Εγώ θα κρατήσω ετούτον τον τόπο;


Δεν είχαμε συνηθίσει ν’ ακούγαμε τέτοιες εκφράσεις από δικούς μας ανθρώπους.

Η ιστορία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, μας διδάσκει πως ο Βορειοηπειρώτης ήταν πάντα δεμένος με τη γενέτειρά του. Με το χωριό και το σπίτι του. Με το περιβόλι και το βιο του. Εκεί που γεννήθηκε και εκεί που επιθυμούσε να κοιμηθεί για πάντα. Μάλλον  απ’ αυτές τις χαρές, απ’ αυτές τις επιθυμίες και απ’ αυτή την νοσταλγία βγήκαν και τα δίστιχα των ξενιτεμένων. Αυτών που για τον έναν ή τον άλλον λόγο αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν.

Όλου του κόσμου τα καλά, στα ξένα ν ’ αποκτήσω,
το σπίτι μου και το χωριό, δεν θα το λησμονήσω…
 
Φίλοι μου στην ξενιτιά, καλά να τα περνάτε,
τον τόπο που σας γέννησε, ποτέ μην λησμονάτε...!
 
Νοστάλγησα, μωρέ παιδιά, το όμορφο χωριό μου,
να ξαναπάω κοντά του, αυτό είναι τ’ όνειρό μου.

 

Δυστυχώς το τελευταίο διάστημα όλο και κάνουν το φανό τους λεγόμενα που γίνονται πράξεις: «Εδώ δεν μπορείς να ζήσεις». «Εδώ η ζωή είναι δύσκολη», «Θα τα πωλήσω όλα και θα φύγω», «Δεν θα κρατήσω εγώ ετούτον τον τόπο»… 

Και είναι κάμποσες οι περιπτώσεις που έκαναν πράξη τις λανθασμένες αποφάσεις τους. Πώλησαν τα σπίτια τους, πώλησαν τα χωράφια τους. Και το χειρότερο σε αλλόθρησκους, συμβάλλοντας με την πράξη: στην μείωση του αριθμού των κατοίκων και των περιουσιακών τους στοιχείων, που σημαίνει στην συρρίκνωση της ΕΕΜ και στην  δημογραφική αλλοίωση του χώρου.

Περνώντας στην εθνική οδό Άγιοι Σαράντα – Αργυρόκαστρο, στα χιλιόμετρα Γαϊδάρι-Γέφυρα της Κρανιάς, θα δεις πινακίδες με την επιγραφή «Πωλείται γη» (Shitet toke), θα δεις κτίρια φαντάσματα και άλλα εν ενεργεία, ξενόφερτων. Όπως και στα χιλιόμετρα Γεωργουτσάτες- Λαζαράτες.

«Θα πωλήσω το σπίτι. Το ανάφερα και στο ανάλογο γραφείο στην πόλη», μου είπε κάποιος γνώριμος και με παρακάλεσε να τον βοηθήσω. Όχι μόνον που δεν τον βοήθησα, αλλά τον έπεισα για τις χάρες του σπιτιού στα πατρικά χώματα, για τις ενθυμίσεις και την νοσταλγία που νιώθει ο καθένας στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε, για την πέτρα που είναι πιο βαριά στον τόπο της, για την παρακαταθήκη από γενιά σε γενιά, για την ικανοποίηση που θα νιώσει να πάει να ξεκουραστεί, έστω και για λίγες ώρες, κάτω από την συκαμινιά, την λεμονιά, την συκιά, την κουμπουλιά του, για τα… Είναι πολλά αυτά που του ανάφερα. Όχι μόνον που δεν το πώλεισε, αλλά το ανακαίνισε και σήμερα με ευχαριστεί.

Αυτό να νιώσει ο καθένας και προτού πράξει να αναλογιστεί.  Και έχει χρέος να αναλογιστεί: κοινωνικά και εθνικά.

Ας έχουμε όλοι μας  στην καρδιά και στο μυαλό μας την παραγγελία του μακαριστού Σεβαστιανού: «Να πάτε να εργαστείτε, αλλά να μην ξεχάσετε τον τόπο που γεννηθήκατε» και το παραπάνω δίστιχο, με την παραλλαγή:

Νοστάλγησα, μωρέ παιδιά, τον τόπο τον δικό μου,
να τον κάνω πιο όμορφο, αυτό είναι τ’ όνειρό μου.

Βαγγέλης Παπαχρήστος