Σαν σήμερα: Ἡ ἀλύγιστη ἑλληνικὴ ψυχὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσάνθου, τοῦ ἀπὸ Τραπεζοῦντος


(Ὁμιλία Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως κ.κ. Ἀνδρέου τὴν Μ. Παρασκευὴ τὸ βράδυ στὸν Ἱ. Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Νικολάου Κονίτσης στὶς 26-4-2019)

.....Ἐνῷ, λοιπόν, ἐκεῖνο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε μαζευτεῖ ἐκεῖ ἀπὸ περιέργεια γιὰ νὰ δεῖ τὴν σταύρωση, κατέβαινε μετανιωμένο γιὰ τὸ ἔγκλημα ποὺ εἶχε συντελεστεῖ, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ ἑκατοντάρχου νὰ ὁμολογεῖ: “Ἀληθῶς, ὁ ἄνθρωπος οὗτος Υἱὸς ἦν Θεοῦ”. Ἀληθινά, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν Υἱὸς Θεοῦ. Καὶ αὐτὴν τὴν ὁμολογία τὴν ἐπανέλαβαν καὶ συνεχίζουν νὰ τὴν ἐπαναλαμβάνουν ὅλοι ὅσοι ἔχουν γνωρίσει τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς “Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων”, ὡς Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Ἅδου, καὶ ἀπὸ τὶς παγῖδες τοῦ πονηροῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας.  

          Ναί, ἀδελφοί μου, ὁ Ἐσταυρωμένος ἔχει δημιουργήσει γενναῖες καὶ ἡρωϊκὲς καρδιές, διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καρδιές, ποὺ δὲν λύγισαν. Ποὺ δὲν συνεβιβάσθησαν. Οὔτε ὑπέκυψαν στὴν δύναμη τῶν ὅπλων, τῶν ἐχθρῶν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Του Ἐκκλησίας. Μιὰ τέτοια μορφή, ἄγνωστη δυστυχῶς, στοὺς πολλοὺς θὰ φέρω μπροστά σας ἀπόψε, ποὺ ἔχει νὰ πεῖ πολλὰ σὲ ὅλους, ἰδιαίτερα ὅμως, στὶς καρδιὲς τῶν νέων ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους τὸ ἀλλοπρόσαλλο κράτος μας, προσπαθεῖ νὰ κρατᾶ σὲ βαθειὰ ἄγνοια γύρω ἀπὸ ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ ἄλλοτε συντάραξαν τὸ ἔθνος. Ἡ μορφὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρύσανθος, Φιλιππίδης ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος. Γιὰ ὅσους δὲν καταλαβαίνουν τὸν ὅρο “ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος”, σημαίνει ὅτι προηγουμένως εἶχε διατελέσει Μητροπολίτης στὸν ἡρωϊκὸ Πόντο, τὴν Τραπεζοῦντα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Πόντου, ὅπου στὰ χρόνια τὰ ταραγμένα τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ἔλαμψε μὲ τὴν ἐκκλησιαστικο-ἐθνική του δράση. Καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ 1920 τὸ στρατοδικεῖο τῆς Ἄγκυρας, τὴν ὁποία τότε κατηύθυνε ὁ Κεμὰλ Ἀτατούρκ, κατεδίκασε ἐρήμην τὸν Χρύσανθο σὲ θάνατο. Ἐκεῖνος κατέφυγε ἔτσι στὴν Ἑλλάδα ποὺ ἀπὸ τὸ 1926 ἕως τὸ 1938, ἦταν ἀποκρισάριος, δηλ. ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἐλλάδος. Κατὸπιν δέχθηκε τὴν ἐκλογὴ του ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ ἀνέβη στὸν Ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸ 1938.

          Θὰ γυρίσουμε, λοιπόν, πίσω 78 χρόνια καὶ θὰ βρεθοῦμε στὶς 26 (σήμερα 26 ἔχει ὁ μῆνας) καὶ 27 Ἀπριλίου τοῦ 1941, ὅταν τὰ γερμανικὰ – ναζιστικὰ στρατεύματα ἔμπαιναν ὡς κατακτητὲς στὴν Ἀθήνα. Ἡ 27η Ἀπριλίου τότε ἦταν ἡ Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Πασχαλινὴ ἡ περίοδος, ποὺ ὅμως γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἦταν πικρή, κατάπικρη Μ. Παρασκευή. Ὁ ἀοίδημος Χρύσανθος δέχθηκε ἀφόρητες πιέσεις γιὰ νὰ συμμετάσχῃ στὴν ἐπιτροπή, ἡ ὁποία θὰ ἔλεγε στοὺς Γερμανοὺς ὅτι ἡ Ἀθήνα εἶναι ἀνοχύρωτη πόλη καὶ μποροῦσαν ἐλεύθερα νὰ εἰσέλθουν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἀρνήθηκε νὰ μετάσχῃ σ’ αὐτὴν τὴν ἐπιτροπή, λέγοντας ὅτι ὡς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας ἔχει καθῆκον ὄχι νὰ παραδώσει τὴν ἑλληνικὴ πρωτεύουσα σὲ ἀλλόδοξες ξένες δυνάμεις, ἀλλὰ νὰ τὴν ἐλευθερώσει. Στὴ συνέχεια κλαίει ὅταν ἀπὸ ἕνα παράθυρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς βλέπει τὴν ναζιστικὴ -γερμανική σημαία μὲ τὴν σβάστικα, (ἡ σβάστικα εἶναι ὁ ἀγκυλωτὸς σταυρός) νὰ ὑψώνεται στὴν Ἀκρόπολη καὶ νὰ μολύνει τὸν ἱερὸ βράχο. Κατόπιν ὁ τότε δήμαρχος Ἀθηναίων μὲ ἕναν ὑπάλληλο τοῦ Δήμου τοῦ διαμηνύει ὅτι οἱ Γερμανοὶ στρατηγοὶ ἐπιθυμοῦν νὰ κατεβεῖ στὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ νὰ τελέσει Δοξολογία, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς εἰρηνικῆς εἰσόδου τῶν γερμανικῶν στρατευμάτων στὴν πρωτεύουσα. Ὁ Χρύσανθος, προσέξτε, προτοῦ ἐξαποστείλει ἐξοργισμένος τὸν ὑπάλληλο, τοῦ λέει νὰ διαβιβάσει στὸ Δήμαρχο ὅτι “ἡ ὥρα τῆς Δοξολογίας εἶναι ἄλλη”, ἐννοῶντας ὅτι ἡ Δοξολογία θὰ ψαλεῖ ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἡ Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς κατακτητές. Καὶ ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι ἡ ἀπάντησή του συνέτισε τοὺς Γερμανούς, τελικὰ ὁ Στρατηγὸς Φόν Στοῦμε, ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς τῶν ναζιστικῶν στρατευμάτων, ζητάει νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ στὸ κτίριο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, καὶ ὁρίζεται ἡ ὥρα συναντήσεως ἡ 4η ἀπογευματινή. Οἱ ναζιστὲς κατακτητές, μὲ τὴν τέλεια κατασκοπεία ποὺ εἶχαν, ἐγνώριζαν πάρα πολὺ καλά, ὅτι στὸν θρόνο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στεκόταν ἀλύγιστη ἡ ἑλληνικὴ ψυχή μεγάλου Ἱεράρχου. Ὁ Χρύσανθος δέχθηκε τὸν Στοῦμε στὴν αἴθουσα τοῦ θρόνου ὄρθιος. Οἱ δυό τους συζήτησαν ἀρκετὴ ὥρα στὴν γερμανικὴ γλῶσσα τὴν ὁποία ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μιλοῦσε ἀπταίστως. Στὸ ἀνέκδοτο ἡμερολόγιό του ὁ άοίδημος Χρύσανθος μεταφέρει τὴν συζήτηση, τὴν ὀποίαν πρέπει νὰ τὴν προσέξουμε ὅλοι, ἰδιαίτερα οἱ νέοι μας, ποὺ εἶναι, ὅπως εἶπε ἕνα διάσημος συγγραφέας, “πλασμένοι γιὰ τὸν ἡρωϊσμό”.

          “Στὸ δρόμο”, εἶπε ὁ Στρατηγός, “μᾶς ἔρραναν μὲ ἄνθη”. Ἀκοῦστε τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. “Αὐτοί, ποὺ σᾶς ἔρραναν μὲ ἄνθη, δὲν ἦσαν Ἕλληνες”. Ὁ γερμανὸς στρατηγὸς στὸν ὁποῖο προξένησε τεράστια ἐντύπωση ἡ ἐπιβλητικὴ φυσιογνωμία τοῦ μεγάλου ἐκείνου Πρωθιεράρχου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, εἶπε “ὅτι κατὰ τὴν διαδρομὴ τῶν γερμανικῶν στρατευμάτων διὰ μέσου τῆς Ἑλλάδος μὲ εὐχαρίστηση παρατήρησαν ὅτι πολλοὶ μιλᾶνε γερμανικά”. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μὲ πολλὴ δεξιοτεχνία καὶ μὲ σοβαρότητα ρωμαίου συγκλητικοῦ ἀπάντησε : “Οἱ Ἕλληνες πάντοτε ἀγάπησαν τὴν Γερμανία, καὶ κατὰ προτίμησιν οἱ Ἕλληνες τῶν γραμμάτων στὴν Γερμανία συμπλήρωναν τὶς σπουδές τους. Καὶ ἐπιστρέφοντας στὴν Ἑλλάδα μετέδιδαν στοὺς συμπολίτες τους τὶς ἀρετὲς τοῦ γερμανικοῦ λαοῦ. Ποτέ, ὅμως, δὲν φανταζόντουσαν ὅτι οἱ Γερμανοί, τοὺς ὁποίους τόσο ἀγαποῦσαν, θὰ τοὺς χτυποῦσαν ἐκ τῶν νότων, καθ’ ἥν στιγμὴν ἐπάλευαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν τους μὲ μιὰ μεγάλη αὐτοκρατορία, τὴν ἰταλική”. Ὁ στρατηγός, ὁ Στοῦμε, ἔδειξε ὅτι πειράχτηκε ἀπὸ τὸν τόνο τῆς ὁμιλίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Δὲν εἶχε συνηθίσει νὰ τοῦ ὁμιλοῦν ἔτσι. Καὶ γι’ αὐτὸ σηκώθηκε νὰ φύγει. Ὅταν ἀποχαιρέτησε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: “Προσέξτε στρατηγέ μου νὰ μὴν πληγώσετε τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ”. Καὶ ὅταν ὁ Στοῦμε μὲ τὴν συνοδεία του ἀπεχώρησαν ἀπὸ τὴν Ἀρχιεπισκοπή, γράφει στὸ ἡμερολόγιό του ὁ Πρωθιεράρχης, “ἀνεχώρησα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ σπίτι μου, ἔπεσα θλιμμένος στὸ κρεβάτι, καὶ ἔκλαυσα πικρότατα”. Αὐτά, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἔγιναν στὶς 27 Ἀπριλίου τοῦ ΄41.

          Δυὸ μέρες ἀργότερα ὁ Χρύσανθος ἀρνεῖται νὰ ὁρκίσει τὴν γερμανοπρόβλητη Κυβέρνηση τοῦ στρατηγοῦ Τσολάκογλου λέγοντας ὅτι “ἐγὼ ἔχω ὁρκίσει κυβέρνηση ἡ ὁποία συνεχίζει τὸν ἀγῶνα στὴν Κρήτη. Ἄλλη Κυβέρνηση οὔτε θέλω, οὔτε μπορῶ νὰ ὁρκίσω”. Κι ὅταν στὶς 3 Μαΐου τοῦ ‘41 ἔφτασε στὴν Ἀθήνα ὁ γερμανὸς στρατάρχης Λίστ, ποὺ ἦταν ἐπικεφαλὴς τῆς ἐπιχείρησης “Μαρίτα” (μ’ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἦταν ἡ ἐπιχείρηση ἐναντίον τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τῆς Ἑλλάδος), κάποιοι εἶπαν “ἀπ’ ἔξω – ἀπ’ ἔξω” στὸν Χρύσανθο μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ συναντήσει τὸν Στρατάρχη γιὰ νὰ μπορέσει νὰ παραμείνει στὸν θρόνο, διότι ἦταν φανερὸ πλέον ὅτι οἱ Γερμανοὶ θὰ τὸν ἐξεθρόνιζαν. Τὶ ἀπάντησε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος; Ἀκοῦστε: “Ἀδυνατῶ νὰ ἐκθέσω τὸ κῦρος τοῦ πνευματικοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Καὶ πρόσθεσε: “καὶ τὸ ἀξίωμά μου, ἄν θέλετε καὶ τὴν ζωή μου ἀκόμη τὴν θυσιάζω”. Γι’ αὐτὸ οἱ Ναζιστὲς Γερμανοὶ θεωροῦσαν τὸν Χρύσανθο ὡς τὸν ἀσπονδότερο ἐχθρό τους. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι ὅταν στὶς 5 Ἰουλίου τοῦ ‘41 ἐκθρονίστηκε ὁ Χρύσανθος συνέχισε μὲ γενναιότητα τὴν ἀντίσταση κατὰ τῶν κατακτητῶν ἔχοντας, προσέξτε, στὸ ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ του, (ἕνα μικρὸ σπιτάκι ἦταν στὴν ὁδὸ Σουμελᾶ 4 στὴν Κυψέλη) τὸν ἀσύρματο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὴν ἐξόριστη κυβέρνηση στὸ Κάϊρο. Καὶ εἶναι γνωστό, δὲν ξέρω ἄν κανεὶς ἀπὸ σᾶς τὸ γνωρίζει αὐτό, ὅτι οἱ Γερμανοὶ παρὰ τὸ ὅτι διέθεταν τέλεια ραδιογωνιόμετρα, δὲν μπορέσαν ποτὲ νὰ ἀνακαλύψουν αὐτὸν τὸν ἀσύρματο. “Τὸν ἀσύρματο τοῦ Δεσπότη”, ὅπως τὸν ἔλεγαν οἱ ἡμέτεροι, διότι, ὅπως τόνιζε ὁ ἀείμνηστος Χρύσανθος, “τὸν σκέπαζε μὲ τὴν ἁγία της σκέπη ἡ Παναγία”.

          Θὰ σᾶς κάμω μιὰν ἐξομολόγησιν, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Αὐτὰ ποὺ ἀκούσατε, τὰ σημείωσα μὲ βαθειὰ συγκίνηση καὶ θὰ σᾶς τὸ πῶ, μὲ πολλὰ δάκρυα. Κι ἄν μὲ ρωτήσετε γιατὶ σᾶς τὰ εἶπα ὅλα αὐτά, ἀκοῦστε τὴν ἐξήγηση μου. Σᾶς τὰ εἶπα γιὰ δύο λόγους: Πρῶτον. Γιὰ νὰ γνωρίσετε ὅτι, ἰδιαίτερα ὅμως οἱ νέοι, καὶ τὰ στρατευμένα παιδιά τῆς πατρίδας μας, ὅτι ὅλοι μας, οἱ Ἕλληνες, ἀνήκουμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ἀμέτρητες περγαμηνὲς ἀγώνων, ἱερῶν ἀγώνων, τοῦ ἔθνους, ὅπως τὸ εἴδατε ἀπόψε μὲ τὸ λαμπρὸ παράδειγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσάνθου. Καὶ εἶναι ἥττημα, εἶναι ντροπὴ τῆς ἑλληνικὴς πολιτείας ὅτι μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἀνεγείρει στὴν πρωτεύουσα ἕναν ἀνδριάντα, ἐνῷ ἔχει ἀγάλματα γιὰ χίλια δυὸ πρόσωπα, ἀσήμαντα ὑπὸ ἄλλην ἔποψιν, γιὰ νὰ μὴ πῶ ὅτι ἔχει καὶ κάποια τερατουργήματα στήσει σὲ ὁρισμένες πλατεῖες, τὰ ὁποία δὲν καταλαβαίνει κανεὶς τὶ παρουσιάζουν. Καὶ εὐτυχῶς τελευταία τοποθετήθηκε ὁ ἀνδριάντας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ οὔτε κι αὐτὸς ὑπῆρχε μέχρι τώρα. Ἐνῷ οἱ Σκοπιανοὶ ἔχουν γεμίσει τὰ Σκόπια μὲ ἀνδριάντες τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ ἄλλων Μακεδόνων ἡρώων γιὰ νὰ διαδηλώσουν ψευδῶς, βεβαίως, καὶ παραπλανητικῶς τὴν καταγωγὴ τους ἀπὸ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο ! Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος λόγος.

          Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι γιὰ νὰ ἐκφράσω τὴν λύπη καὶ τὴν ἀγανάκτησή μου, διότι ἡ Πολιτεία ἐπιδιώκει μὲ μανία νὰ βάλει στὸ περιθώριο τὴν Ἐκκλησία. Τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἐδόξασε τὴν Ἑλλάδα καὶ ὑπῆρξε καὶ μένει τροφὸς καὶ φρουρὸς τοῦ Ἔθνους. Καὶ νὰ σᾶς πῶς καὶ αὐτὴ τὴν λεπτομέρεια. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ σχηματιστεῖ ἡ γερμανοπρόβλητη κυβέρνηση τοῦ Τσολάκογλου ὅλος ὁ τότε πολιτικὸς κόσμος προέτρεπε τὸν Τσολάκογλου νὰ σχηματίσει τὴν Κυβέρνηση. Καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὅλοι ἐστράφησαν ἐναντίον του καὶ τὸν κατεδίκασαν σὲ θάνατο, ποὺ μεταβλήθηκε μετὰ σὲ ἰσόβια. Ὁ μόνος ποὺ ἀρνήθηκε τότε νὰ συμπράξει μαζί του ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Αὐτὴν λοιπόν, τὴν Ἐκκλησία, τὴν τροφὸ καὶ τὴν φρουρὸ τοῦ Ἔθνους θέλουν νὰ τὴν βάλουν στὸ περιθώριο. Καὶ μιλᾶνε γιὰ οὐδετερόθρησκο κράτος. Ποιοὶ τὰ λένε αὐτά; Οἱ νάνοι καὶ οἱ ἀσήμαντοι. Οἱ ἄθεοι καὶ οἱ ἄπιστοι. Αὐτοὶ ποὺ ἔχουν θεοποιήσει τὸ πορτοφόλι καὶ τὸ στομάχι τους. Αὐτοὶ ποὺ πρόδωσαν τὴν Μακεδονία μὲ τὴν θλιβερὴ Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν. Αὐτοὶ ποὺ καμώνονται πὼς τάχα δὲν ἀκοῦνε τὰ ἐπικίνδυνα μηνύματα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν Βορρὰ καὶ τὴν Ἀνατολή. Δὲν ἀκοῦνε, λένε πὼς δὲν ἀκοῦνε, τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἑλλάδος ποὺ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς Πατρίδος μας.

          Ἀλλά, ἀδελφοί μου, ἡ Ἑλλάδα, ποὺ ἀπόψε κηδεύει τὸν Κύριό της, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, στρέφει τὰ μάτια της στὸν Γολγοθᾶ. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀντλεῖ δύναμη καὶ κουράγιο καὶ θάρρος στοὺς δύσκολους καιρούς, καὶ γιὰ τοὺς δύσκολους καιρούς ποὺ ἔρχονται. Γιατὶ ὅπως λέει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου στὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὁ Χριστὸς “ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ” (Ἀποκ. Στ΄, 2). Λοιπόν, ἀδελφοί, μὴ φοβᾶστε. Ἰδιαίτερα ἐσεῖς οἱ νέοι ποὺ σᾶς ἀπασχολεῖ τὸ μέλλον, ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ γέροντος ἐπισκόπου, ὀ ὁποῖος μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του σᾶς λέει: Ἡ Μ. Παρασκευὴ δὲν θὰ εἶναι πάντοτε. Θὰ παραχωρήσει γρήγορα τὴν θέση της στὴν “μία τῶν Σαββάτων”, στὴν χαρμόσυνη, στὴν πασχαλιάτικη Κυριακή. Ψηλά, λοιπόν, οἱ καρδιές. Ὁ Χριστὸς θὰ νικήσει. Ἡ Ἐκκλησία θὰ μεγαλυνθεῖ, ἡ Ἑλλάδα θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ ἐσᾶς τὴ νέα γενιά, ποὺ θὰ διορθώσει, καὶ τονὶζω, πρέπει νὰ διορθώσει ὅ,τι ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι τὸ ἔχουμε δρομολογήσει σὲ λαθεμένη τροχιά. Ὁ Χριστὸς ἀπευθύνεται σὲ ὅλους μας καὶ μᾶς λέει: Ἔγινα νεκρός, πεθαίνοντας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδού, ἐνῷ δέχθηκα σταυρικὸ θάνατο ζῶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀκοῦστε καὶ τὰ λόγια: “Ἐγενόμην νεκρὸς καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων”(Ἀποκ. α΄18). Καὶ προσθέτει: “Ναί, ἔρχομαι ταχύ” (κβ΄20), ναὶ ἔρχομαι γρήγορα. Καὶ ἐμεῖς ἄς τοῦ ποῦμε. Ἄς τοῦ ἀπαντήσουμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας: “Ἀμὴν. Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ” (Ἀποκ. κβ΄20). Ἀδελφοί μου, νέοι, καὶ σεῖς οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τῆς Ἑλληνικῆς μας Πατρίδος, ὅλοι, ΚΑΛΗΝ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ. ΑΜΗΝ.