέλαβε τὶς διαπραγματεύσεις μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ προσχώρησε στὸν Καποδίστρια, στὸν ὁποῖο πρότεινε νὰ ἐπαναστατήσει τὴ Χιμάρα.

2. Βόλτας Χρίστος, ἔλαβε μέρος ὑπὸ τὸν Σπυρομήλιο σὲ πολλὲς μάχες μὲ τελευταία ἐκείνη τῆς Πέτρας τὸ 1829.

3. Γκιόκας Νέτσιος, ἔπεσε στὸ Μεσολόγγι, ἐνῶ ὁ υἱὸς του Μάρκος ἀγωνίσθηκε στὸ Μεσολόγγι καὶ στὴν Ἀθήνα.

4. Οἱ ἔξι Καζνέζηδες ἢ Κασνέτσηδες:

• Θωμὰς ὁ ἀγωνιστής, χιλίαρχος στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα μαζὶ μὲ τοὺς Σουλιῶτες.

• Ζάχος, ὑπηρέτησε ὑπὸ τὸν Ἀλὴ πασὰ καὶ ἔγινε κλέφτης καὶ στὸν ἀγώνα ἦταν μπουλουκτσής.

• Κωνσταντῖνος, ἀδελφός του Θωμά, ὁ ὁποῖος ἐπέζησε ἀπὸ τὴν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου.

• Κωνσταντῖνος, υἱὸς τοῦ Ἰωάννη ποὺ «ἔπεσε» στὴν Πλάκα.

• Κωνσταντῖνος, υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, «ἔπεσε» στὴν Ἄρτα τὸ 1821.

• Σπύρος, ἀγωνίσθηκε ὑπὸ τοὺς Μάρκο Μπότσαρη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ἀνδρέα Λόντο κατὰ τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ τέλος ὑπὸ τὸν Τζώρτζη.

5. Οἱ τρεῖς Σπυρομηλαῖοι:

Μιχαὴλ (1800 – 1880), ὁ ὁποῖος ἔγραφε τὰ ἀπομνημονεύματα τῆς 2ης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου. Ἀπὸ τὴ Σικελία ποὺ ζοῦσε, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα, ὀργάνωσε στρατιωτικὸ σῶμα μὲ 200 Χιμαριῶτες καὶ παρουσιάστηκε τὸ 1824 στὸν Μαυροκορδάτο γιὰ νὰ ἀναλάβει ὑπηρεσία. Ο Κ. Μπίρης τὸν περιγράφει ὡς ἐντυπωσιακὸ στὴν ἐμφάνιση, σεμνὸ καὶ ἀξιοπρεπῆ καὶ τονίζει: Ἦταν γενναῖος καὶ ἀνιδιοτελὴς καὶ κάθε φιλέλλην ποὺ τὸν γνώριζε δὲν μποροῦσε νὰ μὴν φωνάξει: Θὰ ἦταν εὐτυχὴς ἡ Ἑλλάς, ἂν εἶχε περισσοτέρους ἄνδρας σὰν κι αὐτόν!  Πολέμησε στὴ Ρούμελη μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ μετὰ τὸ θάνατό του ἀγωνίστηκε στὴ μάχη τῆς Πέτρας ὑπὸ τὶς διαταγὲς τοῦ Ὑψηλάντη. Μετὰ τὴν λήξη τοῦ πολέμου χρημάτισε διοικητὴς τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων καὶ ἀργότερα ἔγινε ὑπουργὸς τῶν Στρατιωτικῶν.

Ὁ ἀδελφός του Ζάχος ποὺ πέθανε τὸ 1860.

Ὁ Νικόλαος, ἀδελφὸς τῶν ἀνωτέρω δύο ποὺ σκοτώθηκε στὸ Μεσολόγγι τὸ 1826 στὴ 2η πολιορκία.

6. Οἱ τρεῖς Βαρφαῖοι:

Ζάχος, ὁ ὁποῖος καὶ στρατολόγησε ἀπὸ τὴ Χιμάρα ἀρκετοὺς Χιμαριῶτες, μὲ τοὺς ὁποίους κατέβηκε στὸν ἀγώνα. Οἱ Τοῦρκοι δήμευσαν τὴν περιουσία του. Πολέμησε κατὰ τοῦ Δράμαλη στὴν Κόρινθο, στὸ Νεοκάστρο, στὸ Μεσολόγγι μὲ τὸν Κίτσο Τζαβέλλα, στὴν Κλεισόβα ὅπου καὶ πληγώθηκε, μὲ τὸ Νοτάρα στὴν Ἀθήνα, στὸ Χαϊδάρι, στὸν Ἀνάλατο, στὸ Σέγγιο.

Σπύρος Βάρφης τοῦ Χρήστου, δημεύτηκε ἡ περιουσία του ἀπὸ τοὺς Τούρκους, κατέβηκε στὸν ἀγώνα πολεμώντας στὸ Μεσολόγγι, στὴν Ἀττικὴ μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ μετὰ τὸν ἀγώνα κατοίκησε στὴν Ἀθήνα ὡς φτωχὸς συνταξιοῦχος, ἀξιωματικὸς πέμπτης τάξεως. Δυστυχῶς αὐτοκτόνησε τὸ 1865 ἐξαιτίας τῆς πενίας, τῆς δυστυχίας καὶ τῆς ἐγκατάλειψής του ἀπὸ τὸ ἐλεύθερο κράτος, ἀφήνοντας πίσω του τὴ χήρα σύζυγό του καὶ τὰ τρία τους ὀρφανὰ παιδιά.

Βάρφης Χρίστος, ὁπλαρχηγὸς ποὺ ἔλαβε μέρος στὶς δύο πολιορκίες τοῦ Μεσολογγίου, πολέμησε μὲ τὸν Καραϊσκάκη τὸ 1827 καὶ μὲ τὸ Δημήτριο Ὑψηλάντη γιὰ τὴν ἀνάκτηση  τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας. Πέθανε τὸ 1865 ὡς ἀπόστρατος ταγματάρχης.

ΗΠΕΙΡΩΤΕΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀγωνιστές, διακρίθηκαν  καὶ ὁρισμένοι μουσουλμάνοι, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν στὸ πλευρὸ μεγάλων ὁπλαρχηγῶν.

Ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Θεσπρωτίας ἀναφέρεται ὁ Ἀναστασίου ἢ Τσιάμης ἢ Τάσσιανης, ὁ ὁποῖος τὸ 1821 ἐνώθηκε στὸν ἀγώνα μὲ τοὺς Ἕλληνες.

Ὁ Ἰσμαὴλ Γκέκας, μουσουλμάνος ὁπλαρχηγὸς ἀπὸ τὴ Βόρεια Ἀλβανία, ὁ ὁποῖος καὶ παρέμεινε ὡς ἀξιωματικὸς στὴν Ἑλλάδα.

Ὁ Λιάμπεης, τουρκαλβανὸς πολεμιστής, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ τὴ μάχη στὸ Βάλτετσι τὸ 1821, συμβούλευσε τοὺς Τουρκαλβανοὺς νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀντὶ νὰ πολεμοῦν γιὰ τοὺς Ἀσιανοὺς Τούρκους, πράγμα τὸ ὁποῖο καὶ μερικοὶ ἔκαναν.

Ὁ Μπαϊράμης μπέης ἢ Μπαϊράμης Ἀρβανίτης, ἔγινε ἀδερφοποιτὸς μὲ τοὺς Σουλιῶτες, ἀκολουθώντας τους ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἐπανάστασης καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ τοὺς Ἕλληνες ὑπὸ τὸν Μάρκο Μπότσαρη, τὸν Κίτσιο Τζαβέλλα καὶ διακρίθηκε στὶς μάχες τῆς Βοιωτίας.

Ὑπάρχει παράλληλα καὶ μία μαρτυρία τοῦ Σπυρομήλιου τὸ 1829 ὅτι 56 ἀγάδες τῆς Λιαπουριᾶς  πρότειναν ἐνόρκως στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ στήσουν τὴν ἑλληνικὴ σημαία στὴν ἐπαρχία τους καὶ νὰ παραδώσουν τὸ φρούριο τῆς Αὐλώνας, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν θρησκευτική τους ἐλευθερία, τὴν διαφύλαξη τῆς τιμῆς τῶν χαρεμιῶν τους ἀλλὰ καὶ σεβαστὸ χρηματικὸ ποσό. (Ἀνακοίνωση Ἄγγελου Παπακώστα, ἐφημ. Καθημερινή,  26/2/1947)

 Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ εἶναι τεράστιος ὁ κατάλογος τῶν Τουρκαλβανῶν ποὺ ταυτίστηκαν μὲ τὸν Τοῦρκο δυνάστη καὶ στράφηκαν  ὄχι ἁπλὰ ἐναντίον τῶν  Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ ἐναντίον τῶν ὁμόγλωσσών τους Ἀρβανιτῶν. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε ὁρισμένους μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ αἱματοκύλισαν ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα:

1.Ὀμὲρ-πασὰς Βρυώνης, (ἐκστράτευσε τὸ 1821-22)

2.Μουσταφὰ-πασὰς Σκόδρα, (1823, ἡττήθηκε ἀπὸ Μάρκο Μπότσαρη)

3.Ἰσμαὴλ-πασὰ Πλιάσα, (Ρούμελη 1823, Ψαρὰ 1824)

4. Ἰσοὺφ-πασὰς Περκόφτσαλης,

5.Μεχμὲτ Ρεσὶτ πασάς, ἢ Μουστάμπεςη (συμμετοχὴ στὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου)

6. Ταχὴρ Ἀμπάζης, στρατηγὸς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ,

7.Τελεχὰ Μπέη Φεζόν, ἀρχηγὸς Γκέκηδων ἱππέων τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη στὴν Γραβιά,

8. Μουσταφὰ Μπέη Καφεζέζης, ἀρχηγὸς Τσάμηδων ἱππέων τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη,

9. Μουσταφὰ Μπέης, ἐπιτελάρχης τοῦ Χουρσὶτ Πασᾶ, ἀρχηγὸς τῶν πολιορκημένων Τουρκαλβανῶν στὴν Τριπολιτσὰ τὸ 1821,

10. Μουστὰφ- Ἀγὰ Σουγκαρίνη, στρατηγὸς Γκέγκηδων τοῦ Κιουταχῆ  κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν τὸ 1827,

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαβαρέτου Γ, Δροσουλίτες- Ἤπειρος- Κρήτη, Ἀθήνα 1967
Γαζῆ, Γ., «Λεξικὸν τῆς Ἐπαναστάσεως», Ἰωάννινα 1971,
Δέμου, Α., «Ἡ εἰρηνικὴ παράδοση στοὺς Ὀθωμανούς…»,proinoslogos.gr,
Ζέγκου Ν. Σπύρου, ἱερέως, «Βιογραφία Πολυκάρπου τοῦ Δαρδαίου, Μητροπολίτου Λαρίσης, καρατομηθέντος ὑπὸ τοῦ Μαχμοὺτ – Πασᾶ  τῷ 1821», Ἀθήνα 1927,
Καργάκου, Σ., «Ἀλβανοί, Ἀρβανίτες, Ἕλληνες», Ἀθήνα 1999
Κουρίλα, Ε., « Γρηγόριος Ἀργυροκαστρίτης» Ἀθήνα 1935,
Κουτσονίκα, Λ., «Γενικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως» Β΄, Ἀθήνα 1863,
Λαχανά, Τ., «Πεσόντες ὑπὲρ Πατρίδος στὴν λήθη ἀπὸ ἀπάτριδες. Οἱ δικοί μας ἀγωνιστὲς τοῦ 1821», Μάϊος 2005
Μαρτιανοὺ Ι.,  Ἡ Μοσχοπόλις, Θεσσαλονίκη 1957
Μιχαλόπουλου, Φ., « Γρηγόριος Ἀργυροκαστρίτης καὶ ἡ ἐπανάσταση τῆς Εὐβοίας», Ἀρχεῖον Εὐβοϊκῶν Μελετῶν, τ. Γ΄,1954
Μπίρη,  Κ.,«Ἀρβανίτες», Ἀθήνα 1960
Οἰκονομίδη, Μ., «Ἠπειρωτικόν Ἡμερολόγιον», Β΄, 1914,
Οἰκονόμου, Γ. Αθ., «Ἠπειρῶται  Ἀγωνισταὶ τῶν ἐτῶν 1430 – 1830», Γιάννινα 1954
Παπαδόπουλου, Γ.Χ., «Ἡ Δερβητσάνη τῆς Κάτω Δροπόλεως Ἀργυροκάστρου», Ἀθήνα 1978
Παπαδόπουλου, Ν.Κ., «Ἡ Δρόπολις τῆς Βορείου Ἠπείρου κατὰ τὴν Τουρκοκρατία» (1430 – 1913),   Ἀθήνα 1970
Παπακώστα,  Α., «Ἀγῶνες καὶ θυσίες Βορειοηπειρωτῶν στὸ Εἰκοσιένα», Ἀθήνα 1945
Παπαχατζή, Ε., «Δοκίμιον τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος Καρύστου καὶ τῶν πέριξ», Ἀθήνα 1915,
Στούπη Σπύρ. «Διεκδικήσεις  ἐν Ἠπείρω-Χειμάρρα καὶ ὁ Ἀγὼν τοῦ 1821», Ἀφιέρωμα στὸ Ἠπειρωτικὸ 21,  Ἀθήνα 1971

Τὸ ἄρθρο αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ γραφεῖ, χωρὶς τὴν βοήθεια  ἀδελφικοῦ φίλου καὶ συναδέλφου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔθεσε ὡς ὄρο νὰ μὴν ἀναφερθεῖ τὸ ὄνομά του. Ὡστόσο θεωρῶ καθῆκον μου νὰ τὸν εὐχαριστήσω  δημόσια, γιὰ τὴν συνδρομή του στὴν ἔρευνα ἀρχείων καὶ πηγῶν, στὶς ὁποῖες ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες  περιορισμῶν, δὲν μποροῦσα νὰ  εἶχα καμία πρόσβαση. Ἐπίσης νὰ εὐχαριστήσω τὸν κ. Τηλεμαχο Λαχανὰ ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο τοῦ ὁποίου τὸ βιβλίο (τὸ μόνο στὴ νεώτερη βιβλιογραφία, μετὰ τὸ 1980), μοῦ γνώρισε ἄγνωστους ἥρωες καὶ μὲ παρακίνησε νὰ ἀσχοληθῶ περισσότερο μὲ τὴ προσφορὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου στὸν κοινὸ ἀγώνα τοῦ ἔθνους τὸ 1821.